Στό Κυριακάτικο εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα σήμερα εἴδαμε δύο θαύματα τοῦ Ἰησοῦ. Πρῶτα χαρίζει τήν ὅραση σέ δύο τυφλούς, ὕστερα θεραπεύει ἕναν δαιμονισμένο κωφό. Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως, καθώς τά βλέπουν ὅλ’ αὐτά, ἀντί νά δοξάσουν τόν Θεό σκέφτονται βρώμικα καί καταλαλοῦν ἐναντίον τοῦ Χριστοῦ. Τόν κατηγοροῦν πώς συνεργάζεται μέ τόν ἑωσφόρο, τόν ἄρχοντα τῶν δαιμόνων, γιά νά καταφέρει νά ἐπιτελέσει τά θαύματά Του.
Βλέπουμε, λοιπόν, ἄλλους ἀνθρώπους νά λένε «ναί» στόν Θεό καί ἄλλους νά πεισματώνουν σ’ ἕνα κακοπροαίρετο «ὄχι». Οἱ δύο τυφλοί τῆς σημερινῆς περικοπῆς, καθώς τούς ρωτάει ὁ Ἰησοῦς ἐάν πιστεύουν στή δύναμή Του, ἀπαντοῦν: «ναί, Κύριε». Αὐτή ἡ μεγάλη κατάφαση ἀνοίγει τούς κρουνούς τῶν θεϊκῶν εὐλογιῶν στά πρόσωπά τους. Μέ τήν ἀποδοχή τοῦ Χριστοῦ στίς καρδιές τους γίνονται δεκτικοί τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή τους.
Πολλές φορές γιά ὅλους ἔρχεται ἡ στιγμή τῶν μεγάλων ἀποφάσεων. Στά σταυροδρόμια τῆς καθημερινότητας στεκόμαστε ἀμέτρητες φορές καί καλούμαστε νά ἐπιλέξουμε ἀνάμεσα στήν ἀποδοχή ἤ στήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Στεκόμαστε καί πρέπει νά διαλέξουμε ἀνάμεσα στό καλό ἤ στό κακό, στήν ἀρετή ἤ στήν ἁμαρτία. Πολύ εὔστοχα ὁ μεγάλος Ἀλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντῖνος Καβάφης θά μᾶς πεῖ:
«Σέ μερικούς ἀνθρώπους ἔρχεται μία μέρα
πού πρέπει τό μεγάλο Ναί ἤ τό μεγάλο τό Ὄχι
νά ποῦνε. Φανερώνεται ἀμέσως ὅποιος τό ‘χει
ἕτοιμο μέσα του τό Ναί, καί λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στήν τιμή καί στήν πεποίθησή του».
Δέν εἶναι εὔκολη ποτέ ἡ ἀπόφαση. Τό «ναί, Κύριε» πού λένε οἱ δύο τυφλοί στόν Ἰησοῦ δέν εἶναι μόνον λόγια. Εἶναι μία βαθύτερη στάση ζωῆς. Εἶναι μία κατάφαση στή δύναμη τοῦ Θεοῦ, πού ξεκινάει ἀπό ἐσωτερική καθαρότητα, ἀπό βαθιά πίστη καί ἀπό πεντακάθαρη ἀγάπη.
