Αγαπητοί μου πατέρες και αδελφοί, Παιδιά μου εν Κυρίω αγαπημένα,
Η πιο επιβλητική και μεγαλόπρεπη σιωπή σφραγίζει τούτες τις φοβερές και πανεπίσημες ώρες της Μεγάλης Παρασκευής. «Πάσα σαρξ βροτεία» συστέλλεται και σιωπά μπροστά στην κορύφωση του Θείου Πάθους. Ιλιγγιά ο νους, θλίβεται η ψυχή, τα χείλη αδυνατούν να αρθρώσουν λόγο. Σήμερα μιλάει ο Σταυρός, ως μακροθυμίας απαύγασμα, ως συγκατάβασης κήρυγμα, ως τελείωση αγάπης. Σήμερα σταλάζουν λυτρωτικά στις φτωχές μας καρδιές τα τελευταία λόγια του Ιησού. Ακούστηκαν από το ύψος του Σταυρού τις κοσμογονικές εκείνες ώρες του Γολγοθά, και είκοσι αιώνες τώρα, αποτελούν πρόκληση για την ανθρωπότητα να ψηλαφήσει το νόημά τους. Ήσαν επτά φράσεις απλές, που, όσο το μαρτύριο προχωρούσε και η αναπνοή του Εσταυρωμένου βάραινε, γίνονταν συντομότερες. Ωστόσο, και η πιο μικρή από αυτές, μία λέξη με μόλις τέσσερα γράμματα, -ΔΙΨΩ- χειραγωγεί σε πολυσήμαντες αλήθειες το στοχασμό μας. Ας αφουγκρασθούμε το μίλημά της.
Διψώ. Σε μία λέξη συμπυκνώνεται η ανείπωτη οδύνη του Πάθους. Οι αιματηροί ιδρώτες του Ιησού στο Όρος των Ελαιών, η αιμορραγία από τη φρικτή μαστίγωση στο Πραιτώριο, η άρση του Σταυρού, η ανάβαση στο Γολγοθά, η αγωνία του θανάτου, το αίμα που κυλάει αναμμένο στις φλέβες και ρέει από τα καρφιά, ο κάματος των μυών, η συμφόρηση της καρδιάς, ο πυρετός, έχουν προκαλέσει μία φοβερή αφυδάτωση, που είναι η αιτία της ανυπόφορης σωματικής δίψας. Όταν τα κατάστεγνα και φλογισμένα χείλη του Εσταυρωμένου αρθρώνουν αυτόν τον λόγο, ολάκερο το σώμα Του είναι μία πυρκαγιά οδύνης, όπου καίγονται όλοι μαζί οι πόνοι της ανθρωπότητας.
Διψώ. Σε μία λέξη αποκαλύπτεται το μυστήριο της άκρας ταπείνωσης του Θεανθρώπου, χάριν μίας ασύλληπτης αγάπης για το πλάσμα Του. Διψά ποιός; Ο εν ύδασι την γην κρεμάσας, ο λίμνας και πηγάς και θαλάσσας ποιήσας, ο εξαποστέλλων πηγάς εν φάραγξιν, ο ποτίζων όρη εκ των υπερώων αυτού, ο στερεώσας την γην επί των υδάτων, ο βρέχων επί δικαίους και αδίκους. Διψά Εκείνος, που ποτίζει και τους κακούργους ακόμη, Εκείνος που στέλνει την δροσιά στα άνθη και στη χλόη. Διψά Εκείνος, τον οποίον η θάλασσα είδε και έφυγεν, ο δε Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω. Διψά Εκείνος, που είναι πηγή ύδατος ζωής, από το οποίο όποιος πιεί «ου μη διψήση εις τον αιώνα». Εξίσταται ο ανθρώπινος νους, και οι στρατιές των αγγέλων εκπλήσσονται μπροστά στην θεία συγκατάβαση. Δεν προσεγγίζεται η δίψα του Ιησού με την εμβέλεια της ανθρώπινης σκέψης, αλλά προσφέρεται διαχρονικά στην ανθρωπότητα ως οδός μιας άλλης, υπερκόσμιας, θείας λογικής.
