![](https://imd.gr/wp-content/uploads/2017/03/evangelio.png)
Σήμερα βρισκόμαστε στή δεύτερη Κυριακή τοῦ Τριωδίου. Σ’ αὐτή τήν ὄμορφη διαδρομή τῆς εὐλογημένης αὐτῆς ἀγωνιστικῆς περιόδου ἡ Ἐκκλησία μᾶς δίνει τόν δεύτερο ὁδηγό, μέ τόν ὁποῖο θά συνοδοιπορήσουμε πρός τήν Ἀνάσταση. Ὁ πρῶτος ὁδηγός μᾶς δόθηκε τήν προηγούμενη Κυριακή καί ἦταν ἡ ταπείνωση. Ὁ δεύτερος ὁδηγός, πού μᾶς δίνεται σήμερα, εἶναι ἡ μετάνοια. Ἡ μετάνοια παρουσιάζεται ὡς ὁδηγός πρός τή χαρά τῆς Ἀνάστασης, μέσ’ ἀπό τή συγκλονιστική παραβολή τοῦ ἀσώτου υἱοῦ.
Σύμφωνα μέ τή διήγηση τῆς παραβολῆς αὐτῆς ἕνας πατέρας ἔχει δύο γιούς. Ὁ πιό μικρός ζητάει τό κομμάτι τῆς περιουσίας πού νομίζει ὅτι τοῦ ἀνήκει. Τό παίρνει, τό ἐκταμιεύει καί τό κατασπαταλάει σέ μιά ζωή ἁμαρτωλῶν πτώσεων. Ὅταν φτάνει στόν πυθμένα τοῦ κακοῦ καί βιώνει τή μοναξιά καί τήν ἀπογοήτευση τῆς ἁμαρτίας, ἔρχεται στόν ἑαυτό του, θυμᾶται τήν ἀγάπη τοῦ Πατέρα του καί κάνει τή μεγάλη ἐπιστροφή τῆς μετάνοιας καί τῆς ἀποκατάστασης. Ἐκεῖ, βεβαίως, ἐκτός ἀπό τήν πατρική ἀγάπη τόν περιμένει ἡ μικροπρέπεια καί ἡ κακία τοῦ μεγάλου ἀδελφοῦ του. Αὐτό, ὅμως, δέν ἐπηρεάζει τό λυτρωτικό μήνυμα τῆς μετάνοιας οὔτε τή χαρά τῆς δόξας πού ἄξια ἀπολαμβάνει κάθε μετανιωμένος ἁμαρτωλός.
Ἡ μετάνοια προβάλλεται ὡς ὁδοδείκτης σωτηρίας ἀπό τόν Χριστό. Αὐτή τήν περίοδο τῶν πνευματικῶν παλαισμάτων εἶναι ἀπαραί- τητο νά κατανοήσουμε ὅτι δέν ὑπάρχει δρόμος σωτηρίας χωρίς τή διαδρομή τῆς μετάνοιας. Γιά νά βιώσει τή μετάνοια, ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται νά περάσει ἀπό τή διαδικασία πού πέρασε ὁ ἄσωτος τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Αὐτή ἡ διαδικασία ἀποδίδεται μέ μία φράση: «εἰς ἑαυτόν δέ ἐλθών». Ποιά στοιχεῖα ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στόν ἑαυτό του; Ποιά στοιχεῖα συμμαζεύουν τόν πλανεμένο πίσω στή βάση του; Ποιά στοιχεῖα συνεφέρνουν τή σκέψη, συνταράζουν τήν ὕπαρξη καί βάζουν τή μετάνοια ἀληθινό ὁδηγό τῆς ζωῆς;
Τό πρῶτο στοιχεῖο εἶναι ἡ στέρηση. Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ τήν ψευδαίσθηση τῆς ἀφθονίας. Πολλές εὐκαιρίες, πολλές ἐπιλογές, πολλές ἀπολαύσεις, πολλές παροχές δημιουρ- γοῦν τήν ψευδαίσθηση μιᾶς ἐλευθερίας. Οἱ ἐπιθυμίες γίνονται δικαιώματα. Τά δικαιώματα γίνονται πτώσεις. Οἱ πτώσεις γίνονται συνήθειες. Οἱ συνήθειες γίνονται πάθη. Τά πάθη γίνονται δεσμά φρικτά καί ἀδιάσπαστα. Μέσα στή φυλακή τῶν παθῶν ἔρχεται ἡ στέρηση. Εἶναι ἡ στέρηση τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας. Ἡ ἀληθινή ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐλευθερία ἀπό τά πάθη καί τίς πτώσεις. Μέσα στή φυλακή τῶν παθῶν ἔρχεται ἡ πείνα καί ἡ δίψα γιά τήν ἀληθινή εὐτυχία, ἡ ὁποία χάθηκε στόν κατήφορο τῶν ἐξαρτήσεων. