Μᾶς βυθίζει σήμερα στόν βυθό ἀπό ἕναν ἀπέραντο πνευματικό θησαυρό τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας. Ὁ Κύριος μιλάει γιά τήν ἀνιδιοτέλεια, γιά τήν πραγματική εὐγένεια, γιά τή μακροθυμία, πού χαρακτηρίζουν τούς πιστούς μαθητές Του. Μᾶς λέγει κάτι πού θέλει θάρρος καί γενναιότητα γιά νά τό ἐφαρμόσουμε: «…ἀγαθοποιεῖτε καί δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες». Μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός νά ἀγαθοποιοῦμε καί νά δανείζουμε, χωρίς νά περιμένουμε ἤ νά ἐλπίζουμε σέ κάτι.
Δύσκολος ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Σ’ ἕναν κόσμο πού οἱ ἄνθρωποι ἔγιναν σκληροί καί ἀδιάφοροι, σέ μία ἐποχή πού οἱ καρδιές ἔγιναν ἀπό γρανίτη, σέ μία κοινωνία πού τά συναισθήματα ὑπάρχουν μόνο γιά νά κινοῦνται πρός τήν ἁμαρτία, πού οἱ σκέψεις ἔγιναν ὑπολογισμοί καί λογαριασμοί, πού τά βλέμματα ψεύτισαν καί τά πρόσωπα εἶναι σκυθρωπά ἤ βλοσυρά, πῶς νά δεχτεῖ κάποιος τόν λόγο τοῦ Ἰησοῦ: «…ἀγαθοποιεῖτε καί δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες»;
Τό νά πράττεις τό ἀγαθό θέλει κόπο. Τό νά δανείζεις προϋποθέτει πλοῦτο. Καί στίς δύο περιπτώσεις δίνεις ἕνα κομμάτι ἀπό τήν ψυχή σου. Ἡ διάπραξη τοῦ ἀγαθοῦ ἔχει μία μεγάλη εὐρύτητα. Ἡ ἀγαθοποιῒα μπορεῖ νά μήν ἔχει πάντοτε ὑλική διάσταση. Ἀγαθοποιός γίνεται κάποιος μ’ ἕναν καλό λόγο, μ’ ἕναν δίκαιο ἔπαινο, μ’ ἕναν λόγο παρηγοριᾶς, μέ μία διδαχή τοῦ σωστοῦ καί τοῦ ἠθικοῦ, μάλιστα σέ μιά ἐποχή πλήρους ἀποχαλίνωσης. Ἀγαθοποιός μπορεῖ νά γίνει κάποιος μ’ ἕνα βλέμμα, μ’ ἕνα χαμόγελο, μ’ ἕνα χάδι, μέ λίγη συντροφιά. Δέν χρειάζεται νά ξοδευτεῖ ὑλικά κάποιος, γιά νά κάνει τό ἀγαθό. Τό μόνο πού πρέπει νά διαθέσει εἶναι λίγο ἀπό τήν ψυχή του, ἀπό τόν χρόνο του, ἀπό τήν εὐστροφία του, ἀπό τήν προσοχή του. Τό ἀγαθό δέν εἶναι ἀκριβό, εἶναι ὅμως πάντοτε πολύτιμο.
Δέν συμβαίνει τό ἴδιο μέ τόν δανεισμό. Τό νά δανείσεις σημαίνει ὅτι ἔχεις καί κατέχεις. Δέν μπορεῖς νά δανείσεις, ἐάν δέν ἔχεις. Τό νά δανείσεις προϋποθέτει ὅτι ἔχεις τή διάθεση νά στερήσεις κάτι ἀπό τόν ἑαυτό σου, γιά νά τό δώσεις στόν ἄλλον πού σοῦ τό ζητάει καί πού τό ἔχει πιό πολλή ἀνάγκη ἀπό σένα. Δανείζω σημαίνει δίνω κάτι ἀλλά γιά λίγο, ἀφοῦ στή συνέχεια περιμένω νά τό πάρω πίσω. Ἐάν δέν περιμένω νά τό πάρω πίσω, τότε δέν δανείζω, τότε χαρίζω. Ὅταν περιμένω νά πάρω πίσω αὐτό πού δάνεισα, ὑπάρχουν δύο τρόποι συμπεριφορᾶς. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ ἀπαίτηση. Δανείζω καί ἀπαιτῶ νά λάβω τό ὀφειλόμενο. Ὁ δεύτερος εἶναι ἡ ἀναμονή. Δανείζω, ἀλλά περιμένω νά μοῦ ἐπιστραφεῖ τό ὀφειλόμενο, ὅταν μπορέσει ὁ δανειολήπτης. Κατά τή λογική τοῦ κόσμου, ὁ πρῶτος τρόπος εἶναι ὁ σωστός. Κατά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, σωστός εἶναι ὁ δεύτερος τρόπος. Ὁ Κύριος λέγει: «… δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες». Ἡ λέξη «ἀπελπίζοντες» δέν ἔχει τήν ἔννοια τῆς ἀπελπισίας, διότι