16 Απριλίου, 2024

«Ιεροσύνη: εξουσία και διακονία στα έργα του Αγίου Ιγνάτιου του Θεοφόρου» Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος & Αλμυρού κ. Ιγνατίου Βέροια 27/6/2013

Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος & Αλμυρού κ. Ιγνατίου

στο Επιστημονικό Συνέδριο των ΙΘ΄ Παυλείων

της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης & Καμπανίας

Βέροια 27/6/2013

Εισαγωγικά

Ο άγιος Ιγνάτιος ο Αντιοχείας (50 μ.Χ. -τέλη πρώτου/αρχές δευτέρου αιώνα) αποτελεί μια εκκλησιαστική προσωπικότητα με ξεχωριστή θέση στην ιστορία της Εκκλησίας. Αν και έζησε και έδρασε στην πολύ πρώιμη (μετ)αποστολική περίοδο, όπου η παρουσία ή η ανάμνηση των ίδιων των Αποστόλων ήταν ακόμη πολύ ζωηρή στη ζωή της πρώτης Εκκλησίας, ο άγιος Ιγνάτιος θα διακριθεί απο το γεγονός ότι πρώτος αυτός φαίνεται ότι ανέλαβε συνειδητά να διατυπώσει, λιγότερο ή περισσότερο, μια θεολογία της ιεροσύνης, όπως ο ίδιος τη βίωνε διακονώντας απο τη θέση του προεστώτος της τοπικής ευχαριστιακής κοινότητας στην Αντιόχεια, αλλά και ως κληρονόμος ο ίδιος της αποστολικής παραδόσεως. Σε μια εποχή όπου η Εκκλησία προσπαθούσε να βρεί τον βηματισμό της σε ένα όχι πάντοτε φιλικό περιβάλλον, και ευρισκόμενη διαρκώς σε διάλογο με τον ελληνιστικό και ιουδαϊκό πολιτισμό της ευρύτερης περιοχής, ο άγιος Ιγνάτιος από τη θέση του επισκόπου θα αναλάβει να ανιχνεύσει και προσδιορίσει τα θεμέλια, πάνω στα οποία έμελλε να βασιστεί και να αναπτυχθεί περαιτέρω το ευρύτερο πλαίσιο της εσωτερικής λειτουργίας και της ταυτότητας της ίδιας της Εκκλησίας. Είναι δε ιδιαίτερα χαρακτηριστικό της σπουδαιότητας της σκέψης του, ότι οι βασικές εκκλησιολογικές θέσεις που ο ίδιος για πρώτη φορά διατύπωσε με λαγαρό τρόπο και φαίνεται ότι βρήκαν πρόσφορο έδαφος τουλάχιστον στην εξέλιξη της Εκκλησίας στην Ανατολή, αποτέλεσαν και εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο μέλετης κορυφαίων εκπροσώπων της ορθόδοξης θεολογικής σκέψης των καιρών μας, όπως του αείμνηστου π. Νικολάου Αφανάσιεφ και του Μητροπολίτη Περγάμου Ιωάννη Ζηζιούλα. Στην ομιλία μας που ακολουθεί θα επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε με συνοπτικό τρόπο τις βασικές παραμέτρους της σκέψης του αγίου Ιγνατίου σε σχέση με την ιεροσύνη.

 

