Πραγματοποιήθηκε σήμερα στο Συνεδριακό Κέντρο Θεσσαλίας η 8η και τελευταία Γενική Ιερατική Σύναξη της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, για το νέο ιεραποστολικό έτος. Όπως έχει ήδη ανακοινωθεί, οι φετινές Ιερατικές Συνάξεις ασχολούνται με θέματα που αφορούν την ιερατική οικογένεια της Τοπικής μας Εκκλησίας, τα οποία εισηγούνται Κληρικοί και λαϊκοί της Μητροπόλεώς μας.
Η Σύναξη ξεκίνησε με τον εναρκτήριο χαιρετισμό του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου, ο οποίος καλωσόρισε και παρουσίασε τους δύο εισηγητές και συζύγους. Πρόκειται για τους: Εμμανουήλ – Ιωάννη Ντόβρο, Ολιστικό Θεραπευτή, Ψυχοθεραπευτή και Ιωάννα Γεωργιάδου, Ψυχολόγο, Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια, Ειδική Παιδαγωγό, οι όποιοι ανέπτυξαν το θέμα «Ζώντας μέσα στην Τοπική Εκκλησία: πρόσωπα, σύζυγοι, οικογένεια, γέφυρες και ελπίδες, εμπειρίες μίας νέας οικογένειας από τον χώρο της Εκκλησίας».
Στην εισήγησή του ο κ. Ντόβρος εξήρε την επιλογή της Ιεράς Μητροπόλεως να δώσει τον λόγο και σε λαϊκά μέλη της στις φετινές Ιερατικές συνάξεις, επισημαίνοντας ότι είναι μια πρωτοβουλία «τολμηρή αλλά και πολύ σημαντική, μιας και οι λαϊκοί χρειάζεται να έχουν πιο ενεργό ρόλο στις διαδικασίες λειτουργίας της ενορίας και της Εκκλησίας ως οργανισμού και να μην είναι απλά εκτελεστικά όργανα…». Αναφέρθηκε, επίσης, στην μεταφύτευσή του στον Βόλο, μαζί με την σύζυγό του, πριν οκτώ χρόνια, όπου δημιούργησαν οικογένεια και προσπάθησαν να ορθοποδήσουν επαγγελματικά σε περίοδο κρίσης. Μίλησε για την επαφή του με πρόσωπα της Τοπικής μας Εκκλησίας, που συνέβαλαν στον καλύτερο δυνατό εγκλιματισμό τους στον τόπο μας, αλλά και τις συνεργασίες τους με δομές της Ιεράς Μητροπόλεως, όπως η «Ορθόδοξη Μαρτυρία» και η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών. Ακολούθως, κατέγραψε κάποιες σκέψεις, που ως γονέας οραματίζεται για μια ζωντανή τοπική Εκκλησία, που σχετίζονται με τον εκσυγχρονισμό της προσφερόμενης κατήχησης, της λειτουργίας των κατασκηνώσεων, αλλά και την δημιουργία προϋποθέσεων στους Ναούς, ώστε η Θεία Λειτουργία να γίνει πιο ελκυστική για τα παιδιά. Κατέγραψε δε ως αδήριτη ανάγκη την διαρκή εκπαίδευση των στελεχών νεότητας πάνω σε θεολογικά και παιδαγωγικά ζητήματα.
Μιλώντας ως σύζυγος, ο κ. Ντόβρος αναφέρθηκε στην λειτουργία των ενοριακών Σχολών Γονέων, επισημαίνοντας ότι «χρειάζεται να δοθεί έμφαση ώστε να έχουν περισσότερο την λειτουργία του εργαστηρίου και όχι ενός κατηχητικού για ενήλικες. Νομίζω ότι στους γονείς δεν ταιριάζει να μεταφέρεις ενοχές και βάρος για το πώς πρέπει να διαπαιδαγωγήσουν σωστά και χριστιανικά τα παιδιά. Νομίζω ότι αυτό που λείπει είναι η εκκλησία να ακούσει τους γονείς, να ακούσει το λόγο τους και τις δυσκολίες τους, και μετά να τους διευκολύνει να άρουν τα εμπόδια που συναντούν».
Μιλώντας, τέλος, ως πιστός, ο κ. Ντόβρος παρατήρησε ότι «χρειάζομαι ένα στήριγμα ηθικό, έναν λόγο ελπίδας και παρηγοριάς, να μου θυμίσει ξανά κάποιος ότι τα παιδιά μου, είναι τα αδέρφια μου, που μου δόθηκε η Χάρις να τα μεγαλώσω εν Χριστώ με την βοήθεια Του. Οπότε, χρειάζομαι συνεχώς έναν πνευματικό προσδιορισμό του τί είναι σημαντικό και τί δεν είναι σημαντικό. Έτσι νομίζω πως ο ρόλος της Εκκλησίας είναι κατ’ αρχήν αυτός. Και όχι μόνο μέσα από τα μυστήρια. Αλλά και από το ποια πνευματικότητα προάγει….». Ολοκληρώνοντας, ο ομιλητής τόνισε ότι «η Μητρόπολή μας είναι μια από τις πιο ενεργές Μητροπόλεις στην Ελλάδα, με πολύ έντονη παρουσία στην υποστήριξη ανθρώπων που έχουν ανάγκη. Σκέφτομαι τον Εσταυρωμένο, σκέφτομαι τα σπίτια γαλήνης, και τόσα άλλα. Χρειάζεται, όμως, μια πιο οργανωμένη προσέγγιση και εκπαίδευση εθελοντών και κληρικών, ώστε οι παρεμβάσεις που κάνει σήμερα η Μητρόπολή μας να έχουν ένα πολλαπλασιαστικό όφελος».
Τον λόγο έλαβε, στην συνέχεια, η κ. Ιωάννα Γεωργιάδου, η οποία επεσήμανε, καταρχάς, ότι αναζητά μέσα στην ενορία, έναν τρόπο να υπάρξει ως ζευγάρι με το σύζυγό της: «Σχεδόν ξεχνάμε ότι και εμείς, ως ζευγάρι, είμαστε ενωμένοι και συνεχίζουμε και μεγαλώνουμε πια μαζί μέσα στην Εκκλησία. Και θέλουμε και εμείς και διαπαιδαγώγηση, και ευκαιρίες για ανάληψη ευθύνης, και χώρο για παιχνίδι…». Στην συνέχεια, αναφέρθηκε στην ανάγκη να υπάρξει στην ενορία ως μητέρα. Να μπορεί να εκκλησιάζεται με τα παιδιά της και να συναντά Κληρικούς που θα εμπνέουν, με το κήρυγμά τους τα παιδιά, θα τα διδάσκουν και δεν θα τα τρομάζουν ή κουράζουν: «Θέλω κατηχητές που να παίζουν με τα παιδιά μου και να τους δείχνουν πώς να παίζουν, να τους διδάσκουν ως βίωμα την ομάδα, το μοίρασμα, την αλληλεγγύη, τη συγχωρητικότητα, την αδελφοσύνη». Ολοκλήρωσε δε την παρέμβασή της τονίζοντας ότι «αναζητώ μες στην ενορία έναν τρόπο να πιστεύω και να ενεργοποιούμαι. Όχι από μια υπερ-εγρήγορση. Αλλά από τη χαρά που δίνει το να συμμετέχεις στην νούμερο ένα οικογένεια, την Εκκλησία».
Ακολούθησε διάλογος επί της εισηγήσεως και η σύνοψη των συμπερασμάτων από τον Σεβ. Ποιμενάρχη μας κ. Ιγνάτιο.