23 Δεκεμβρίου, 2024

Τελευταια Νεα

Ο κτήτορας της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών που συνέπασχε κάθε αναγκεμένο

Ο κτήτορας της Ιεράς Μονής Ταξιαρχών που συνέπασχε κάθε αναγκεμένο

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ορθόδοξη Αλήθεια”

Ο μακαριστός π. Αντώνιος Ζούπης υπηρέτησε την εκκλησία του Βόλου για 50 χρόνια. Υπήρξε καταφύγιο και ακούραστος πνευματικός οδηγός 100άδων ψυχών. Ενέπνευσε το μοναχισμό και αναστήλωσε το ιστορικό μοναστήρι του Πηλίου

«Ο μακαριστός Πρωτοπρεσβύτερος Αντώνιος Ζούπης σφράγισε ανεξίτηλα τη ζωή της τοπικής Εκκλησίας (του Βόλου) κατά την τελευταία πεντηκονταετία».

Τα λόγια αυτά του Μητροπολίτη Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου περιγράφουν με λιτότητα και ακρίβεια το τεράστιο πνευματικό έργο ενός επίλεκτου μέλους του Κλήρου της Μητροπόλεως Δημητριάδος, πολύτιμου συνεργάτη των τελευταίων τεσσάρων Ιεραρχών της, απλανούς και ακούραστου πνευματικού οδηγού εκατοντάδων ψυχών και νέου κτήτορα μιας πνευματικής όασης, της Ιεράς Μονής Παμμεγίστων Ταξιαρχών στο Πήλιο.

Ο μακαριστός π. Αντώνιος Ζούπης γεννήθηκε στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι του Αλμυρού το 1934. Ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά του Γεωργίου και της Θεοδώρας Ζούπη. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αλλά ευλαβείς άνθρωποι, που ανέθρεψαν τα παιδιά τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Η εποχή ήταν δύσκολη: Έξι χρόνια μετά τη γέννησή του ξέσπασε ο πόλεμος, που τον ακολούθησαν διαδοχικά η Κατοχή και ο Εμφύλιος.

Από μικρός ο π. Αντώνιος είχε την κλίση προς την Ιεροσύνη. Φοίτησε ως οικότροφος στην Ιερατική Σχολή Λαμίας, υπό συνθήκες ιδιαίτερα δυσμενείς , όπου διακρίθηκε για την επιμέλεια και το ήθος του και αποφοίτησε αριστεύσας το 1955.

Αμέσως μετά υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία ως υπαξιωματικός Όλμων81 χιλ. Απολύθηκε το 1958 και το επόμενο έτος χειροτονήθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Δημητριάδος Δαμασκηνό εις Διάκονον στις 14 Ιουνίου του 1959 στο Μοναστήρι της Παναγίας της Ξενιάς και δεκαέξι μέρες αργότερα, με την εορτή της Συνάξεως των Αγίων Αποστόλων, χειροτονήθηκε εις Πρεσβύτερον στον Ναό τους, στο Κατηχώρι.

Η διακονία του ως εφημερίου άρχισε στον Άγιο Βλάσιο Πηλίου. Επί δεκαετία διακόνησε θυσιαστικά τον ναό και το ποίμνιο που του εμπιστεύθηκε ο Θεός, κερδίζοντας την αγάπη και τον σεβασμό των ενοριτών του.

Ο Μητροπολίτης Ηλίας, που διαδέχθηκε τον Δαμασκηνό, διακρίνοντας τις αρετές του π. Αντωνίου, τον κάλεσε ως στενό συνεργάτη του στη διοίκηση της Μητροπόλεως, ενώ τον τοποθετεί ως εφημέριο στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Νικολάου στον Βόλο. Όπως είχε πει ο νυν Μητροπολίτης κ. Ιγνάτιος, εκεί επρόκειτο κυρίως να αναδειχθεί το ποιμαντικό χάρισμα του Γέροντα, στη Λειτουργική ζωή, το θείο κήρυγμα και την εξομολόγηση χιλιάδων ανθρώπων. Ξεχωριστό όμως υπήρξε το έργο του στην κατήχηση και την αγωγή των νέων, ιδιαίτερα μέσα από την διακονία του στις κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως. Μια διακονία της οποίας ο εκλεκτότερος καρπός υπήρξε η δημιουργία της γυναικείας Μοναστικής αδελφότητας των Παμμεγίστων Ταξιαρχών.