Γιά νά ποῦμε «ναί, Κύριε» καί αὐτό νά γίνει τρόπος ζωής, κατ’ ἀρχήν εἶναι ἀπαραίτητο νά ἔχουμε ἐσωτερική καθαρότητα. Ἡ καρδιά πού εἶναι παραδομένη στή μόλυνση τῶν παθῶν καί στή χαμέρπεια τῶν πτώσεων, δέν εἶναι δεκτική τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀνέχεται τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ, διότι δέν ὑποφέρει τή λάμψη, τό φῶς καί τήν καθαρότητα τῆς θεϊκῆς εἰσόδου. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ γιά τούς καθαρούς εἶναι ἀπόλαυση, γιά τούς ἀκάθαρτους εἶναι κόλαφος καί βασανιστήριο. Ὁ ἄνθρωπος πού θέλει νά γίνεται ἀποδέκτης τοῦ Θεοῦ καί νά εἰσπράττει τούς καρπούς τῆς πατρικῆς ἀγάπης καί τίς οὐράνιες εὐλογίες, ἐργάζεται φιλότιμα γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του. Κάνει μία ἐνδοσκόπηση μέ ἁπλότητα καί εἰλικρίνεια στά ἐσώτερα τοῦ ἑαυτοῦ του. Μελετάει τίς προθέσεις καί τίς διαθέσεις του. Παραδέχεται τίς ἕξεις, τίς ἐξαρτήσεις καί τίς ἀδυναμίες του. Μελετάει τά πάθη πού τόν δεσμεύουν. Ὁμολογεῖ τά λάθη καί τίς πτώσεις. Ἐργάζεται φιλότιμα μέ τήν προσευχή, μέ τή μελέτη, μέ τήν ἐξαγόρευση τῶν λογισμῶν καί τῶν ἐνεργειῶν στόν πνευματικό. Ἀγωνίζεται στόν στίβο τῆς ἀρετῆς. Τό «ναί, Κύριε» δέν εἶναι ἕνας λόγος τοῦ ἀέρα. Γιά τόν ἄνθρωπο πού καθαρίζεται ἐσωτερικά γίνεται ἕνα συμβόλαιο. Τό «ναί, Κύριε» γίνεται μία συμφωνία τιμῆς, τήν ὁποία ὁ συνεπής καί φιλότιμος πιστός θά τήν ὑπερασπιστεῖ ἀκόμη καί μέ τή ζωή του. Ὅταν λέμε «ναί, Κύριε», δέν ἔχουμε τό δικαίωμα νά συμβιβαζόμαστε μέ τό κακό. Ὅταν καταφάσκουμε στόν Χριστό, δέν μποροῦμε νά ἀντιφάσκουμε ἀλληθωρίζοντας πρός τόν διάβολο. Εἶναι ζήτημα τιμῆς καί ἀξιοπρέπειας τό «ναί» πού λέμε νά εἶναι «ναί» καί τό «ὄχι» πού λέμε νά εἶναι «ὄχι». Ἐάν ἄλλα λέμε καί ἀλλιῶς ἐνεργοῦμε, τότε συντελεῖται μία ἐσωτερική σχάση, πού, ἀργά ἤ γρήγορα, θά φέρει ὀλέθρια ἀποτελέσματα.
Δεύτερον, γιά νά ποῦμε τό: «ναί, Κύριε», χρειάζεται νά ἔχουμε βαθιά πίστη καί ἐμπιστοσύνη στή φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ. Τόν Κύριο τόν ἀποδέχεται ὅποιος χτίζει μαζί Του μία ὑπαρξιακή σχέση ἐμπιστοσύνης. Δέν εἶναι ἀρκετή μία ἁπλή πίστη ἤ παραδοχή τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. «Καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι», ἀλλά αὐτό δέν τά σώζει. Ἡ πίστη γίνεται κατάφαση στόν Θεό, ὅταν ἀπό θεωρία καί ἄποψη γίνεται τρόπος ζωῆς καί καθημερινή πρακτική. Ὁ ἀληθινά πιστός ζεῖ μέ τή σκέψη μονίμως προσανατολισμένη στόν Χριστό. Φροντίζει ἡ πρώτη του ἀγάπη νά εἶναι ὁ Χριστός. Προσέχει καί κάθε ἐπιθυμία του νά ξεκινάει ἀπό τόν