Σεβασμιώτατε ,
Με πολύ χαρά δέχθηκα την ευγενική σας πρόσκληση να συμμετάσχω στις εργασίες τις ιερατικής συνάξεως της Ιεράς Μητροπόλεώς σας. Η χαρά μου έγκειται όχι στο γεγονός της εκθέσεων των ταπεινών σκέψεων που θα ακολουθήσουν με βάση το θέμα(1) «Θεία Λατρεία και Ενοριακή ζωή – Ενοριακή οργάνωση και συντονισμός στελεχών» , αλλά κυρίως στο ότι η αγάπη του Θεού με φέρνει και πάλι κοντά σας, στην πνευματική σας οικογένεια, να μαθητεύσω στην ορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση, ευρισκόμενος ανάμεσα σε αγαπητούς αδελφούς και έμπειρους συλλειτουργούς. Με όση ειλικρίνεια μπορώ να διαθέτω, σπεύδω να ομολογήσω ενώπιόν σας αδελφοί μου, πως ό,τι ακούσετε από την ελαχιστότητά μου δεν είναι δικά μου. Είναι μαθήματα που υπερβαίνουν κάθε πανεπιστημιακή διδασκαλία περί ποιμαντικής της ενορίας, που μου δίδαξε με τον πιο πειστικό και θαυμαστό τρόπο, με λόγο, με έργα, με βιωτή, ο αείμνηστος πνευματικός μου πατέρας π. Μαρίνος Γεωργακόπουλος. Κοντά του έμαθα, στο βαθμό που μπόρεσα, την ιερατική ευθύνη, την ποιμαντική ευαισθησία, το ενοριακό έργο. Αυτόν μακαρίζω, αυτού την ευχή επικαλούμαι διαρκώς, αυτός θα παραμένει ο μοναδικός πνευματικός μου πατέρας στις προσευχές και τις συμβουλές του οποίου προσπαθώ να στοιχήσω την ζωή μου.
Δεχθεῖτε σᾶς παρακαλῶ ἀδελφοί μου τά λόγια πού θά ἀκούσετε, ὡς πράξη ὑπακοῆς στον Σεβασμιώτατο. Συχωρέστε με, διότι εκτός από Επίσκοπο Σεβασμιώτατε, σας νοιώθω ως μεγάλο αδελφό της ιερατικής μας οικογένειας, που δημιουργήθηκε στην ενορία της καρδιάς μας, τον Άγιο Δημήτριο, την οποία πλέον διακονώ ως ο μικρότερος εκ των πνευματικών παιδιών και νυν ιερέων του μακαριστού π. Μαρίνου. Αδελφοί μου. Ένα είναι βέβαιο, ότι σήμερα θα ασκηθείτε στην υπομονή. Ο διάλογος που θα ακολουθήσει πρωτίστως εμένα θα κάνει πιο πλούσιο πνευματικά. Για το λόγο αυτό, σας ευχαριστήσω προκαταβολικά.
Η ενορία κατέχει σήμερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία μια σημασία πολύ μεγαλύτερη από όση έτυχε σε οποιαδήποτε άλλη εποχή. Ποτέ άλλοτε, από την εποχή της μεταστροφής στο Χριστιανισμό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, δεν είχε το τοπικό ευχαριστιακό κέντρο τόση μεγάλη σπουδαιότητα στη ζωή της ορθοδοξίας, όση έχει σήμερα.
Πριν αναφερθούμε στην ενοριακή οργάνωση και τον συντονισμό των στελεχών, επιτρέψτε μου Σεβασμιώτατε και σεβαστοί πατέρες να πούμε λίγα λόγια για την Θεία Λατρεία και την Ενοριακή ζωή, για το βασικό-πρωταρχικό έργο της και για τον ιερέα – ποιμένα του ενοριακού θυσιαστηρίου.
Εκκλησία
Ευχαριστία Ενορία |
Ποιό είναι το νόημα της υπάρξεως της Εκκλησίας; Ποιός είναι ο μοναδικός και χαρακτηριστικός της ρόλος τον οποίο κανείς άλλος και τίποτε άλλο δεν μπορεί να εκπληρώσει; Τί είναι εκείνο που πετυχαίνει η Εκκλησία και που δεν μπορούν να το πετύχουν ούτε οι εθνικές συναθροίσεις ούτε οι πολιτιστικοί σύλλογοι ούτε τα φιλανθρωπικά ιδρύματα;
Η απάντηση δεν είναι παρά μόνο μία: (2) η Εκκλησία υπάρχει για να μας φέρει σωτηρία έν Χριστώ Ιησού· να μας φέρει σωτηρία όχι με κάποιο αφηρημένο θεωρητικό τρόπο – αφού η Εκκλησία δεν αποτελεί ένα οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα ή ιδεολογία – αλλά με συγκεκριμένη και ορατή μορφή, διά της τελέσεως της θείας λειτουργίας. Αυτός είναι ο μοναδικός και χαρακτηριστικός ρόλος της Εκκλησίας, αυτό που μόνο εκείνη μπορεί να επιτελέσει: να προσφέρει τη θεία ευχαριστία. (3) Η θεία ευχαριστία είναι που δημιουργεί την Εκκλησία. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν επιβάλλεται έξωθεν με την ισχύ ή τη βία, αλλά πραγματοποιείται έσωθεν με την τέλεση της κοινωνίας με το σώμα και αίμα του Χριστού. Η Εκκλησία δεν είναι κάποιο κοινωνιολογικό κατασκεύασμα, αλλά ένας ευχαριστιακός οργανισμός, ο οποίος αποκτά οντότητα την ώρα που επικαλείται το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει πάνω στα τίμια δώρα. Αυτή η ευχαριστιακή φύση της Εκκλησίας έχει προσδιοριστεί με ιδιαίτερη σαφήνεια από τον άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας, λίγα χρόνια μετά τον θάνατο των Αποστόλων.