Η Ιερά Μονή Παμμεγίστων Ταξιαρχών θεμελιώθηκε στη νότια πλαγιά του Πηλίου ως ανδρώα κατά τον 12ο αιώνα σε μια εποχή που ο Μοναχισμός στο Πήλιο γνώριζε μεγάλη ακμή. Το 1310 καταστράφηκε, μάλλον από Καταλανούς πειρατές, για να ξανακτιστεί στη σημερινή της θέση, σε υψόμετρο μεγαλύτερο από της παλαιάς, σε σημείο που μπορούσε να προστατεύεται καλύτερα από τους όποιους επίδοξους επιδρομείς, αλλά και από τις δυσχερείς καιρικές συνθήκες. Κατά την παράδοση, οι νέοι της ιδρυτές ήταν Αγιορείτες Μοναχοί, που πιθανότατα λόγω της Ησυχαστικής έριδας του 14ου αιώνα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν από τον Άθωνα και να καταφύγουν στο Πήλιο.

Για την περίοδο που ακολουθεί ως τον 18ο αιώνα δεν διασώζονται γραπτές πηγές. Εκείνο που είναι γνωστό, είναι ότι συμμετείχε στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 με αποτέλεσμα να καταστραφεί από τους Τούρκους. Στο Καθολικό της σώζονται σπάνιες τοιχογραφίες λαϊκής τέχνης και το υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο κοσμείται από εξαιρετικές φορητές εικόνες, με παλαιότερη εξ αυτών του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, μια θαυματουργή εικόνα μάλλον του 12ου αιώνα, που αργότερα συλήθηκε από αρχαιοκαπήλους (Αντικαταστάθηκε από άλλη, φιλοτεχνημένη το 1976). Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Ηγούμενος Γαβριήλ Ιωάσαφ την αναδεικνύει σε πανθεσσαλικό προσκύνημα με σημαντικότατη προσφορά στην πνευματική, πολιτισμική και κοινωνική ζωή της Θεσσαλίας.

Μετά την κοίμησή του το 1911 η Μονή περιέρχεται σε παρακμή και φτάνει σε κατάσταση ερημώσεως. Ωστόσο οι Παμμέγιστοι Ταξιάρχες είχαν ως φαίνεται άλλα σχέδια για το Μοναστήρι τους κι έτσι το 1976, με ευλογία του τότε Μητροπολίτου Δημητριάδος και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Χριστοδούλου, ανασυσταίνεται ως Γυνακεία, με πρώτη Ηγουμένη την Γερόντισσα Θεοδούλη, Ηγουμένη αργότερα της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βροχιάς.

“Ηταν το αλεξικέραυνο στους πειρασμούς”

Όπως είχε αναφέρει στον επικήδειο λόγο του ο Σεβασμιώτατος κ. Ιγνάτιος, ανάμεσα στις ποικίλες ποιμαντικές διακονίες του μακαριστού π. Αντωνίου, ξεχωρίζει η επανασύσταση και επαναλειτουργία της Μονής των Ταξιαρχών, με την αφιέρωση πνευματικών θυγατέρων του Γέροντα. Το όλο έργο υπήρξε ένα πραγματικό θαύμα. Όμως η μεγάλη του προσφορά ήταν ότι ενέπνευσε πολλές νέες κοπέλες να ασπασθούν τον Μοναχισμό.

Όπως λέει η Γερόντισσα Νικοδήμη, «όταν μας ανέλαβε στα πατρικά του χέρια, ήμασταν μικρά παιδιά ακόμα, μαθήτριες, ακόμα και νήπια κάποιες από μας. Έγινε η παρηγοριά, η χαρά, το λιμάνι, το στήριγμά μας. Και για τη Μονή που δημιούργησε κατόπιν, το αλεξικέραυνο στους πειρασμούς, ο πόλος έλξης της Χάριτος του Θεού».

“Η ζωή του μέχρι το τέλος υπήρξε μια θυσία για τον καθένα που χτυπούσε την πόρτα του. Κέρδιζε τους πάντες”

Και συνεχίζει η Γερόντισσα την κατάθεση ψυχής για τον μακαριστό Γέροντα της αδελφότητας: «Η ζωή του από την αρχή ως το τέλος υπήρξε μια θυσία, όχι μόνο για μας, όχι μόνο για το πλήθος των πνευματικών του παιδιών, αλλά για τον καθένα που χτυπούσε την πόρτα του. Η πονετική του ψυχή συνέπασχε με κάθε αναγκεμένο. Η φιλοξενία του ήταν παροιμιώδης, το σπίτι του και το Μοναστήρι μας ήταν καταφύγιο για πλήθος ανθρώπων, που αποζητούσαν τον λόγο, το χαμόγελο, τη συμπαράσταση, τη συμβουλή του, που γεύονταν επανειλημμένα τον πλούτο της ελεήμονος καρδίας του. Έγγαμοι, άγαμοι, μικρά παιδιά, άποροι, πρόσφυγες, απεγνωσμένοι, έβρισκαν κοντά του αποκούμπι, προσοχή, φροντίδα, ελπίδα, αγάπη, στέγη, τροφή, ενίσχυση. Γινόταν τα πάντα τοις πάσι και κέρδιζε τους πάντες».