Α. Η χριστοκεντρική θεώρηση και το ευχαριστιακό πλαίσιο της ιεροσύνης

Ο άγιος Ιγνάτιος μέσα από τις γνήσιες επιστολές του που διασώζονται, αναπτύσσει μια ξακάθαρα χριστοκεντρική θεώρηση της εκκλησιολογίας, δηλ. του λόγου περί Εκκλησίας. Ακολουθώντας απο πολύ κοντά τον Απόστολο Παύλο, κατανοεί την Εκκλησία ως το μυστικό Σώμα του Χριστού, δηλαδή τον ίδιο τον ιστορικό Ιησού, στο βαθμό που θεωρεί «την ευχαριστίαν σάρκα είναι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Σμ. 7.1). Η στενή αυτή διασύνδεση, αν όχι ταύτιση, μεταξύ Ευχαριστίας και Εκκλησίας, επι τη βάσει του σωτηριώδους έργου του Χριστού, είναι απόρροια του γεγονότος ότι ο «όλος ιστορικός Χριστός ενσαρκούται στην (εκάστοτε) τοπική Εκκλησία δια της θείας Ευχαριστίας». Την χριστοκεντρική κατανόηση της Εκκλησίας ο άγιος Ιγνάτιος θα τη συνδέσει εξάπαντος προς την ενότητα της Εκκλησίας, που φαίνεται ότι αποτελούσε κεντρικό πρόβλημα κατά την εποχή του κι όχι μόνο. Έτσι στο βαθμό που ο Ιησούς Χριστός είναι Ένας, αρχηγός και Κεφαλή της Εκκλησίας, οι πιστοί οι οποίοι δια του βαπτίσματος γίνονται μέλη του Σώματός του, οφείλουν να εναρμονίζονται προς το όλον σώμα συναποτελώντας το μυστικό Σώμα του Χριστού. Η ενότητα της Εκκλησίας περιγράφεται εξάπαντος ως ενότητα με τον Χριστό, «ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί» (Εφ. 5.1). Οι πιστοί, στο βαθμό που είναι «εγκεκραμένοι» στο ιερατείο και ειδικά στον επίσκοπο, βρίσκονται έτσι εγκεκραμένοι με τον Χριστό. Ο άγιος Ιγνάτιος θα αποκαλέσει το σύνολο των εις Χριστόν πιστευόντων, την εκκλησιαστική κοινότητα, «το εν Θεώ πλήθος», στο οποίο περιλαμβάνονται όλοι όσοι πιστεύουν «εις Χριστόν». Μόνο εκεί, στην Εκκλησία, ενυπάρχει ολάκερη η χάρις του τριαδικού Θεού. Στο σημείο αυτό, αν κάποιος διατρέξει τις επιστολές του, θα διαπιστώσει ότι ο άγιος Ιγνάτιος απευθύνεται στις τοπικές Εκκλησίες, προς στις οποίες αποστέλλει τις επιστολές του, με χαρακτηρισμούς όπως «αξιόθεος», «αξιοπρεπής», «ευλογημένη», «αγία» κλπ. Στο βαθμό μάλιστα που με τα έργα τους οι εκκλησίες αυτές συστοιχούνται προς την καινή ευαγγελική εντολή της αγάπης, ονομάζονται «χριστόνομοι» σύμφωνα με το θέλημα του ιδρυτή τους ή και «πατρώνυμοι», λαμβάνοντας το όνομά τους από τον Θεό και Πατέρα. Έτσι, ο άγιος Ιγνάτιος τον νέο αυτό τρόπο ζωής, που διαμορφώνεται ως απόρροια συνόλου του λυτρωτικού έργου του Ιησού Χριστού, θα τον αποκαλέσει, το  πρώτον στην ιστορία της χριστιανικής γραμματείας, «Χριστιανισμό», που δεν είναι παρά άλλη ονομασία της ίδιας της εκκλησιαστικής κοινότητας, της Εκκλησίας.

Ωστόσο, πού βρίσκεται ο τόπος που φανερώνεται αυτός ο νέος τρόπος ζωής, σύμφωνα με τον άγιο Ιγνάτιο; Ο θεολόγος – επίσκοπος τονίζει με έμφαση ότι η επι γής Εκκλησία δεν αποτελεί μονάχα εικόνα ορατή της Βασιλείας αλλά και «ουράνιο επι της γής κοινωνία» (Κρικώνης), γεγονός το οποίο εξάπαντος φανερώνεται δια της Ευχαριστίας. Η τοπική Εκκλησία είναι αυτή η ίδια η Εκκλησία του Θεού «η προωρισμένη απο των αιώνων». Η «ούσα» ή «παροικούσα» Εκκλησία του Θεού δεν παρεπιδημεί απλώς μεταξύ των πιστών της τοπικής Εκκλησίας, αλλά βρίσκεται σε απόλυτη ταύτιση μαζί της. Δεν είναι τυχαίο επομένως που ο άγιος Ιγνάτιος χαρακτηρίζει τους πιστούς και την τοπική Εκκλησία στο σύνολό της ως «θεοφόρους, χριστοφόρους», αγιοφόρους» (Εφ. 9,2). Ο τόπος λοιπόν που λαμβάνει χώρα αυτή η ταυτότητα της τοπικής με την «Εκκλησία του Θεού» δεν μπορεί να είναι άλλος, σύμφωνα με τον άγιο Ιγνάτιο, από την θεία Ευχαριστία, η οποία φαίνεται ότι αποτελεί το «πάθος» του (Ζηζιούλας), καθώς, όπως είδαμε, αυτή αποτελεί «την σάρκα του ιστορικού Χριστού», δια της οποίας τόσο η τοπική όσο και η Εκκλησία του Θεού εκφράζονται εν τόπω και χρόνω, δηλαδη στην ιστορία.