Η θεία λειτουργία όμως είναι κάτι που συντελείται μόνο έν τόπω. Αν και η ευχαριστία είναι μία και απαράλλακτη σε όλο τον κόσμο, μέσω του χρόνου, η θεία λειτουργία δεν μπορεί να υπάρξει ως συγκεκριμένη και ζώσα πραγματικότητα παρά μόνον μέσω μιας ιδιαίτερης ιερουργίας σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Με άλλα λόγια, η θεία ευχαριστία – που είναι η πεμπτουσία της Εκκλησίας – βρίσκει την ορατή πραγμάτωσή της μόνον εν τη εννοία της τοπικής ενορίας ή της τοπικής μονής. Όταν λοιπόν κάνουμε λόγο για την Εκκλησία ως ευχαριστιακό οργανισμό, μιλούμε για την τέλεση της θείας ευχαριστίας σε κάθε ενορία. (4)Η ενορία είναι το βασικό ευχαριστιακού κύτταρο χωρίς το οποίο δεν υπάρχει Εκκλησία(4). Επιπλέον, σε κάθε τέλεση της ευχαριστίας παρών είναι ο όλος Χριστός, και όχι απλώς ένα μικρό τμήμα Του, έτσι ώστε η τοπική ενορία, όταν τελεί τα θεία μυστήρια, δεν αποτελεί μια μικρή μονάδα μέσα σε ένα μεγαλύτερο σύνολο, αλλά εκφράζει κατά τρόπο ορατό την μία καθολική Εκκλησία στην ολότητα της.
Πέρα από την τοπική ενορία που συναθροίζεται στη θεία λειτουργία, κάθε τι που εμείς οι ορθόδοξοι λέμε για το σώμα του Χριστού, την τριαδική βασιλεία του Πατρός, του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος, για την προσφορά της Εκκλησίας στην κοινωνική δικαιοσύνη, την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και τη μεταμόρφωση της κοινωνίας από μια απρόσωπη αιχμαλωσία σε ελεύθερη κοινωνία προσώπων, ό,τι και αν λέμε, δεν αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση, παρά μόνο μια αφηρημένη έννοια, το πολύ ένα αφελή ιδεαλισμό και συναισθηματικό ουτοπισμό. Μόνο (5)μέσα στην ενορία υπάρχει δυναμική απόδειξη, ιστορική πραγμάτωση, αληθινή ελπίδα(5). Όπως ορθά έχει λεχθεί, μόνο η ζωή της ενορίας μπορεί να δώσει ιερατική διάσταση στην πολιτική, προφητικό πνεύμα στην επιστήμη, ανθρώπινο πρόσωπο στις οικονομικές σχέσεις και μυστηριακό χαρακτήρα στον έρωτα. Σήμερα, όπως κατά τους πρώτους τρεις αιώνες της χριστιανικής ιστορίας, η ζωή μας πρέπει να είναι άρρηκτα δεμένη με την τέλεση της θείας λειτουργίας, στον τοπικό ενοριακό μας ναό. (6) Η ζωτικότητα της Εκκλησίας στο μέλλον θα εξαρτηθεί από την ζωντάνια των ενοριών μας. Θα χρειαστεί να στηριχτούμε στις δικές μας δυνάμεις. Η ιεραρχία της Εκκλησίας δεν θα μπορεί πλέον να στραφεί στους πολιτικούς για βοήθεια, ενώ ο ιερέας της ενορίας δεν θα μπορεί πια να περιμένει από το σχολείο ή άλλους τοπικούς φορείς τη συνεισφορά τους στην προώθηση του ενοριακού ποιμαντικού του έργου.
Στην περιγραφή που κάνει για τη ζωή της πρώτης χριστιανικής ενορίας – της κοινότητας της Ιερουσαλήμ των ημερών που ακολούθησαν την Πεντηκοστή – ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας λέει: «ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς. Ἐγένετο δὲ πάσῃ ψυχῇ φόβος, πολλά τε τέρατα καὶ σημεῖα διὰ τῶν ἀποστόλων ἐγίνετο. Πάντες δὲ οἱ πιστεύοντες ἦσαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ εἶχον ἅπαντα κοινά». (Πραξ. 2 42, 44)
Αυτός ακριβώς είναι και ο σκοπός κάθε ενορίας σήμερα: τα μέλη της εκφράζουν την ενότητά τους εν Χριστώ Ιησού διά της από κοινού κλάσεως του άρτου στη θεία ευχαριστία. Όλες οι άλλες δραστηριότητες της ενορίας, κοινωνικές πολιτιστικές ή φιλανθρωπικές, πηγάζουν από την τέλεση της θείας λειτουργίας και είναι υπάλληλες σε αυτή. “Η ευχαριστία είναι ένα συνεχές θαύμα”, μας λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης. Παράλληλα με την ιερά μονή, η ενορία αποτελεί ακριβώς το σχήμα από το οποίο και σε κάθε συγκεκριμένο τόπο, τούτο το “συνεχές θαύμα” μαρτυρείται με ζωντανή παρουσία.