Διψώ. Σε μία λέξη αποτυπώνεται η αχαριστία των θεοκτόνων. Απευθύνεται ο λόγος αυτός του Ιησού στους Ιουδαίους, που μαζί με τους ξένους στρατιώτες κυκλώνουν τώρα το Σταυρό Του. Είχε ιδιαίτερο λόγο αυτός ο λαός ο δυσσεβής και παράνομος να Τον ευγνωμονεί. Κάποτε, διψασμένον στην έρημο, τον πότισε θαυματουργικά, σε εκείνο το μακρινό ταξίδι προς την γη της Επαγγελίας. Άνυδρο το τοπίο, και οι Ισραηλίτες κατάκοποι ζητούσαν απεγνωσμένα να σβήσουν την βασανιστική τους δίψα. Χτύπησε τότε ο Μωυσής με το ραβδί του κατ’ εντολήν του Θεού το βράχο, ανέβλυσε κρυστάλλινο νερό και ξεδίψασαν αυτοί, που τώρα προσφέρουν στον Ευεργέτη τους «όξος μετά χολής μεμιγμένον». «Λαός μου, τί εποίησά σοι και τί μοι ανταπέδωκας» – αποδίδει ο υμνογράφος χαρακτηριστικά την μιαρή τους αχαριστία. «Αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος, αντί του αγαπάν με σταυρώ με προσηλώσατε». Διψά ο Εσταυρωμένος για νερό αυτή την ώρα, ίσως όμως διψά περισσότερο για μία ένδειξη αγάπης και συμπόνοιας. Όλη η πορεία Του πάνω στη γη ήταν μία δωρεά καλοσύνης. Πλησίασε τους ασθενείς, για να τους κάνει δυνατούς, τους απόκληρους και τους δούλους, για να τους ελευθερώσει, τους ακάθαρτους, για να τους εξαγνίσει. Γρήγορα, όμως, λησμονήθηκαν οι ευεργεσίες! Έκλεισε πληγές, και οι αγνώμονές Του τις άνοιξαν στο ακήρατο κορμί Του. Υπήρξε πιο δίκαιος απ’ την δικαιοσύνη, και εφάρμοσαν εναντίον Του την πιο αποτρόπαια αδικία. Έδωσε την ζωή, και Τον πλήρωσαν με τον πιο ατιμωτικό των θανάτων, «ως κακούργον τον Ευεργέτην, ως παράνομον τον Νομοδότην, ως κατάκριτον τον πάντων Βασιλέα». Ιδού η απύθμενη αχαριστία του ευεργετημένου λαού Του, το απροσμέτρητο βάθος της ανθρώπινης κακίας. Έπρεπε έτσι να γίνει, για να ξαναβρεί η ανθρωπότητα τον χαμένο Παράδεισο, για να μην ξεχνούμε με τί αντίλυτρο εξαγοράστηκε η απέραντη ενοχή μας.
Διψώ. Σε μία λέξη κληροδοτείται η τελευταία επιθυμία του Ιησού. Υπέφερε πάντα ο Ιησούς από μία ακατανίκητη δίψα αγάπης. Διψούσε πρώτιστα για την ενότητα των μαθητών Του, «ίνα πάντες εν ώσιν», όπως το ζήτησε από τον Θεό Πατέρα στην απαράμιλλη εκείνη αρχιερατική προσευχή Του. Διψούσε για την στερέωση της αγάπης στις διανθρώπινες σχέσεις, και ιδιαίτερα μεταξύ όσων πιστεύουν στους λόγους Του, θέλοντας μάλιστα να αποτελεί αυτή η αγάπη την ειδοποιό διαφορά των Χριστιανών. Διψούσε, όμως, και για τη σωτηρία του λαού Του, για την εφαρμογή της δικαιοσύνης, για την παγίωση της ειρήνης στον κόσμο. Διψούσε για την αφύπνιση των νωθρών συνειδήσεων, για την εδραίωση της πίστης, για την απελευθέρωση από τη δουλεία της αμαρτίας. Διψούσε για την επικράτηση της αλήθειας, για την κατίσχυση της αρετής, για την καταλλαγή και συμφιλίωση των ανθρώπων. Και είναι αυτή η δίψα του Ιησού διαρκής και παρατεινόμενη μέσα στους αιώνες. Άραγε σήμερα, δυό χιλιάδες χρόνια μετά, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι αυτή η δίψα Του έσβησε; Ή μήπως τα γεγονότα, οι ταραχές στα έθνη, τα πολεμικά εγκλήματα, οι αιματοχυσίες, η απειλή της ποικίλης μορφής τρομοκρατίας, τα άσπονδα μεταξύ των ανθρώπων μίση, μας αναγκάζουν να παραδεχθούμε πως ο Ιησούς και σήμερα ακόμα διψάει…;
Καθώς ατενίζουμε τούτη την ώρα με δέος και συντριβή τον Εσταυρωμένο, και ψηλαφούμε, με κατανυκτικό στοχασμό, τις μεγάλες ώρες του Πάθους Του, θαρρείς αντηχεί στ’ αυτιά μας, διατρέχοντας τους αιώνες, ο πονεμένος λόγος Του, «ΔΙΨΩ». Νοιώθουμε ότι απευθύνεται σε μας, προσωπικά στον καθένα μας, και αναμφίβολα, μας συγκλονίζει.