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος χάνει τήν ἀρετή, πέφτει στή φτώχεια τῆς κακίας. Ὁ ἄσωτος υἱός «ἤρξατο ὑστερεῖσθαι». Ὅταν ξόδεψε τήν πνευματική του περιουσία καί κατασπατάλησε τά χαρίσματά του στή βρωμιά, ἄρχισε ἡ στέρηση τῆς ἀληθινῆς χαρᾶς καί τῆς ἀληθινῆς ἐλευθε- ρίας. Κάθε ἄνθρωπος πού βυθίζεται στοῦ κα- κοῦ τή σκάλα βιώνει αὐτή τήν τραγική στέρηση τῆς ἀξιοπρέπειας καί τῆς ἀνθρωπιᾶς. Βιώνει τήν πείνα καί τή δίψα τῆς ψυχῆς γιά κάτι ἀνώτερο. Μέσα στή λάσπη τῆς βρωμιᾶς ἡ ψυχή στερεῖται τό μεγαλεῖο της. Προβληματίζεται γιά τή στέρηση αὐτή. Ἔτσι ξεκινάει ἡ μετάνοια.
Τό δεύτερο στοιχεῖο πού βάζει τή μετάνοια σάν ὁδηγό στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ πόνος. Ὁ ἄσωτος «εἰς ἑαυτόν ἐλθών» πονάει. Ὅταν ἔρχεται στόν ἑαυτό του, πονάει. Πονάει γιά ὅ,τι ἔχασε. Πονάει γιά ὅ,τι ξόδεψε. Πονάει γιά τήν ἀνοησία του. Πονάει γιά τήν κατάντια του. Πονάει, διότι βιώνει τήν καταστροφή του, τόν ἐξευτελισμό του, τή διάλυσή του. Βλέπει τή βορβορώδη ζωή του καί μέ πόνο σκέφτεται: «λιμῷ ἀπόλλυμαι!». Κάθε ἁμαρτωλός βιώνει αὐτό τό ἀνικανοποίητο τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ξεκινάει τό ταξίδι τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν Θεό, νομίζει ὅτι τόν περιμένουν χαρές καί ἀπολαύσεις ἀμέτρητες. Νομίζει ὅτι οἱ ἡδονές θά κρατήσουν γιά πάντα. Πιστεύει ὅτι ἡ ζωή χωρίς τόν Πατέρα θά εἶναι ζωή ἀνέφελη καί χαλαρή. Ἐκεῖ ὅμως, στήν ξενιτιά ἀπό τό Πατρικό Βλέμμα, ὅλα ἔρχονται ἀνάποδα. Ἐκεῖ πού ἀπουσιάζει ἡ θεϊκή εὐλογία ὅλα γίνονται κατάρα, ἀρρώστια, ντροπή, δυστυχία καί μοναξιά. Ἐκεῖ, στή χώρα τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πτώσης, παραμονεύει ὁ πόνος, πού δαγκώνει τήν καρδιά καί τήν κομματιάζει. Ἐκεῖ, στή λασπώδη καί σκοτεινή φυλακή τῶν παθῶν, ὁ ψεύτικος παράδεισος γίνεται ἀληθινή κόλαση. Οἱ ἡδονές γίνονται ὀδύνες. Τά πάθη γίνονται Ἐρινύες. Οἱ φίλοι γίνονται ἀδιάφοροι ξένοι ἤ καί ἐχθροί. Ἡ γοητεία τῆς ἁμαρτίας γίνεται οἰκτρή ἀπογοήτευση. Ὁ πόνος γίνεται ἡ γλώσσα τῶν τύψεων. Ἡ πραγματικότητα γίνεται τό βασανιστήριο τῆς λογικῆς. Μέσα σ’ αὐτόν τόν πόνο τῆς μοναξιᾶς καί τῆς δυστυχίας ἔρχεται ἡ μετάνοια ὡς λυτρωτική λύση στήν περιπέτεια τῆς ἀνθρώπινης πτώσης.