Η Εκκλησία δεν είναι ανθρώπινος οργανισμός, που μπορεί να τρέχει αγκομαχώντας για να φτάσει τις ραγδαίες μεταβολές του κόσμου τούτου, ο οποίος “παράγει”, ούτε να αλλάζει συνεχώς στόχους και προγράμματα, όπως κάνει ο κόσμος και οι οργανωμένες κοινωνικές ομάδες. Αυτή η τοποθέτησή μας είναι λανθασμένη. Η Εκκλησία είναι ο ανά τους αιώνες “παρατεινόμενος Χριστός”, ο οποίος είναι “χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας”(Εβρ. 13,8) και έχει δική της λειτουργική ζωή και παράδοση, που διαμορφώνουν το ήθος των μελών της. Η Εκκλησία παρέλαβε και συνεχώς μας παραδίδει τη λατρευτική της ζωή και παράδοση, η οποία συνεχώς εν Αγίω Πνεύματι ανανεώνεται και ζωογονεί τα μέλη της, οδηγώντας τα εις σωτηρίαν “εν Χριστώ Ιησού”. Πρέπει, λοιπόν, να φτάσουμε διά της λατρείας όχι απλώς στην κατανόηση αλλά και στην πραγματικότητα του ύμνου που λέει (7) :”εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου, εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν”. Όταν αυτό γίνει, τότε γεμάτοι από χαρά και αγαλλίαση θα μπορέσουμε να λέμε (7):”ως αγαπητά τα σκηνώματα σου, Κύριε των δυνάμεων. Επιποθεί και εκλείπει η ψυχή μου εις τας αυλάς του Κυρίου”. Όταν εμείς οι ιερείς φθάσουμε διά της λατρείας στο σημείο αυτό, τότε και η ενορία μας, τα μέλη του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας, θα μπορούν να λένε (7):”Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών”.
Ο Ιερέας Ποιμένας |
Την ενορία αναθέτει και εμπιστεύεται ο επίσκοπος στα χέρια του ιερέα-ποιμένα. Έτσι ο ιερέας αναλαμβάνει να γίνει ο τελετουργικός της θείας ευχαριστίας και γενικά της λατρείας της Εκκλησίας. Ο ιερέας-ποιμένας κατά την ώρα της χειροτονίας λαμβάνει διά των ευχών της χειροτονίας του από τον χειροτονούντα επίσκοπο το δικαίωμα (8) “παρεστάναι αμέμπτως τω θυσιαστηρίω, κηρύσσειν το ευαγγέλιο της βασιλείας, ιερουργείν τον λόγον της αληθείας, προσφέρειν δώρα και θυσίας πνευματικάς, ανακαινίζειν τον λαόν, διά της του λουτρού παλιγγενεσίας”. (Ευχή χειροτονίας πρεσβύτερου). Πρωταρχικό, λοιπόν, καθήκον ή υποχρέωση αλλά και δικαίωμα του ιερέα-ποιμένα είναι να τελεί τη λατρεία στο ναό της ενορίας, στην οποία τοποθετείται από τον επίσκοπο.
Ο αγιασμός των πιστών της ενορίας παρέχεται από τον ιερέα-ποιμένα, συντελείται όμως κατά την ιερουργία των μυστηρίων και του λόγου της αληθείας, που κηρύττει και τελεί ο ίδιος. Το κάθε τι στη ζωή της Εκκλησίας αγιάζεται “διά λόγου Θεού και εντεύξεως”. Το κήρυγμα κατά την λατρεία της Εκκλησίας δεν είναι απλώς ένα φιλολογικό είδος, μία επίδειξη ρητορικής δεινότητος. Το κήρυγμα είναι ο λόγος του Θεού, που έχει μυστηριακή δύναμη και αγιάζει τον πιστό. Η έννοια, λοιπόν, της λατρείας περικλείει και την ιερουργία του λόγου της αληθείας, το “κηρύσσειν το ευαγγέλιο της βασιλείας” του Θεού.
Ο ιερέας εκλέγεται και χειροτονείται για μια συγκεκριμένη ενορία – κοινότητα, της οποίας τα μέλη αυτόματα γίνονται τα πνευματικά του τέκνα. Με τον διορισμό του από τον επίσκοπο της περιοχής του, εγκαθίσταται και ζει στην ενορία – κοινότητα και διά της λατρείας, του κηρύγματος, της κατηχήσεως και της παραδειγματικής του βιωτής, φέρνει τα πνευματικά του τέκνα στη “σύναξη της Εκκλησίας” για να τα καταστήσει ζωντανά και ενεργά μέλη του σώματος του Χριστού. (9) Τα λόγια του Χριστού στο 10ο κεφάλαιο του κατά Ιωάννην ευαγγελίου αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία πρέπει να εργαστεί ο ιερέας – ποιμήν, προκειμένου να οδηγήσει τα πνευματικά του παιδιά στην “εν Χριστώ σωτηρία”. Εάν ο ιερέας – ποιμήν της ενορίας είναι πραγματικά ποιμένας και όχι θρησκευτικός λειτουργός, τότε το ποίμνιό του – τα λογικά πρόβατα, τα οποία καλεί με το όνομά τους, ακούνε τη φωνή του και όταν “έμπροσθεν αυτών πορεύεται τα πρόβατα αυτώ ακουλουθεί, ότι οίδασι =γνωρίζουν την φωνή αυτού”. Έναν ξένο όμως ποιμένα δεν θα τον ακολουθήσουν, αλλά θα τον αποφύγουν διότι δεν αναγνωρίζουν τη φωνή των ξένων. Όταν όμως εκείνος που εκλέχτηκε και χειροτονήθηκε να είναι ο ποιμένας της ενορίας γίνεται ο θρησκευτικός λειτουργός, ο οποίος εμφανίζεται στην κοινότητα – ενορία του μόνο τις Κυριακές και μεγάλες γιορτές, τότε ούτε το ποίμνιό του γνωρίζει, ούτε από το ποίμνιό του αναγνωρίζεται. Άρα δεν είναι καλός ποιμένας, αλλά μισθωτός. Διότι “ο ποιμήν ο καλός την ψυχή αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων”. Ενώ ο μισθωτός, ο οποίος δεν είναι ουσιαστικά