Ο υπογράφων και η σύζυγός μου είχαμε την ευλογία να τον γνωρίσουμε προσωπικά και να αναπτύξουμε έναν στενό πνευματικό με την Αδελφότητα. Και μαρτυρούμε μετά παρρησίας ότι, στα λόγια αυτά της Γερόντισσας για τον π. Αντώνιο, δεν υπάρχει η παραμικρή υπερβολή. Εκείνο που, προφανώς από ταπείνωση, δεν είπε, είναι ότι όλα του αυτά τα χαρίσματα τα κληροδότησε στις πνευματικές του θυγατέρες. Και ο προσκυνητής, από την πρώτη στιγμή που θα επισκεφθεί το ευλογημένο αυτό Μοναστήρι, εισπράττει το εκχύλισμα της χαράς, της αγάπης και της προσφοράς προς τον κάθε πλησίον από τη Γερόντισσα και τις αδελφές της Μονής.
Ο Γέροντας Εφραίμ, ο Ηγούμενος της Ι.Μ. Βατοπαιδίου, ο οποίος, κατ’ επιθυμίαν του π. Αντωνίου, τον διαδέχθηκε στην πνευματική καθοδήγηση της Μονής, θα πει γι’ αυτόν ότι αποτελεί σπάνια περίπτωση εγγάμου ιερέως που ανέλαβε την ποδηγεσία γυναικείας Μονής. Και επισημαίνει ότι η πνευματική του ακρίβεια και η προσήλωσή του στην Πατερική Παράδοση τον βοήθησαν να επιτύχει στο υψηλό και ανιδιοτελές αυτό έργο.

«Πάντοτε συμβουλευόταν», λέει ο Γέροντας Εφραίμ, «Αγιορείτες Πατέρες, τους οποίους ιδιαίτερα εκτιμούσε. Είχε ως πρώτο Αγιορείτη Πνευματικό τον αείμνηστο Γέροντα Γαβριήλ Διονυσιάτη, και μετά από αυτόν τον μακαριστό Γέροντα Γεώργιο, Καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Γρηγορίου. Μετά δεν την κοίμηση του τελευταίου, την εμήν ελαχιστότητα. Μας καλούσε σε συνάξεις της Μονής και χαιρόταν να ακούγεται ο Αγιορειτικός εμπειρικός λόγος στο κοινόβιό του».

Ο π. Αντώνιος Ζούπης, ο μεγάλος αυτός Πνευματικός και Γέροντας, ο ακούραστος ποιμένας του λογικού ποιμνίου, επρόκειτο να φύγει από αυτή τη ζωή αιφνιδιαστικά, αλλά, όπως λέει ο Γέροντας Εφραίμ, οσιακά: «Προετοιμαζόταν για κάποια ομιλία του, όμως ξαφνικά κάτι τον παρακίνησε να σταματήσει και να πάει γρήγορα στη Μονή. Όταν έφτασε έκανε ένα γύρο πέριξ του Ναού (κάτι που δεν το συνήθιζε) και μετέβη στο κελί του. Εκεί, μετά από μία ώρα περίπου, παρέδωσε σε λίγα λεπτά την ψυχή του στα χέρια του Θεού. Μετέστη», όπως λέει ο π. Εφραίμ, «στη Χώρα των Ζώντων, στη μακαριότητα του Θεού».

Ήταν 12 Ιουνίου του 2017. Πλήθος συλλυπητηρίων παρηγορητικών επιστολών κατέφθασε στο Μοναστήρι, από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, Επισκόπους, Ηγουμένους και Ηγουμένες ακόμη και εκτός Ελλάδος, κληρικούς, αλλά και λαϊκούς που τον είχαν γνωρίσει και γευθεί την πνευματική του γλυκύτητα.

Η σημαντική παρακαταθήκη που άφησε στην αδελφότητα της μονής

Ο μακαριστός Γέροντας άφησε μια σημαντική παρακαταθήκη στην Αδελφότητα της Μονής και σε όλα τα πνευματικά του τέκνα, θα πει ο π. Εφραίμ: «Το βίωμά του. Η Αδελφότητα συνεχίζει την πορεία της μέσα στο πνεύμα της υπακοής, της ενότητας και της αγάπης που τους ενέπνεε ο Γέροντάς τους, ο π. Αντώνιος».

Και όπως έγραψε στην επιστολή του προς την Γερόντισσα και τις αδελφές ο Μητροπολίτης Λεμεσού κ. Αθανάσιος, «Δεν λυπηθήκαμε που πέθανε, γιατί είμαστε βέβαιοι ότι ὁ πιστεύων εἰς τὸν Κύριόν μας Ἰησοῦν Χριστόν, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. Αυθόρμητα αναδύεται μέσα μας η ανάγκη να επικαλεστούμε τις ευχές και τις πρεσβείες του για μας του περιλειπομένους».

Γιάννης Ζαννής

Related posts