Εδώ ακριβώς, στον περί Ευχαριστίας και ενότητας της τοπικής Εκκλησίας λόγο, είναι που ο άγιος Ιγνάτιος θα προχωρήσει σε μια πολύ σημαντική και ρηξικέλευθη διασύνδεση της Ευχαριστίας με τον επίσκοπο. Μιλώντας, δηλαδή, για το θυσιαστήριο, «εισάγει αυτομάτως την προσευχήν του επισκόπου και πάσης της Εκκλησίας. Και ενώ λέγει οτι ο μη μετέχων της θ. Ευχαριστίας υπερηφανεί, προσθέτει αμέσως, ότι προς αποφυγήν της υπερηφάνειας πρέπει να υποτασσώμεθα τω Επισκόπω» (Ζηζιούλας, 96). Στην προοπτική αυτή θα ενισχύσει το σύνδεσμο επισκόπου και Ευχαριστίας, σημειώνοντας ότι αυτός που ενεργεί «χωρίς επισκόπου και πρεσβυτέρων και διακόνων γνώμη», θέτει εαυτόν εκτός θυσιαστηρίου. Εδώ αξίζει να παραθέσουμε ένα σύντομο αλλά εξόχως περιεκτικό παράθεμα από την προς Σμυρναίους επιστολή του αγίου Ιγνατίου, όπου αναδεικνύεται ο στενός σύνδεσμος ευχαριστίας και επισκόπου αλλά και γενικότερα των τριών ιεραρχικών βαθμών, ως βασικών συστατικών στοιχείων της ενότητας της εκκλησιαστικής κοινότητας: «Πάντες τω επισκόπω ακολουθείτε, ως Ιησούς τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις αποστόλοις, τους διακόνους εντρέπεσθε, ως Θεού εντολήν. Μηδείς χωρίς του επισκόπου τι πρασσέτω των ανηκόντων εις την εκκλησίαν. Εκείνη βεβαία ευχαριστία ηγείσθω, η υπο τον επίσκοπον ούσα, ή ω αν αυτός επιτρέψη…». Και θα προχωρήσει περαιτέρω στην περίφημη διατύπωσή του, όπου εκφράζει την βαθιά και πλήρη ταύτιση του επισκόπου με την τοπική Εκκλησία στο σύνολό της «όπου αν φανή ο επίσκοπος εκεί το πλήθος έστω, ώσπερ όπου αν η Χριστός Ιησούς, εκεί και η καθολική Εκκλησία».

Ο Ιγνάτιος δεν διστάζει να προχωρήσει στη διασύνδεση επισκόπου και Χριστού, καθώς κατεξοχήν επίσκοπος της Εκκλησίας είναι ο ίδιος ο Κύριος, του οποίου «τύπο» αποτελεί ο επίσκοπος της τοπικής Εκκλησίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην προοπτική αυτή, ο άγιος Ιγνάτιος εναλλάσσει τους όρους της τυπολογίας μεταξύ Χριστού, επισκόπου, πρεσβυτέρου και διακόνου, αναδεικνύοντας έμμεσα, ότι οι τρεις βαθμοί της ιεροσύνης αποτελούν απόρροια του ίδιου χριστολογικού γεγονότος και δεν οφείλονται σε θύραθεν ή άλλες τυχόν α-χριστολόγητες θεωρήσεις. Στο αντιπροσωπευτικό παραπάνω χωρίο είναι εξάπαντος εμφανής η χριστοκεντρική θεώρηση τόσο και κυρίως του επισκόπου (όσο και των λοιπών βαθμών ιεροσύνης), αλλά επίσης και το ευχαριστιακό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή η τρισσή ιεραρχική διάκριση λαμβάνει χώρα, γεγονός, που όπως θα δούμε, δεν ευνοεί καμιά μονομερή εξουσιαστική κατανόηση του χαρακτήρα της ιεροσύνης.

 