ποιμένας και επομένως δεν θεωρεί ότι τα λογικά πρόβατα είναι δικά του, βλέπει τον λύκο να έρχεται, αφήνει τα πρόβατα και φεύγει, και ο λύκος τ᾿ αρπάζει και τα σκορπίζει. Επειδή ακριβώς είναι μισθωτός, δεν τον ενδιαφέρει για τα λογικά πρόβατα, εγκαταλείπει το ποίμνιο και όλη την εβδομάδα ζει εκτός ναού, χωρίς λειτουργική ζωή και χωρίς ποιμαντική μέριμνα για την σωτηρία του ποιμνίου του. Εδώ πρέπει να αναζητήσουμε την αιτία για το πόσο είναι πολύ μικρή η συμμετοχή των πιστών στην λειτουργική ευχαριστιακή σύναξη σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, στις μικρές αγροτικές κοινότητες – ενορίες, ενώ την ίδια ώρα της θείας λειτουργίας το καφενείο του χωριού είναι γεμάτο από τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι φυσιολογικά έπρεπε να είναι στο ναό. Ακόμη θα πρόσθετα ότι η λειτουργικότητα μεταξύ ενορίας και κοινότητας ατόνησε τόσο πολύ, ώστε το λειτουργικό ήθος της Εκκλησίας, το ήθος της ευσέβειας, της σεμνότητος, του αλληλοσεβασμού και της οφειλόμενης εκατέρωθεν τιμής να είναι σχεδόν ανύπαρκτο σήμερα. Οι άρχοντες και οι προεστοί της κοινότητας, οι οποίοι έπρεπε να είναι μεταξύ των πρώτων στην λειτουργική ευχαριστιακή σύναξη της Εκκλησίας, σήμερα εάν δεν είναι πολέμιοι της Εκκλησίας, το λιγότερο είναι αδιάφοροι.
(10) Όταν η λατρεία της Εκκλησίας δεν γίνεται καθημερινά, ατονεί και στις συνειδήσεις των πιστών η έννοια του μυστηρίου της “συνάξεως”. Η πιστοί μας σήμερα έρχονται στην Εκκλησία, πολλές φορές, για να ικανοποιήσουν ατομικές τους θρησκευτικές ανάγκες. Λίγοι απ’ αυτούς γνωρίζουν ότι ερχόμενοι στο ναό και μετέχοντας στη λατρεία της Εκκλησίας γίνονται μαζί με τον ιερέα Εκκλησία=σώμα Χριστού. Αυτή την ιστορική πραγματικότητα της παρουσίας του Χριστού με τη σύναξη των πιστών στη λατρεία της Εκκλησίας δεν την έχουμε κατανοήσει και εμείς οι κληρικοί τόσο καλά. Διότι, εάν την είχαμε κατανοήσει, όλο μας το διοικητικό έργο στην ενορία, όλο μας το ποιμαντικό έργο και όλα μας τα προγράμματα πνευματικής δραστηριότητος μέσα στην ενορία θα ξεκινούσαν από την λατρεία της Εκκλησίας και θα ήταν η συνέχεια, η επέκταση της λατρείας της Εκκλησίας στη ζωή της ενορίας. Πολλές φορές όμως συμβαίνει το αντίθετο: η πραγματοποίηση των διαφόρων προγραμμάτων ενοριακής πνευματικής δραστηριότητας να γίνεται εις βάρος της λατρείας της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα, αντί να αυξάνει και να οικοδομείται η ενορία ως Εκκλησία – σώμα Χριστού, να μαραζώνει και να συρρικνώνεται.
Ας αναρωτηθούμε ως ποιμένες: “βοηθάμε τους πιστούς να καταλάβουν αυτά που λαμβάνουν χώρα και γίνονται πραγματικότητα στη θεία λειτουργία; βοηθάμε να κατανοήσουν το πνεύμα της ίδιας της ευχαριστιακής ευχής: (11) ” ημάς δε πάντας τους έκ του ενός άρτου και του ποτηρίου μετέχοντας, ενώσαι αλλήλοις εις ενός Πνεύματος Αγίου κοινωνίαν…”, με αποτέλεσμα η ευχαριστιακή σύναξη στο ναό της ενορίας τους να γίνεται η φανέρωση της Εκκλησίας στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο; Κι όμως, όπως γράφει ο αείμνηστος π. Αλέξανδρος Σμέμαν, η θεία λειτουργία είναι το μυστήριο της σύναξης. Ο Χριστός ήλθε “ίνα τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα συναγάγει εις εν”, και η ευχαριστία ευθύς εξαρχής ήτανε η φανέρωση και η εκπλήρωση της ενότητας του νέου λαού του Θεού, του συγκεντρωμένου από τον Χριστό και έν Χριστώ. Πρέπει ακλόνητα να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε, ότι στο ναό δεν πηγαίνουμε για ατομικές προσευχές. Πηγαίνουμε για να συναχθούμε σε Εκκλησία, και ο ίδιος ορατός ναός είναι μόνο η εικόνα του αχειροποίητού ναού, που αυτός εκφράζει. Συνεπώς, η “σύναξις Εκκλησία” είναι πνευματικά η πρώτη λειτουργική πράξη, το θεμέλιο όλης της λειτουργίας και εκείνος που δεν το αντιλαμβάνεται δεν είναι δυνατόν να εισέλθει και στο υπόλοιπο μυστήριο. Και όταν λέμε: “πηγαίνω στην Εκκλησία”, αυτό σημαίνει πηγαίνω στη σύναξη των πιστών, ώστε μαζί με αυτούς να συγκροτήσω Εκκλησία, να γίνω αυτό που έγινα την ημέρα του βαπτίσματος, δηλαδή μέλος – με την πλήρη και απόλυτη σημασία αυτής της λέξεως – μέλος του σώματος του Χριστού: “υμείς δέ – λέγει ο Απόστολος Παύλος – εστέ σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους”. Πηγαίνω για να δείξω και να εκπληρώσω το χρέος μου σαν μέλος, να παρουσιάσω και να ομολογήσω ενώπιον Θεού και ανθρώπων το μυστήριο της βασιλείας του Θεού, της “ήδη ελθούσης εν δυνάμει”.