Ιδού, Κύριε, ενώπιόν Σου οι φτωχές μας καρδιές, επιποθούν να ανακουφίσουν την απροσμέτρητη δίψα Σου. Έχουν, βέβαια, κυλήσει δυό χιλιάδες χρόνια από την ημέρα της Σταυρώσεώς Σου. Δεν βρισκόμαστε κοντά Σου επάνω στον φρικτό Γολγοθά, και έτσι αδυνατούμε να σταλάξουμε στα φρυγμένα χείλη Σου λίγους κόμπους δροσιάς. Ωστόσο, το απήχημα της επιθυμίας Σου δονεί ακατάπαυστα την συνείδησή μας.
Διψάς Κύριε, αφού διψούν ολόγυρά μας οι αδελφοί Σου οι ελάχιστοι. Βιώνουν αποκαμωμένοι τον δικό τους Γολγοθά, και διψούν απεγνωσμένα για μία έκφραση συμπόνοιας. Διψούν για συμπαράσταση οι εμπερίστατοι, για έλεος οι λεηλατημένες ψυχές, για μία ζεστή αγκαλιά οι ξεριζωμένοι απ’ τις εστίες τους. Διψούν για μία κίνηση στοργής οι ανήμποροι, για μία προσπάθεια ενθάρρυνσης όσοι σηκώνουν το σταυρό τους στο περιθώριο της κοινωνίας. Διψούν για έναν λόγο παρακλήσεως οι απελπισμένοι, για την παρουσία ενός Κυρηναίου, όσοι λυγίζουν κάτω από το βάρος του προσωπικού μαρτυρίου τους…
Ναι Κύριε, διψάς! Είμαστε, όμως, αποφασισμένοι να ανταποκριθούμε πρόθυμα στο θείο Σου αίτημα. Μας έχεις ήδη υποδείξει τον τρόπο, που αποτελεί, μάλιστα, τη λυδία λίθο της σωτηρίας μας, και την απόδειξη της αυθεντικότητάς μας. Με βαθειά επίγνωση τον ανακαλούμε στη μνήμη μας: «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε».
Δίνε μας, Κύριε, δύναμη και έμπνευση να σβήνουμε τη δίψα των αδελφών μας, να δροσίζουμε, με τη στοργή μας, τα φρυγμένα τους χείλη, με την αγάπη μας την πυρίκαυστη καρδιά τους, με το «ζων ύδωρ» του λόγου Σου την έρημό της ψυχής τους. Πρόσθεσέ μας πίστη και υπομονή, για να Σε αναγνωρίζουμε στα πρόσωπά τους. Και αξίωσέ μας να ακούσουμε κάποια στιγμή την θεία και γλυκύτατη φωνή Σου να μας καλεί: «Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου… Εδίψασα και εποτίσατέ με… εισέλθετε ουν εις την χαράν του Κυρίου σας! Μεταλάβετε της θείας ευφροσύνης! Απολαύστε την τρυφή της Αναστάσιμης πανηγύρεως! Αμήν.
Μετά πατρικών ευχών και αγάπης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
† Ο ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