Αναδημοσίευση από Πεμπτουσία
Ηλίας Λιαμής, Σύμβουλος Ενότητας Πολιτισμού
7 Οκτωβρίου 2019
Με αφορμή τον ένα χρόνο λειτουργίας του Βυζαντινού Μουσείου Μακρινίτσας.
Αλήθεια, σε τι χρησιμεύει ένα μουσείο;
Σε ό,τι χρησιμεύει κι η ιστορία:
Στη φανέρωση κρυφών διαδρομών της ψυχής μας, που οι περιστάσεις ή οι επιλογές μας κράτησαν στο ημίφως.
Είμαστε ό,τι πέρασε απ΄ αυτή τη γη.
Είμαστε ένας σφιχτός, γεροδεμένος κόμπος, μουλιασμένος στο δάκρυ και στο αίμα γενεών και γενεών, που πέρασαν απ΄ αυτόν τον ευλογημένο πλανήτη, πάλεψαν, ρώτησαν, μάτωσαν, ζήτησαν το αιώνιο, γονάτισαν απ΄ το εφήμερο και τώρα ξέρουν αυτά που κάποτε θα μάθουμε κι εμείς.
Στον κόμπο αυτό, μια ακόμη κλωστίτσα είναι η ύπαρξή μας, ενωμένη μ΄ αυτό που θα παραλάβουν οι επόμενοι, με την ελπίδα μας πως η κλωστίτσα αυτή θα μπορέσει να σκουπίσει έστω κι ένα δάκρυ κάποιου μακρινού μας απόγονου.
Είμαστε το μέλλον ενός μουσείου.
Είμαστε το μουσείο του μέλλοντος.
Σε κάθε μουσείο βρίσκονται αντικείμενα, που πολλές φορές τα λέμε και κειμήλια.
Η λέξη «κειμήλιο» μας έρχεται από το ρήμα «κείμαι». Έχουμε δηλαδή ενώπιόν μας κάτι που κείτεται, παρουσιάζεται και βρίσκεται εκτεθειμένο στην κρίση, τα συναισθήματα, τις μνήμες και τη νοσταλγία μας.
Μπροστά σε τέτοια κειμήλια θα βρεθεί και ο επισκέπτης του Βυζαντινού Μουσείου Μακρινίτσας, που τις μέρες αυτές κλείνει τον ένα χρόνο λειτουργίας του. Μουσείου υπέροχου, πρωτότυπου, καλαίσθητου, σύγχρονου, φιλόξενου, με προθήκες κατάφορτες από αντικείμενα, που αν δεν υπήρχαν οι χώροι του μουσείου αυτού, θα κείτονταν παραπονεμένα σε μια γωνιά, μέσα σ΄ ένα σαρακοφαγωμένο ερμάρι, ακόμη ακόμη και σε καμιά χωματερή.
Λέμε συχνά πως ενώπιον μας κείτεται ένας νεκρός. Και πράγματι, στις προθήκες τού Μουσείου, στέκουν ακίνητα αντικείμενα που, φαινομενικά, έκλεισαν, όπως λέμε, τον κύκλο τους. Η φυσική τους θέση δεν είναι εδώ. Κατασκευάστηκαν με μεράκι και ευσέβεια για να βρίσκονται πάνω σε Άγια Τράπεζα, εικονοστάσια ή σκευοφυλάκια, λαμπρούς ναούς ή ταπεινά ξωκλήσια. Τώρα κείτονται ενώπιόν μας ακίνητα, φωτισμένα υπέροχα, αλλά και λίγο αμήχανα, γιατί τους έμελλε να γνωρίσουν καιρούς εντελώς διαφορετικούς από εκείνους που τα γέννησαν και τώρα ψάχνουν τρόπο να μιλήσουν σ΄ εμάς, τους ανθρώπους του 21ου αιώνα. Αιώνα βιαστικού, που δεν έμαθε να παρατηρεί με προσήλωση αλλά να προσπερνάει βιαστικά. Κι αυτά έρχονται από εποχές άλλων ρυθμών και δεν καταλαβαίνουν. Φαίνονται άψυχα. Δεν είναι! Λίγες στιγμές να περιμένει κανείς, θ΄ αρχίσει να διασώζει πάνω τους εικόνες, προσευχές, δάκρυα και ελπίδα. Μόνο να μπορούσαν να μιλήσουν και να διηγηθούν!