Και μετά από τα όσα είπαμε για την ενορία ως ευχαριστιακή κοινότητα, ας εξετάσουμε και τις προεκτάσεις του ευχαριστιακού ενοριακού ήθους στην κοινωνική ζωή.
(12) Τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης ελληνικής αστικής κοινωνίας μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
- Κοινωνία της πολυπολιτισμικότητας,
- Κοινωνία της πληροφορίας,
- Κοινωνία της επικοινωνίας,
- Κοινωνία των εξαρτήσεων και εξαρτημένων ατόμων,
- Κοινωνία των αναζητήσεων,
- Κοινωνία της βίας και της διακινδυνεύσεως, κοινωνία της εκκοσμικεύσεως,
- Κοινωνία της ιδεολογίας και της νέο ειδωλολατρίας.
Η ενορία των πόλεων θεωρείται μία τοπική εκκλησιαστική ευχαριστιακή κοινότητα, που ανήκει σε ένα ευρύτερο αστικό πολεοδομικό χώρο και σε ένα αντίστοιχο κοινωνιολογικό περιβάλλον.
Η «αστικοποίηση», επιφανειακά εξεταζόμενη, θεωρείται συνήθως από τους εκκλησιαστικούς κύκλους, ως ένα αρνητικό φαινόμενο, που απειλεί τη ζωή και τις δομές της Εκκλησίας. Με την έννοια αυτή, οι λειτουργοί της Εκκλησίας, οι ιερείς – ποιμένες των αστικών ενοριών, οδηγούνται σε μία εσωστρέφεια και υπό την πίεση της αστικοποίησης, αποσύρονται από το σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι και εγκλωβίζονται αμυντικά εντός των τειχών του ιερού ναού. Ως εκ τούτου, η αστική ενορία οδηγείται σε μία κοινωνική και εγκληματική απομόνωση. Η ενοριακή ζωή συρρικνώνεται στο τελετουργικό μονομερώς και περιορίζεται για όσους, λίγους ή πολλούς, που εξακολουθούν να προσέρχονται με δική τους πρωτοβουλία στο ναό. Με τον τρόπο αυτό ο ναός στις ενορίες των μεγαλουπόλεων έχει μεταβληθεί σε «κρησφύγετο» και ως «νησίδα» της Εκκλησίας, μέσα στον ωκεανό της αστικοποίησης. Ωστόσο, η αστικοποίηση είναι και πρέπει να θεωρείται ως θετικό φαινόμενο και ως πρόκληση για μία ποιμαντική έξοδο της Εκκλησίας προς τον σύγχρονο αποίμαντο κόσμο.
Η οργάνωση του ποιμαντικού έργου της ενορίας της πόλης αρχίζει με την συγκρότηση και λειτουργία ενός άτυπου (13) «Ενοριακού Συμβουλίου Ποιμαντικού Έργου, στο οποίο συμμετέχουν. ο πρόεδρος του εκκλησιαστικού συμβουλίου, όλοι ιερείς του ναού, ο διάκονος, εάν υπάρχει, ο πρόεδρος του ενοριακού φιλόπτωχου ταμείου και οι υπεύθυνοι των ενοριακών τμημάτων ενοριακού ποιμαντικού έργου, που συνοπτικά θα τους αναφέρουμε:
(14) 1ο Τμήμα, Λειτουργική Ζωή.
2ο Τμήμα, Ορθόδοξη Πνευματικότητα.
3ο Τμήμα, Παιδιά – Νεολαία.
4ο Τμήμα, Αιρέσεις – Ιεραποστολή.
5ο Τμήμα, Δημόσιες Σχέσεις.
6ο Τμήμα, Προνοιακό έργο.
7ο Τμήμα, Οικογένεια.
(15) Δραστηριότητες του πρώτου Τμήματος:
Ευχαριστιακές Λειτουργικές συνάξεις – Αγρυπνίες – Ευταξία, ευπρέπεια Ναού – Kήρυγμα – Iερά Mυστήρια – Πανήγυρις Ναού – Ιερές Ακολουθίες.
(16) Δραστηριότητες δευτέρου Τμήματος:
Εξομολόγηση – Μελέτη Αγίας Γραφής – Ομιλίες – Ιερά Προσκυνήματα – Σεμινάρια – Ενοριακό Αρχονταρίκι.
(17) Δραστηριότητες τρίτου Τμήματος:
Κατήχηση – Kέντρο Nεότητος Πρόγραμμα λειτουργίας – Kατασκήνωση – Aθλητισμός – Παιχνιδότοπος – Φιλαδελφείες – Κοινοτική ζωή – Ελεύθερος χρόνος (σχολικές διακοπές) – Κατασκήνωση στην πόλη.
(18) Δραστηριότητες τετάρτου Τμήματος:
Ομιλίες – Αντιαιρετική δράση – Έντυπα – Εκδόσεις – Έρανοι, χορηγοί – Αβάπτιστοι – Αποστολές βοήθειας – Ιεραποστολή.