Τό τρίτο στοιχεῖο πού τοποθετεῖ τή μετάνοια σάν ὁδηγό στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ μεγάλη ἀπόφαση γιά ἀνάσταση καί ἐπιστροφή. Ὁ ἄσωτος λέγει μέσα του: «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου». Μετά τήν πείνα, τή στέρηση, τόν πόνο καί τή δυστυχία περνάει στήν ἀποφασιστικότητα. Ἡ δυναμική τῆς μετάνοιας ἔρχεται ἐδῶ νά προβληθεῖ πεντακάθαρα. Ἡ μετάνοια δέν εἶναι παθητική στάση ζωῆς. Εἶναι χαρούμενη ἀπόφαση ἐπιστροφῆς. Εἶναι δυναμική πορεία. Εἶναι ἕνας ἐλπιδοφόρος δρόμος πρός τήν Πατρική ἀγκαλιά. Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνας ἀγώνας ἀπελευθέρωσης. Ὁ ἁμαρτωλός πού μετανοεῖ ἀποφασίζει νά ξεκολλήσει ἀπό τή λάσπη τοῦ κακοῦ. Ἀποφασίζει νά ἀπελευθερω- θεῖ ἀπό τό χοιροστάσιο τῶν παθῶν καί τῶν ἐξαρτήσεων. Συντήρησε μέσα του τή μνήμη τοῦ ἀγαπημένου Πατέρα. Αὐτή ἡ εὐλογημένη ἀνάμνηση τώρα, στήν ἀπόφαση γιά ἐπιστροφή, γίνεται φάρος καί ὁδοδείκτης ζωῆς. Γίνεται φλάμπουρο ἐλευθερίας. Ἡ εἰκόνα τῆς ἀνοιγμέ- νης Πατρικῆς ἀγκαλιᾶς γίνεται ὁ σκοπός καί ὁ στόχος τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας. Ὅσο χαμηλά καί νά πέσει κάποιος, ἐφόσον μέσα του ὁ Θεός παραμένει Πατέρας, ἐφόσον στήν ψυχή του παραμένει ζωντανή ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀγάπης αὐτοῦ τοῦ Πατέρα, ὑπάρχει ἐλπίδα καί προοπτική μετάνοιας καί ἐπιστροφῆς. Ἡ μετάνοια εἶναι πιό δυνατή ἀπό τήν πτώση. Ἡ θύμηση τοῦ Πατέρα εἶναι πιό δυνατή ἀπό τήν πλάνη τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δύναμη τῆς ἐπιστροφῆς νικάει ὅλα τά ἐμπόδια καί τίς ἀναστολές καί φέρνει τόν ἀποξενωμένο ἄνθρωπο καί πάλι στό χαρούμενο σπίτι του καί στήν εὐλογημένη πατρίδα του.
Ὅλοι ἔχουμε ἀποξενωθεῖ ἀπό τήν πνευματική μας ἑστία καί ἀναζητήσαμε τήν εὐτυχία καί τήν καταξίωση στή χώρα τῆς ἁμαρτίας. Ἀντί ὅμως γιά εὐτυχία, βρήκαμε τό κενό τῆς ψυχῆς, τό δράμα τῆς ἄσκοπης ζωῆς, τή δυστυχία τῆς ἀπέραντης μοναξιᾶς. Ὑπάρχει, βεβαίως, λύση. Εἶναι ἡ μετάνοια. Μέσ’ ἀπό τόν πόνο, τή στέρηση καί τήν ἀποφασιστικότητα μποροῦμε νά βιώσουμε τή μετάνοια σάν ἀγώνα ἐπιστρο- φῆς καί πορεία πρός τό τέλειο γλέντι, τό Πασχάλιο Δεῖπνο, πού μᾶς ἑτοίμασε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα μας, καθώς τό παραθέτει ἀπό τώρα καί γιά πάντα στήν αἰωνιότητα. Ἀμήν.
Επιμέλεια Κειμένου : Πρωτ. Δημήτριος Κατούνης