Β. Η τρισσή ιερατική τάξη της Εκκλησίας

Η αρμονική συσχέτιση εξουσίας και διακονίας στην ιεροσύνη

Είδαμε στα προηγούμενα ότι ο άγιος Ιγνάτιος θα προσδώσει ιδιαίτερη έμφαση και σπουδαιότητα στο ρόλο του επισκόπου τόσο για την ευχαριστιακή ταυτότητα όσο και την ενότητα της Εκκλησίας. Την ίδια στιγμή θα είναι επίσης ο πρώτος ο οποίος θα διακρίνει με σαφήνεια τρεις βαθμούς ιεροσύνης, θεωρώντας μάλιστα τη διάκριση αυτή (και όχι μια ορισμένη τάξη) ως συστατικό και δομικό στοιχείο της ταυτότητας της ίδιας της Εκκλησίας, καθώς «χωρίς τούτων εκκλησία ου καλείται» (Τραλ. 3.1). Η ταυτότητα της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράζεται εξάπαντος κατά τον άγιο Ιγνάτιο στην ενότητά της, δεν είναι μόνο ευχαριστιακή αλλά είναι συνάμα και ιεραρχική (Ζηζιούλας). Θα μπορούσε να πει κάποιος οτι είναι ευχαριστιακή, επειδή ακριβώς είναι ιεραρχική και τανάπαλιν, προκειμένου στο πλαίσιο αυτό να αναδείξει τον διπλό χαρακτήρα της ιεροσύνης ως «εξουσίας και διακονίας» ταυτόχρονα. Έτσι, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο άγιος Ιγνάτιος, η Εκκλησία των Φιλαδελφέων πραγματώνει την ενότητά της, όταν νοείται «συν τω επισκόπω, και τοις συν αυτώ πρεσβυτέροις και διακόνοις» (Φιλ. Προοιμ.). Η ιερατική αυτή τάξη και δομή ερμηνεύεται μυστικώς ως εικόνα της ουράνιας ιεραρχίας του Θεού και Πατρός του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων (πρβλ. Σμυρν 8.1 «πάντες τω επισκόπω ακολουθείτε ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί και τω πρεσβυτερίω ως τοις αποστόλοις…») στο βαθμό που είναι προκαθήμενοι «εις τύπον και διδαχήν» (Μαγν. 6.2). Ο άγιος Ιγνάτιος θα κάνει αναλυτικά λόγο για το αξίωμα του επισκόπου, ως αποστολικό και θειω δικαίω, και ως το απόλυτο κέντρο της ενότητας της τοπικής Εκκλησίας, στον οποίο άπαντες οφείλουν να συντρέχουν και να υποτάσσονται «τη του επισκόπου γνώμη» (Εφ. 4.1). Ο θεολόγος επίσκοπος θα είναι ο πρώτος, όπως ελέχθη, ο οποίος θα κάνει σαφή διακεκριμένο λόγο για το αξίωμα του πρεσβυτέρου, οι οποίοι οφείλουν υπακοή προς τον επίσκοπό τους, όπως ο Ιησούς Χριστός προς τον Πατέρα του. Ωστόσο, τέτοιες φράσεις, όπως και ανάλογες για τους διακόνους (και για την οφειλόμενη υποταγή των πιστών σε όλους τους επιμέρους ιερατικούς βαθμούς) οφείλουν να κατανοούνται υπο το φώς του συστατικού χαρακτήρα του τριών ιερατικών βαθμών για την ίδια την ταυτότητα της Εκκλησίας, προκειμένου να αποφεύγεται κάθε μονομερής εξουσιαστική θεσμική υπερέξαρση του επισκοπικού θεσμού σαν ένα είδος μονάρχη στο εκκλησιαστικό Σώμα. Στην προοπτική αυτή οι τρείς βαθμοί ιεροσύνης οφείλουν να κατανοούνται, σύμφωνα με το πνεύμα του αγίου Ιγνατίου, σε πλαίσιο αμοιβαιότητας και ομοφροσύνης, εις τρόπον ώστε ο επίσκοπος ως πρώτος τη τάξει να «συνευρύθμισται ταις εντολαίς ως χορδαίς κιθάρα» (Φιλ 1,2) με τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Ο άγιος Ιγνάτιος χρησιμοποιώντας την μουσικολογική αυτή αναλογία και εικόνα επιθυμεί να αναδείξει τον τρόπο που και οι τρείς βαθμοί ιεροσύνης μαζί με τον λαό δοξάζουν τον Θεό, όταν εμφανίζονται «σύμφωνοι όντες εν ομονοία» (Εφ. 4.1). Στην προοπτική αυτή ο άγιος Ιγνάτιος εμφαίνει τη σημασία που έχει, «το πλήθος», η Εκκλησία, να ακολουθεί τους «προκαθημένους» του (και όχι αποκλειστικά τον επίσκοπο σε βάρος των άλλων βαθμών, γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία κάθε ιερατικού βαθμού για την εύρυθμη λειτουργία και ενότητα της Εκκλησίας), έστω κι αν τονίζει μετ’ επιτάσεως ότι τα πάντα (μυστήρια, «αγάπη»-φιλανθρωπία κλπ.) πρέπει να περνούν και να λαμβάνουν την άδεια του επισκόπου ως «τύπου του Χριστού ή του Θεού», προκειμένου να καθίστανται «βέβαια». Ο επίσκοπος δια της αποκλειστικής προεδρίας της θείας Ευχαριστίας, τουλάχιστον στα χρόνια του αγίου Ιγνατίου και πρίν την εμφάνιση των ενοριών, εκπροσωπεί, όπως είδαμε, την τοπική Εκκλησία στο σύνολό της, με τρόπο ανάλογο με αυτό που ο ίδιος ο Χριστός εκπροσωπεί την καθολική Εκκλησία, στο βαθμό που είναι και παραμένει «εγκεκραμμένος» μετά του Χριστού και πάντοτε με πρωταρχικό στόχο τη διατήρηση της ενότητας και της ομοφροσύνης μεταξύ του ιερατείου και των πιστών, αποκρούοντας τους έξωθεν ή έσωθεν διχαστικούς κινδύνους. Την ίδια στιγμή ωστόσο, η στενή διασύνδεση του επισκόπου (αλλά και των λοιπών ιερατικών βαθμών με τη λατρεία γενικότερα) με το ευχαριστιακό γεγονός που συνιστά εξάπαντος την ίδια την ταυτότητα της Εκκλησίας, το DNA της όπως έχει λεχθεί (Ζηζιούλας), προσδίδει στο θεσμό του επισκόπου έναν εξάπαντος σχεσιακό, θα λέγαμε χαρισματικό, χαρακτήρα, καθώς αυτός μαζί με το «πρεσβυτέριον», ως «συνέδριόν του», τους διακόνους και το λαό, συναποτελεί το Σώμα του Χριστού και σε καμιά περίπτωση μόνος του ή σε αντίθεση προς αυτούς. Με άλλα λόγια, ο επίσκοπος, ως ο ένας δεν βρίσκεται στον αντίποδα των πολλών (των λοιπων λειτουργημάτων και του λαού) αλλά αποτελεί οργανικό μέρος των πολλών, χωρίς τους οποίους τελικά «εκκλησία ου καλείται», σύμφωνα με τη γνωστή διατύπωση του αγίου Ιγνατίου.

