Στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Βόλου λειτούργησε σήμερα ο Σεβ. Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ιγνάτιος, παρουσία ικανού αριθμού πιστών, τηρουμένων των μέτρων για την προστασία της δημόσιας υγείας.
Στο κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος χαρακτήρισε την Επί του Όρους ομιλία, από την οποία προέρχεται το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Κυριακής, «οδοδείκτη για την ζωή κάθε πιστού, τον οποίο, εφόσον ακολουθήσουμε, θα είμαστε αυθεντικοί μαθητές του Χριστού». Στο ερώτημα, εάν είναι δυνατόν στην εποχή μας να εφαρμοστεί η Επί του Όρους Ομιλία και να γίνει τρόπος ζωής, έφερε ως παράδειγμα τους νεοφανείς Οσίους Σωφρόνιο του Έσσεξ και Παΐσιο τον Αγιορείτη, που τιμά η Εκκλησία μας σήμερα και αύριο, «οι οποίοι είδαν με τα μάτια μας όσα βλέπουμε κι εμείς, έζησαν τις εμπειρίες της ζωής, που ζούμε κι εμείς, κι όμως, αγίασαν, διότι είχαν μάτια με φως, όχι τα σωματικά, αλλά τον νου της ψυχής… Οι Άγιοι απέκτησαν καθαρούς οφθαλμούς, γιατί καθάρισαν την ψυχή τους, και μόρφωσαν μέσα τους έναν άνθρωπο που δεν γνωρίζει την κατάκριση, αλλά βιώνει την απλότητα. Έτσι, απέκτησαν μεγάλη σοφία, έβλεπαν τα πράγματα καθαρά, έβλεπαν μέσα στις ανθρώπινες ψυχές. Συχνά οι Χριστιανοί της εποχής μας κάνουμε σύνθετες σκέψεις. Ο διάβολος ενσπείρει μέσα μας την αμφιβολία, την καχυποψία, παγιδεύοντάς μας στην σκέψη ότι όλοι μας εχθρεύονται και είναι απέναντί μας. Με τον τρόπο αυτό πυροδοτείται η επικριτικότητα, η επιθετικότητα και χάνεται η απλότητα. Το απλό είναι του Θεού, το σύνθετο είναι του διαβόλου».
Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο κ. Ιγνάτιος παρατήρησε ότι οι Άγιοι που τιμούμε «απαρνήθηκαν την μέριμνα αυτού του κόσμου. Δεν δεσμεύτηκαν με τίποτα επίγειο και επέλεξαν τον αναχωρητισμό, την κοινοβιακή ζωή. Είχαν απέραντη αγάπη. Κατέκριναν την αμαρτία, αλλά αγαπούσαν υπερβολικά τον αμαρτωλό άνθρωπο, γι’ αυτό και έσωσαν πολλούς αμαρτωλούς, που κατέφευγαν στην χάρη και στην αγάπη τους. Πέρασαν και οι ίδιοι από την εμπειρία της αμαρτίας, αλλά γνωρίζοντας τί σημαίνει αληθινή ταπείνωση, μπορούσαν ν’ αγαπούν και να συγχωρούν. Έτσι έγιναν Άγιοι και μας διδάσκουν ότι και σ’ αυτή τη δύσκολη εποχή μπορούμε ν’ ακολουθήσουμε τα βήματα του Χριστού και των Αγίων. Τέλος, οι Άγιοι διέθεταν εκκλησιαστικό φρόνημα, το οποίο δυστυχώς, στους εκκλησιαστικούς κύκλους της εποχής μας δεινοπαθεί. Υποτιμήσαμε την Συνοδικότητα της Εκκλησίας μας και ο καθένας μπορεί ελαφρά τη καρδία να κρίνει την Σύνοδο της Εκκλησίας. Υποτιμήσαμε τους Επισκόπους και τους κρίνουμε τόσο άνετα, φορώντας το «φωτοστέφανο της αγιότητας». Υποτιμήσαμε το φρόνημα της Εκκλησίας, ότι είμαστε ένα Σώμα Χριστού, μέσα στο οποίο ο Χριστός μας κάλεσε να λειτουργήσουμε με συνοδικότητα, με ενότητα, με ταπείνωση και εν Χριστώ υπακοή. Αρνούμαστε αυτό το φρόνημα. Νιώθουμε ότι μπορούμε να αυτονομηθούμε, να έχουμε την δική μας ανεξάρτητη και ενίοτε αντίθετη γνώμη, γιατί εμείς ξέρουμε. Κι έτσι, πέφτουμε στην παγίδα του διαβόλου. Οι Άγιοι ποτέ δεν παγιδεύτηκαν. Διαλέχτηκαν, είπαν την άποψή τους, ποτέ δεν στράφηκαν κατά του Επισκόπου τους και της Συνόδου της Εκκλησίας. Κι έτσι βίωσαν αυθεντικά το εκκλησιαστικό φρόνημα την ενότητα τη Εκκλησίας εν Αγίω Πνεύματι. Γι’ αυτό, πρέπει να αρνηθούμε το διχαστικό πνεύμα, που αποκόπτει από το Σώμα της Εκκλησίας και οδηγεί στην απώλεια της ψυχής».
Νωρίτερα, ο Σεβασμιώτατος τέλεσε την εις Αναγνώστην Χειροθεσία του κ. Δημητρίου Καραμιχαηλίδη, εκ Πτολεμαΐδος, Πτυχιούχο του Τμήματος Ιχθυολογίας της Γεωπονικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και Φοιτητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών.
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο Σεβασμιώτατος συνεχάρη τους πιστούς για την τήρηση των υγειονομικών μέτρων και προέτρεψε τον λαό μας να εμβολιαστεί, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος θωράκισης της κοινωνίας έναντι της πανδημίας. Υπογράμμισε, επίσης, ότι ο εμβολιασμός δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα επιβολής, αλλά πειθούς και πειστικού τρόπου προσέγγισης όσων διατηρούν επιφυλάξεις και αμφιβολίες.