(19) Δραστηριότητες πέμπτου Τμήματος:
Συνεργασίες με Δημοτική ή Κοινοτική Αρχή, Εκπαιδευτικές Υπηρεσίες, Κοινωνικές Υπηρεσίες, Σώματα Ασφαλείας, Εργοστάσια, Επιχειρήσεις, Εκκλησιαστικά Ιδρύματα, Νοσοκομεία, Ιδιωτικά Ιατρεία, Παραδοσιακοί Σύλλογοι, Εθελοντικές Οργανώσεις – Mέσα Mαζικής Eνημέρωσης (Ραδιοφωνικές εκπομπές) – Eπίκαιρες εκδόσεις – Εορταστικές εκδηλώσεις – Εόρτια αφιερώματα.
(20) Δραστηριότητες έκτου Τμήματος:
Ενοριακό Φιλόπτωχο Ταμείο – Ασθενείς – ΑΜΕΑ – Κλειστή περίθαλψη (ιδρύματα) – Αιμοδοσία -Ειδικές ομάδες πασχόντων – Πενθούντες – Άνεργοι – Πολύτεκνοι – Χώρος για την τρίτη ηλικία και Συνταξιούχους – Μετανάστες.
(21) Δραστηριότητες εβδόμου Τμήματος:
Μελλόνυμφοι – Ανάδοχοι – Γονείς – Θεραπευτική Οικογένειας – Περιπτώσεις κρίσης οικογένειας.
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε συνοπτικά στην ενοριακή ζωή που μπορεί να αναπτυχθεί στην αγροτική ενορία.
Η σχέση των αγροτών με τη ζωή της Εκκλησίας, λόγω άγνοιας και έλλειψης χριστιανικής κατήχησης και αγωγής είναι σχετικά μικρή έως ελάχιστη. Στις ορεινές ενορίες το ποσοστό των εκκλησιαζομένων είναι πάρα πολύ μικρό, ενώ στις ενορίες πεδινών χωριών είναι λίγο καλύτερο. Οι περισσότεροι αγρότες – κτηνοτρόφοι διατηρούν την «εθιμική» εκκλησιαστική ζωή. Η σχέση τους με την Εκκλησία συνδυάζεται συνήθως με την τέλεση των ιερών μυστηρίων και τις εποχιακές εορτές του γεωργικού έτους, κατά τις οποίες διοργανώνονται και τα γνωστά λαϊκά πανηγύρια, που συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των χωρικών μας.
Μία ποιμαντική φροντίδα της Εκκλησίας στις αγροτικές ενορίες θα πρέπει να επιδιώξει την ουσιαστικότερη και συνειδητότερη συμμετοχή των χωρικών στη ζωή της Εκκλησίας. Προκειμένου να διοργανωθεί μία εκκλησιαστική ποιμαντική στις αγροτικές ενορίες, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός ότι στις αγροτικές περιοχές της χώρας μας λειτουργούν κυρίως δύο κοινωνικές ομάδες: η οικογένεια και η κοινότητα. Η ποιμαντική, επομένως, μιας αγροτικής ενορίας πρέπει να στρέφεται γύρω από τους δύο αυτούς άξονες την οικογένεια και την κοινότητα. Ο ιερέας-ποιμένας της αγροτικής ενορίας έχει το πλεονέκτημα και τη δυνατότητα να γνωρίζει κατ’ όνομα καθεμιά οικογένεια και όλες μαζί τις οικογένειες του χωριού.
Το πλεονέκτημα και η δυνατότητα αυτή πρέπει να αξιοποιείται για την άσκηση σχετικής ποιμαντικής. Η ποιμαντική επίσκεψη του εφημερίου στον οικογενειακό χώρο του σπιτιού, σε κατάλληλη εποχή, όταν η αγροτική οικογένεια είναι συγκεντρωμένη, είναι μια εξαίρετη ευκαιρία ποιμαντικής εργασίας. Όλες οι γεωργικές κοινότητες της χώρας μας, σήμερα, άρχισαν να διοργανώνουν διάφορες κοινωνικές και πολιτιστικές εκδηλώσεις για το σύνολο των μελών τους. Οι εκδηλώσεις αυτές αναζωογονούν τις κοινότητες των χωριών της υπαίθρου και γίνονται αφορμή για μια επίσκεψη ή και μόνιμη επιστροφή όσων έχουν μεταναστεύσει εντός ή εκτός του ελληνικού χώρου. (22) Εκδηλώσεις της αγροτικής ενορίας κοινοτικού χαρακτήρα μπορεί να είναι οι ακόλουθες:
Α. Πρόσκληση εκτάκτων επισκεπτών.
Ο ιερέας της αγροτικής ενορίας μπορεί να προσκαλεί διακεκριμένους κληρικούς, θεολόγους, επιστήμονες, χριστιανικούς συλλόγους, χορωδίες κ.λπ. και να διοργανώνει αντίστοιχες εκδηλώσεις για ολόκληρη την κοινότητα. Προς τον σκοπό αυτό μπορεί να αξιοποιεί τους εκ της κοινότητας του χωριού ή της περιοχής καταγομένους και διαμένοντες σε αστικές περιοχές της Χώρας.
Β. Αξιοποίηση των θρησκευτικών και αγροτογεωργικών εορτών.
Η συμβολή της Εκκλησίας στις θρησκευτικές και αγροτογεωργικές εορτές δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην τέλεση της θείας λειτουργίας. Ο ιερέας, σε συνεννόηση και συνεργασία με την ιερά Μητρόπολη, μπορεί να διοργανώνει αντίστοιχες εκδηλώσεις ποιμαντικού περιεχομένου, όπως λόγου χάριν, πρόσκληση ομιλητών, πνευματικού για εξομολόγηση των πιστών, έκθεση χριστιανικών εκδόσεων και εικόνων, χορωδίες εκκλησιαστικής μουσικής κ.λπ.
Γ. Ενοριακή Βιβλιοθήκη.