Αντί συμπερασμάτων

Απο τη συνοπτική και σίγουρα αποσπασματική αυτή παρουσίαση του τρόπου που ο άγιος Ιγνάτιος θεωρεί την ιεροσύνη ως «εξουσία και διακονία», κατέστη σαφές ότι σε καμιά περίπτωση δεν ευοδώνονται τυχόν μονιστικές (επισκοπομονιστικές ή πρεσβυτεριανικές) τάσεις, οι οποίες αντιμετωπίζουν την ιεροσύνη μονομερώς ως αποκλειστικά εξουσία ή διακονία. Η ιεροσύνη, όταν αυτή κατανοείται «εις τύπον και τόπον» Χριστού και σύνολου του σωτηριώδους έργου του, μάλιστα σε εξάπαντος ευχαριστιακό πλαίσιο και ποτέ έξω από την καρδιά της Εκκλησίας, αφαιρετικά ή εντελώς θεωρητικά, και εκδηλώνεται στους τρεις βαθμούς της, διακρίνεται σαφώς από έναν ιεραρχικό χαρακτήρα (εξουσία), καθώς ο ίδιος ο Χριστός είναι ο μόνος «Μέγας Αρχιερεύς», «Απόστολος», «πρεσβύτερος», «διάκονος», «προφήτης» που προσφέρει τον λόγο και κυρίως το σώμα και το αίμα του «εις άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον», αλλά ταυτοχρονα και από έναν διακονικό χαρακτήρα που στόχο έχει, και πάλι «εις τύπον Χριστού», ο οποίος θυσίασε εαυτόν για την σωτηρία του ανθρώπου, να παρέχει στους «χριστοφόρους» πιστούς «ανέκφραστον αγαλλίασιν, να απολαμβάνουν το θείον άσμα, δια του οποίου «Ιησούς Χριστός άδεται (Εφ.1)» (Κρικώνης, 104). Όπως έχει αναδειχθεί απο σύγχρονους μελετητές της σκέψης του αγίου Ιγνατίου, στο έργο του υπερβαίνεται κάθε διπολική κατανόηση μεταξύ εξουσίας και διακονίας ή «άλλαις λεξεσιν» θεσμού και χαρίσματος, στο βαθμό που, όπως διαφάνηκε από τη σύντομη ανακοίνωσή μας, υφίσταται μια λιγότερο ή περισσότερο βαθιά «οντολογική συνάφεια των δυο» (Λουδοβίκος, Η αποφατική Εκκλησιολογία, 37), στο μέτρο που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ο χριστοκεντρικός χαρακτήρας της ιεροσύνης και το ευχαριστιακό πλαίσιο εκδίπλωσης και πραγμάτωσης της ιερατικής και διακονικής πλευράς της.

Related posts