Χριστό. Αὐτό δέν εἶναι εὔκολο, εἶναι ὅμως κατορθωτό. Γιά νά ἐπιτευχθεῖ αὐτή ἡ ποιότητα τῆς πίστης καί νά καλλιεργηθεῖ ἡ βαθιά ἐμπιστοσύνη πρός τόν Κύριο, εἶναι ἀπαραίτητο νά κατανοήσει ὁ πιστός τή ματαιότητα καί τό ἐφήμερο αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ὅλα ὅσα μᾶς ἀπασχολοῦν, μᾶς ἀγχώνουν καί μᾶς ταλαιπωροῦν ἔρχονται καί παρέρχονται. Ὅλα εἶναι ρέοντα. Τά μένοντα εἶναι μόνον αὐτά πού ἔχουν σχέση μέ τόν Θεό. Ρέοντα εἶναι ὁ κόσμος καί οἱ ὑποθέσεις του. Μένοντα εἶναι ὁ Θεός, τό θέλημά Του, τά δῶρα Του καί ἡ μέθεξη μαζί Του. Τά προβλήματα τῆς παρούσας ζωῆς, οἱ πειρασμοί καί οἱ δοκιμασίες δέν ἔρχονται γιά νά μᾶς καταβάλουν καί νά καταλάβουν ὅλη τή σκέψη μας. Ἔρχονται νά μᾶς προγυμνάσουν καί νά μᾶς προετοιμάσουν γιά τήν πραγματικότητα τῆς θεϊκῆς ἀγάπης. Ἐάν τά ἐκμεταλλευτοῦμε ὡς ἐργαλεῖα προσέγγισης τοῦ Θεοῦ καί οἰκείωσης μαζί Του, τότε τά μετατρέπουμε ἀπό περιπέτεια σέ εὐλογία. Ἐάν μάθουμε νά θεολογοῦμε τήν κάθε περίσταση καί νά βρίσκουμε τό βλέμμα τοῦ Πατέρα πίσω ἀπό καθετί πού μᾶς συμβαίνει, τότε θά ριζώνει καθημερινά στήν ψυχή μας ἡ ἐμπιστοσύνη πρός Ἐκεῖνον. Αὐτή ἡ ἐμπιστοσύνη ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τά μικρά, καθημερινά θαύματα, πού πολλές φορές θεωροῦνται αὐτονόητα καί περνοῦν ἀπαρατήρητα. Ὅταν ἡ ἐμπιστοσύνη γίνει σταθερή ἐσωτερική πεποίθηση, τότε ἀναπτύσσεται ἡ φιλοτιμία καί ἡ ἀληθινή ἀγάπη γιά τόν Σωτήρα.
Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ τρίτη προϋπόθεση γιά νά ποῦμε τό «ναί, Κύριε» στόν Ἰησοῦ. Ἡ ἀγάπη γιά τόν Χριστό ξεκινάει χαλαρά καί χλιαρά καί γίνεται πόθος καί πάθος γιά Ἐκεῖνον. Στή νηπιακή πνευματική κατάσταση ὑπάρχει γιά τόν Κύριο μία ἁπλή συμπάθεια. Εἶναι ἕνα κάτι στή ζωή ἀλλά ὄχι τό ἐπίκεντρό της. Μέ τόν πνευματικό ἀγώνα τῆς ἀρετῆς, μέ τό ἀσυμβίβαστο φρόνημα, μέ τήν ἀνένδοτη ἐπιμονή στά πνευματικά παλαίσματα, αὐτή ἡ ἀγάπη φουντώνει καί θερμαίνει τόν πιστό. Ἔτσι γίνεται πόθος ἀσίγαστος καί πάθος ἐλευθεροποιό. Στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὁ πιστός βρίσκει τό νόημα τῆς ζωῆς του καί τίς ἀπαντήσεις στά ἐρωτηματικά του. Ἡ ἀγάπη γιά τόν Χριστό εἶναι μία τρέλα γιά τόν κόσμο. Γιά τόν πιστό, ὅμως, εἶναι ἡ λύτρωση τῆς ὕπαρξής του, τό πλήρωμα καί ἡ ὁλοκλήρωση τῶν πάντων.
Ἄς ποῦμε κι ἐμεῖς τό μεγάλο «ναί, Κύριε» στόν Χριστό μας. Ἄς δουλέψουμε μέ τήν κάθαρση, τήν πίστη καί τήν ἀγάπη αὐτό τό «ναί» νά γίνει ζωή, περίσσευμα ζωῆς, κατάσταση μόνιμης ἀναγέννησης, μέ ἀρχή τό τώρα καί «τέλος» τήν ἀπέραντη αἰωνιότητα. Ἀμήν.
Επιμέλεια Κειμένου : Πρωτ. Δημήτριος Κατούνης