Κάθε αγροτική ενορία μπορεί και πρέπει να διαθέτει ενοριακή δανειστική βιβλιοθήκη, με ικανό αριθμό χριστιανικών εκδόσεων. Με μία γραπτή έκκληση προς τους εκδότες και συγγραφείς χριστιανικών βιβλίων, ο ιερέας μπορεί να δημιουργήσει μία πλούσια ενοριακή βιβλιοθήκη. Η καλή όμως η λειτουργία της βιβλιοθήκης αυτής προϋποθέτει την προσωπική φροντίδα και επιμέλειά του.
Δ. Αγροτική νεολαία.
Στις αγροτικές ενορίες οι νέοι είναι λιγοστοί. Μια άλλη δυνατότητα στήριξης των νέων της ενορίας είναι η διασύνδεσή τους με εκκλησιαστικά εργαστήρια που λειτουργούν στα αστικά κέντρα, όπως π.χ. είναι τα εργαστήρια βυζαντινής αγιογραφίας, εκκλησιαστικής μουσικής κ.λπ. Μια άλλη δυνατότητα για τους νέους και τις νέες της ενορίες είναι η συμμετοχή τους σε εκδηλώσεις νεολαίας είτε σε επίπεδο Μητροπόλεως είτε σε Διαμητροπολιτικό επίπεδο.
Ε. Παραθεριστές.
Οι αναιμικές αγροτικές ενορίες αναζωογονούνται κάθε καλοκαίρι με την επιστροφή των καταγομένων από την περιοχή για παραθερισμό ή και από την προσέλευση παραθεριστών από διάφορα μέρη. Μερικοί εξ αυτών, που αποτελούν ζωντανά μέλη αστικών ενοριών, μπορούν να αξιοποιηθούν για μία ποιμαντική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια των θερινών διακοπών, με ομιλίες, κατήχηση παιδιών, συγκεντρώσεις νέων, γυναικών κ.λπ.
ΣΤ. Σχολική ποιμαντική.
Στις αγροτικές ενορίες, που λειτουργεί Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο ίσως και Λύκειο, ο ιερέας καλείται να διατηρεί καλές σχέσεις με τους διδασκάλους και καθηγητές. Η επικοινωνία δε αυτή δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην τέλεση του καθιερωμένου αγιασμού για την έναρξη του σχολικού έτους, αλλά να συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής περιόδου. Ιδιαίτερη πρέπει να είναι η ποιμαντική φροντίδα του ιερέα για τους φτωχούς ή άρρωστους μαθητές και τις οικογένειές τους.
Ζ. Διασύνδεση της ενορίας με αστική ενορία.
Ευχής έργο θα είναι αν κάποια αγροτική ενορία μπορούσε να διασυνδεθεί με μια αστική ενορία, είτε τις ίδιας ή άλλης ιεράς Μητροπόλεως είτε ακόμη και του εξωτερικού, ιδίως με ενορίες συμπατριωτών μεταναστών. Η διασύνδεση αυτή μπορεί να προσδίδει ζωτικότητα και να προκαλέσει άνθηση της αγροτικής ενοριακής ζωής. Μία επιμέρους μορφή εφαρμογής του μέτρου αυτού είναι και η ανταλλαγή επισκεπτών εκ μέρους των συμβαλλομένων ενοριών.
Ποιμαντικές δραστηριότητες που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν σε αγροτικές ενορίες είναι η μελέτη Αγίας Γραφής, επισκέψεις μικρών ομάδων σε ιδρύματα, προσκυνηματικές εκδρομές, σχολική συμπαράσταση, εορτές μητέρας και πατέρα, γεύματα, καφές, συνάξεις ηλικιωμένων εκκλησιαστική φιλανθρωπία.
Σκόπιμα άφησα για το τέλος των σκέψεών μου, Σεβασμιώτατε και σεβαστοί πατέρες, το ενοριακό έργο που έχει ως θέμα τους νέους. Ένας ιερέας και μάλιστα ένας νέος στην ηλικία, που έχει διάθεση να εργαστεί ποιμαντικά μεταξύ των νέων της ενορίας του, μπορεί να εφαρμόσει θεολογικές και παιδαγωγικές δραστηριότητες ανταποκρινόμενος στις προκλήσεις της εποχής μας. (23) Δράσεις νεανικού έργου υπάρχουν άλλωστε και ήδη λειτουργούν σε πολλές ενορίες. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εξής:
Θεία λατρεία.
Ο καλύτερος τρόπος συμμετοχής των νέων στη ζωή της Εκκλησίας είναι η προσπάθεια συνειδητής εντάξεώς τους στην ενοριακή κοινότητα, μέσα από την ορθόδοξη κατήχηση και τη λειτουργική ζωή. Ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα έχουν οι ιερές ακολουθίες που τελούνται ειδικά για παιδιά και νέους. Γενικότερα, έναν ιερέα θα πρέπει να απασχολήσει το πώς η θεία λειτουργία θα γίνει προσιτή στους νέους (π.χ. βραδινές λατρευτικές συνάξεις, δημιουργία χώρων παραμονής των μικρών παιδιών, μέριμνα για γλωσσική κατανόηση των λειτουργικών κειμένων, ειδικές συναντήσεις μετά τη θεία λειτουργία). Αξιοποιήσιμη είναι και η παρουσία στην ενορία των ιεροψαλτών, αναγνωστών και ιεροπαίδων. Η μέριμνα ενός ιερέα προς αυτούς θα πρέπει να είναι συνεχής και συστηματική, ιδιαίτερα στην καλλιέργεια των ιερατικών κλήσεων.
Πνευματική κατάρτιση.