μέ μία τέτοια ἔννοια δέν βγάζει νόημα ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ. Τό «ἀπελπίζω» προέρχεται ἀπό τήν πρόθεση «ἀπό» καί ἀπό τό ρῆμα «ἐλπίζω» καί σημαίνει ὅτι ἔχω ἐλπίδα ἀπό κάτι πού κάνω, δηλαδή ἐλπίζω ἀπό κάποια αἰτία ἤ ἀπό κάποια ἀφορμή. Ἔτσι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου σημαίνει: «δανείζετε χωρίς νά ἐλπίζετε κάτι», τουτέστιν: «δανείζετε χωρίς νά ἐλπίζετε σέ ἐπιστροφή τῶν δανεικῶν». Σ’ ἕναν κόσμο πού ὁλόκληρες οἰκονομίες κρατῶν στηρίζονται σέ δάνεια καί διαλύονται ζωές καί οἰκογένειες ἀπό κακή διαχείριση τῶν δανείων, αὐτός ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἐντελῶς ἀντικομφορμιστικός! Γιά τό κοσμικό φρόνημα εἶναι ἀδιανόητο νά δανείζεις, χωρίς νά περιμένεις τίποτα. Εἶναι σάν νά χαρίζεις. Γιά τόν Θεό, ὅμως, τό δάνειο ἔχει μία πνευματική διάσταση. Ὁ Κύριος καλεῖ τούς πιστούς νά ξεχνοῦν τά χρέη τῶν συνανθρώπων τους, διότι, ὅταν μποροῦν νά διαγράψουν τά χρέη πού ἔχουν σχέση μέ ὑλικά πράγματα, θά εἶναι εὔκολο νά διαγράψουν καί τίς πνευματικές ὀφειλές καί ὅλα τά λάθη τῶν ἀδελφῶν τους. Ἡ λησμοσύνη τοῦ δανείου δείχνει μιά καρδιά πού μακροθυμεῖ. Δέν ξεχνάει, δέν χαρίζει, ἀλλά δέν ἀπαιτεῖ.
Μέσ’ ἀπό τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ ἡ ἀγαθοεργία καί ὁ δανεισμός ἀποκτοῦν πνευματικές διαστάσεις. Ξεφεύγουν ἀπό τίς ὑλικές δοσοληψίες καί ἀνάγονται στίς ἀληθινές καί καρδιακές σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ἀγαθοποιός ἄνθρωπος καί ὁ δανειστής, πού δέν ἀπαιτεῖ ἐπιστροφή τῶν δανεικῶν, γίνονται εὐεργέτες γιά τούς διπλανούς τους. Αὐτή ἡ εὐεργεσία εἶναι πράξη ἀγάπης. Εἶναι κένωση. Ἕνα εὐλογημένο ἄδειασμα τοῦ ἑνός πρός τόν ἄλλο, πού φέρνει πλοῦτο ἀδαπάνητο καί θεϊκά δῶρα ἀνυπολόγιστα. Ὁ εὐεργέτης ἀγαθοποιός καί ὁ μακρόθυμος δανειστής γιά τόν κόσμο εἶναι ἀφελεῖς, ἀνόητοι, τά «κορόιδα» τῆς κοινωνίας, πού κάθε «ἐπιτήδειος» τούς ξεγελάει καί τούς ἐκμεταλλεύεται. Γιά τόν Θεό, ὅμως, εἶναι οἱ ἀληθινά ἔξυπνοι, πού δέν κάνουν ἐπενδύσεις στό ὁρώμενα ἀλλά στά ἀληθινά. Εἶναι τά ἀληθινά παιδιά Του, πού ἔχουν τό θάρρος νά Τοῦ ζητοῦν «…ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Εἶναι πνευματικός νόμος πώς, ὅποιος ἀγαθοποιεῖ, θά δεχθεῖ ἄφθονες εὐεργεσίες και πώς, ὅποιος δέν ἀπαιτεῖ τά χρωστούμενα ἀπό τούς ἄλλους, θά μπορεῖ νά ἐλπίζει πώς καί ὁ Θεός δέν θά τοῦ ζητήσει τά δικά του χρωστούμενα, ἀφοῦ, ὅσο ξεχνάει τίς ὀφειλές τῶν ἄλλων, τόσο θά ξεχνιοῦνται καί οἱ δικές του ὀφειλές.
«Ἀγαθοποιεῖτε καί δανείζετε μηδέν ἀπελπίζοντες» μᾶς λέγει σήμερα ὁ Χριστός, γιά νά βάλει ὡς θεμέλιο τῆς ζωῆς τή μεταξύ μας ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι πιό δυνατή ἀπό τό κακό, πιό δυνατή καί ἀπό τόν θάνατο. Εἶναι ἡ ἀληθινή ἀτέλειωτη ζωή, ἀφοῦ ἡ ζωή τοῦ Παραδείσου θά εἶναι ἡ ἀγάπη ἀνθρώπων καί Θεοῦ στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Επιμέλεια Κειμένου : Πρωτ. Δημήτριος Κατούνης