Τα κειμήλια αυτά, μαρμαρόγλυπτα, ιερά σκεύη, άμφια, εικόνες, λάβαρα, ξυλόγλυπτα, επιτάφιοι, ακόμη και αυθεντικές εικόνες του Θεόφιλου, δεν τα βλέπουμε. Μας βλέπουν. Κι αν τους δώσουμε λίγο χρόνο, θ΄ αρχίσουν να μας διηγούνται για τους ανθρώπους που μαζεύονταν γύρω τους, συγκροτώντας κοινότητα, συγκροτώντας εκκλησία με κοινό αξιακό κώδικα, κοινή παρηγοριά απ΄ τον κατατρεγμό, κοινή ελπίδα για τα μελλούμενα.
Όπως οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας έχουν να διηγηθούν τις πιο συγκινητικές ιστορίες, έτσι και τα κειμήλια αυτά ζωντανεύουν, παίρνουν λαλιά και μας μιλούν πρώτα για εκείνους που τα δημιούργησαν: Ευσεβείς καλλιτέχνες με πίστη, ποιότητα εσωτερικής ζωής, βάθος συναισθημάτων, υπομονή στην κατασκευή, καλό γούστο στο κάθε τους χτύπημα στο μέταλλο ή το ξύλο, στην κάθε πινελιά, στην κάθε ψιλοβελονιά τους. Κατόπιν τα ζωντανά αυτά κειμήλια μας μιλούν για τους χώρους που λάμπρυναν, για τους λειτουργούς που τα άγγιξαν, για τα μυστήρια και τις ακολουθίες που μέσω αυτών πραγματοποιηθήκαν. Είναι αλήθεια πως, σιγά σιγά αποτυπώθηκε επάνω τους η φθορά και η παλαιότητα. Τώρα δεν μπορούν πια να εξυπηρετήσουν ανάγκες. Καταθέτουν όμως πρόταση ζωής και γίνονται μέτρο των πολιτιστικών, αισθητικών, ακόμη και πολιτικών επιλογών μας. Διότι, δημιουργήθηκαν από μια ενωμένη κοινωνία, όπου, πέρα από τις διαφορές, υπήρχαν κοινά αναμφισβήτητα: Η πίστη, η πατρίδα, ο φίλος, ο συγγενής, ο αδελφός του αίματος και ο αδελφός της πίστης. Οι τεχνίτες τους εκπροσωπούσαν την κοινότητα, η έμπνευση και η τεχνική τους πήγαζαν από την κοινότητα, το έργο τους επέστρεφε στην κοινότητα. Τα αντικείμενα αυτά μοσχοβολάνε το «μαζί». Ο άνθρωπος μαζί με τον άνθρωπο, μαζί με το εκκλησιαστικό καλλιτέχνημα, μαζί με τον Θεό.
Κι όλα αυτά σ΄ ένα φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον ασύγκριτης ομορφιάς: Στη Μακρινίτσα. Χωριό με ιστορία χιλιόχρονη, με τα βότανα της γης του να μοσχοβολούν μυρωδιές ανείπωτες και λιβάνι ελαφρύ σαν αεράκι, από τα γύρω μοναστήρια, που έκανα κάποτε το Πήλιο να μοιάζει με τ΄ Αγιονόρος. Ομορφιές που πείθουν και την πιο δύσπιστη ψυχή πως η ρίζα μας και το μέλλον μας είναι η ομορφιά των «έξω» και των «μέσα».