Κατηχητικές συνάξεις για μικρά και μεγαλύτερα παιδιά, σύναξη φοιτητών, εάν υπάρχουν στην ενορία, ανοιχτούς διαλόγους, δανειστική βιβλιοθήκη. Η εποχή μας απαιτεί την αναδιοργάνωση της εκκλησιαστικής κατήχησης. Τα παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου, τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην επαρχία δεν έχουν ελεύθερο χρόνο και δεν μπορούν να παρακολουθήσουν έναν τρόπο κατηχήσεως που θυμίζει σχολείο. Η στατικότητα στην κατήχηση, με το τυπικό πλαίσιό της (προσευχή – μάθημα – τραγούδι), δεν μπορεί πλέον να προσελκύσει τη νέα γενιά.
Η κατήχηση θα πρέπει να ξεκινά από τη νηπιακή ηλικία και τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού και να ολοκληρώνεται με τμήματα που αφορούν στις υπόλοιπες τάξεις του Σχολείου. Η κατήχηση των μικρών παιδιών, για να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους, χρειάζεται να προκαλεί χαρά, με σύντομες ιστορίες, πολύ παιχνίδι και δυνατότητα παραμονής στο χώρο του ναού ή του πνευματικού κέντρου για δημιουργικές πνευματικές δραστηριότητες. Για την προσέγγιση των μεγαλύτερων παιδιών και των εφήβων η κατηχητική ομάδα πρέπει να λειτουργήσει ως συντροφιά και παρέα. Η καλλιέργεια ομαδικού πνεύματος, με την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας και τη χρήση πολλών κειμένων (π.χ. από το Γεροντικό), είναι χρήσιμα εργαλεία. Θα δώσω χαρά στην κατήχηση και τη δυνατότητα ψυχαγωγίας και μάθησης. Στο σημείο αυτό επισημαίνουμε τη μεγάλη σπουδαιότητα υπάρξεως των Μοναστηριών ως κέντρων κατηχήσεως και επανευαγγελισμού.
Πολιτισμός – Αθλητισμός.
Δημιουργία χορωδίας, ορχήστρας, θεατρικής ομάδας, χορευτικού συγκροτήματος, ειδικές εκδηλώσεις με την ευκαιρία ιστορικών γεγονότων, αξιοποίηση επετείων και τη θεσμοθέτηση ενοριακών βραβείων. Δημιουργία επίσης αθλητικών ομάδων, διοργανώσεις πρωταθλημάτων.
Εκπαίδευση.
Παράδοση σχολικών μαθημάτων με ενισχυτική διδασκαλία, διάφορες σχολές, όπως βυζαντινής μουσικής, αγιογραφίας, δημιουργία ενοριακής ιστοσελίδας και παροχή υποτροφιών σε αριστούχους μαθητές ή πρωτεύσαντες σε σχολικές και πανελλήνιες εξετάσεις. Πολύτιμη είναι η δημιουργία νεανικών εντύπων και ευαισθητοποίηση σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος και καλλιέργειας οικολογικής συνειδήσεως. Εξίσου σημαντική είναι η παρουσία του ιερέα στο χώρο του Σχολείο, που δεν είναι πάντοτε δεδομένη ούτε πάντοτε εύκολη.
Ψυχαγωγία.
Εκδρομές, συμμετοχή στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα του Ρ/Σ της Μητροπόλεως, περιοδικό, συνεστιάσεις, νεανικό αρχονταρίκι, λειτουργία Ίντερνετ καφέ, όπου είναι εφικτό με παράλληλο εμπλουτισμό της παραμονής του παιδιού ή του νέου με παιδαγωγικά προγράμματα. Ενδιαφέρουσες είναι οι δράσεις για μικρά παιδιά που αναπτύσσονται τελευταία σε ορισμένες ενορίες καθώς και η αξιοποίηση του χρόνου μετά τις σχολικές εξετάσεις. Ιδιαίτερα επισημαίνεται η λειτουργία εκκλησιαστικών κατασκηνώσεων. Η εμπειρία καταδεικνύει ότι πολλά από τα παιδιά και τους νέους που συμμετέχουν στα κατασκηνωτικά προγράμματα δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία. Συμμετέχουν όμως γιατί ελκύονται από τον τρόπο ζωής που είναι κοινοτικός και κοινοβιακός. Στις κατασκηνώσεις έχουμε το περιθώριο ουσιαστικής κατηχήσεως, διότι τα παιδιά μένουν για πολλές ημέρες στο χώρο της εκκλησίας.
Το ενοριακό έργο τελικά έχει ως κεφαλή τον ιερέα-ποιμένα και χέρια τους εθελοντές ενορίτες. Η αναζήτηση εθελοντών, η συστηματική καλλιέργεια της συμμετοχής των σε ενοριακά δρώμενα και η παρότρυνση για την ενεργοποίησή τους στην άσκηση του κατηχητικού και φιλανθρωπικού έργου είναι εκ των ων ουκ άνευ. Για την εφαρμογή των ανωτέρω προτάσεων, είναι απαραίτητη η εξεύρεση οικονομικών πόρων. Απαραίτητη επίσης κρίνεται και η ύπαρξη κατάλληλου ενοριακού πνευματικού κέντρου, όπου μπορεί να υπάρξει, ή η εξεύρεση άλλων κατάλληλων χώρων. Βέβαια όλα αυτά δεν μπορούν να εφαρμοστούν σε όλες τις ενορίες, πόλεων ή χωριών. Η διαπίστωση, πάντως, είναι ότι υπάρχουν ενορίες οι λεγόμενες «μικρές» ή «φτωχές», που έχουν μεγαλύτερο ποιμαντικό έργο από άλλες ενορίες, «μεγάλες» ή «πλούσιες». Συνεπώς, καταλήγουμε και πάλι στο συμπέρασμα ότι η επιτυχής άσκηση ποιμαντικού έργου δεν εξαρτάται τόσο από τις δυνατότητες που παρέχονται στον ιερέα όσο από τον ίδιο τον ιερέα.