Όποιος βρεθεί στους όμορφους χώρους του Βυζαντινού Μουσείου Μακρινίτσας, δύσκολα θα πιστέψει τις προσπάθειες που κατεβλήθησαν επί σειράν ετών, τόσο για να διαμορφωθεί ο χώρος, όσο και να συλλεχθούν και να συντηρηθούν τα εκθέματα. Και πάλι, όταν πήραν τη θέση τους στις φωτεινές προθήκες, δεν έμειναν βουβά. Ευανάγνωστες μικρές πινακίδες ανέλαβαν να ξεναγούν τον επισκέπτη σε ένα ταξίδι στον χρόνο και την καλαισθησία των πατέρων μας σε εποχές δύσκολες, αντίξοες, γεμάτες όμως από φλόγα πίστης και πατρίδας, πείσμα να βρει το γένος μας ταυτότητα και θέση στον καινούργιο κόσμο, όπου άρχισε να αναφαίνεται εκεί κοντά στον 17ο αιώνα.
Τα ωραία όμως δεν ανήκουν μόνον στο παρελθόν. Οι νέες τεχνολογίες και οι σύγχρονες μέθοδοι αξιοποίησης ενός μουσείου έγιναν τα εργαλεία, ώστε το Βυζαντινό μουσείο Μακρινίτσας να βρίσκεται διαθέσιμο για μαθητές όλων των ηλικιών, μέσω των εκπαιδευτικών του προγραμμάτων. Με αυτά τα μέσα, τα Εκκλησιαστικά κειμήλια παίρνουν νέα ζωή, νικούν τον χρόνο, ανοίγουν διάλογο με τις νέες γενεές. Εάν οι πρωτόγνωρες δυνατότητες των συγχρόνων μέσων συνδυαστούν με αναζωπύρωση της πίστης και της φιλοπατρίας που τα γέννησε, με αγάπη για το παρελθόν και με γόνιμη αφομοίωσή τους για τη δημιουργία νέων αντίστοιχων αντικειμένων, οι επόμενες γενεές θα βαδίσουν στο στέρεο έδαφος μιας παράδοσης που ανανεώνεται.
Η μοίρα όλων των ωραίων πραγμάτων είναι να φανερώνονται και να αξιοποιούνται αν ένας, μόνον ένας, δει μια τέτοια προσπάθεια ως προσωπική του υπόθεση και βγει εκτός της υποχρέωσης, εκτός της πεπατημένης, εκτός του αναμενόμενου και του υποχρεωτικού. Τέτοιες προσπάθειες απαιτούν ένα προσωπικό όραμα και την πίστη πως το όραμα αυτό θα υλοποιηθεί πάση θυσία. Αυτός ο ένας, στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε ο Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού Αρχιμ. Δαμασκηνός Κιαμέτης, ο οποίος πότισε το όραμα αυτό με οργανωτικό νου, συναισθηματική φροντίδα και θέληση να μεταβάλλει κάτι ου-τοπικό σε υπαρκτό.
Πρέπει να αναφέρονται τα πρόσωπα για να μην λησμονιέται η σημασία τους σε κάθε μεγάλο έργο. Όπως πρέπει να αναφέρονται και εκείνοι που δίνουν χώρο, εμπιστεύονται, ενθαρρύνουν και ευλογούν, όπως ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνάτιος.
Πάντα, η ιστορία αυτού του τόπου βάδισε πάνω στα όνειρα των ολίγων, όνειρα όμως που αγκαλιαστήκαν από τους πολλούς και γίνανε πολύτιμη κληρονομιά για τους επόμενους. Ως Έλληνες, μας διασώζουν οι εξαιρέσεις. Αυτό δεν λέγεται ούτε ως παράπονο, ούτε ως ψόγος. Μάλλον απευθύνεται ως κλήση στην ίδια μας την ύπαρξη, να αποφασίσει να γίνει κι αυτή εξαίρεση σε έργα που κάνουν το πέρασμα από αυτόν εδώ τον κόσμο ν΄ αξίζει τον κόπο. _