Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.Ιγνατίου
Θα κερδηθούν τα φετινά Χριστούγεννα;
Το ερώτημα αυτό ίσως να μοιάζει και ρητορικό, την ώρα που οι δρόμοι και οι βιτρίνες έχουν ήδη βάλει τα γιορτινά τους και ο προγραμματισμός των διακοπών, έστω και ολιγοήμερων, έχει ολοκληρωθεί. Ακόμη και όταν οι οικονομικές δυσκολίες φαίνονται αξεπέραστες, τα Χριστούγεννα καταφέρνουν πάντα να ξεκλέψουν λίγη ανεμελιά κι ένα παραπάνω χαμόγελο.
Η αλήθεια είναι πως τα «εύκολα» Χριστούγεννα αποτελούν πλέον παρελθόν. Οι εποχές εκείνες, όπου τα εορταστικά ξεφαντώματα και οι πλούσιες αγορές εξασφάλιζαν μια χαρούμενη παρένθεση από την καθημερινότητα, μας έχουν, προς το παρόν, αποχαιρετήσει. Ακόμη και τότε όμως, όλοι ξέραμε, πως, όσο περνούν τα χρόνια και απομακρυνόμαστε από την παιδική χριστουγεννιάτικη μαγεία, αυτό το διαφορετικό, αυτό το «κάτι», που συνηθίσαμε να λέμε «πνεύμα Χριστουγέννων», όλο και δυσκολότερα μας επισκέπτεται. Έτσι, τις τελευταίες δεκαετίες, μάθαμε να καταφεύγουμε στις εύκολες λύσεις. Συνηθίσαμε, στην πατρίδα μας, τα πάντα να μας προσφέρονται έτοιμα. Γιορτές, επέτειοι και όλες οι ξεχωριστές μέρες του κύκλου του χρόνου γίνονταν αντιληπτά από τη διακόσμηση των δρόμων, από πανηγυρικούς λόγους, από εκδηλώσεις των Δήμων, από βαρυφορτωμένες βιτρίνες, από διαφημίσεις. Εθιστήκαμε να καταναλώνουμε χωρίς κόπο, χωρίς υπομονή, χωρίς προετοιμασία, χωρίς προσωπική συμμετοχή. Είναι σα να παραδώσαμε τα κλειδιά του χρόνου σε φορείς, κανάλια και εταιρείες και τις εξουσιοδοτήσαμε να μας στολίζουν τις περιόδους και τις εποχές.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι βοήθειες αυτές στέρεψαν. Οι χρονιάρες μέρες μπήκαν κι αυτές στη σειρά των γκρίζων καθημερινών ημερών. Δεν έρχονται πια από μόνες τους στολισμένες και χαρούμενες να μας παρασύρουν σε μια γιορταστική φυγή. Αντίθετα, ντυμένες με τη μονοτονία και τις έννοιες ενός ολόκληρου χρόνου, περιμένουν από μας να τους δώσουμε νόημα και περιεχόμενο.
Στην παράδοση της πατρίδας μας, οι μέρες αυτές ήταν γεμάτες ευκαιρίες. Ευκαιρίες ν΄ ανοίξουν τα σπίτια σε γνωστούς και ξένους, να ξαναβρεθούν οι συγγενείς με τους ξενιτεμένους, να γεμίσει το σπίτι με ξεχωριστές μυρωδιές, να γεμίσουν τ’ αυτιά με κάλαντα, τα μάτια με έθιμα, οι καρδιές με ζεστασιά, κι ας έχει πιάσει έξω ένα μέτρο χιόνι. Κι αν οι πόλεις μας πλέον έγιναν αγνώριστες, όσο και ο ένοικος του διπλανού μας διαμερίσματος, τα σεντούκια μας είναι γεμάτα από τρόπους να πάρει ο χρόνος σχήμα και μορφή και οι μέρες μας να μοσχομυρίσουν και να φωταγωγηθούν.
Οι συνθήκες μάς πιέζουν, ποιος δεν το βλέπει; Συγχρόνως όμως, μας προκαλούν να ξαναμπούμε δυναμικά στο παιχνίδι της ζωής. Όσα μας έδινε η …αγοραστική μας δύναμη μπορούν να αποκτηθούν, μέσα από τη διάθεση και το μεράκι μας. Ακόμη και μια ασήμαντη χειροτεχνία, ένα χειροποίητο δώρο, μια απλή συνταγή μαγειρικής θα μας γεμίσουν με μια ξεχασμένη βαθιά ικανοποίηση, που έχουμε να τη νιώσουμε από παιδιά. Δεν πρόκειται μόνο για την εξοικονόμηση κάποιων ευρώ. Είναι η χαρά μιας προσωπικής συμμετοχής, που θα ξαναζεστάνει άλλη μια ξεχασμένη ανάγκη: Την ανάγκη της μοιρασιάς. Μόνον όσοι ανακαλύπτουν τα ταλέντα τους και την ανάγκη τους για προσωπική δημιουργία, αντιλαμβάνονται την ανάγκη, αλλά και τη χαρά, να σκορπάς τον πλούτο σου και να καλείς και άλλους στην ευτυχία σου.
Τέτοιες μικρές αποφάσεις και αντίστοιχες δράσεις θα ξανανοίξουν τα σπίτια μας, θα μας ξαναθυμίσουν την ανάγκη να βρισκόμαστε με άλλους ανθρώπους, να μιλάμε και να ακούμε, να χαιρόμαστε μαζί, να γιορτάζουμε μαζί, να συν-πορευόμαστε, να συν-πονούμε, να συν-κινούμαστε. Μόνον έτσι θα δυναμώσουμε ξανά τους οικογενειακούς και κοινωνικούς μας δεσμούς και θα ενωθούμε απέναντι στη δυσκολία και την αντιξοότητα.
Όλα αυτά χρειάζονται χρόνο. Χρόνο, που φαίνεται να μην περισσεύει. Κι όμως! Η απόφασή μας να αναζητήσουμε νόημα και περιεχόμενο για τις γιορταστικές μέρες που έρχονται, θα εξοικονομήσει πολύ περισσότερο χρόνο, απ΄ όσο φανταζόμαστε. Καταναλώνουμε άπειρες ώρες στο κυνήγι πραγμάτων, που όλο υπόσχονται και ποτέ δεν αποδίδουν. Ο χρόνος όμως που θα αφιερωθεί στη συνάντηση με τον βαθύτερο εαυτό μας και τους άλλους, θα μας αμείψει γρήγορα και πλουσιοπάροχα. Αυτή είναι η δική μας, η προσωπική μας φάτνη, που μας καλεί σε έξοδο από τη Βηθλεέμ με τις κλειστές πόρτες και τις κλειστές καρδιές και μας περιμένει όλους, πλουσίους και σοφούς σαν τους μάγους, αμόρφωτους και ταπεινούς σαν τους βοσκούς, σε μια νέα πρόταση ζωής και κοινωνίας.
Όσοι τη νύχτα εκείνη έμειναν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια και στις καρδιές τους, κοιμήθηκαν με τη βεβαιότητα πως τίποτε δεν μπορεί ν΄ αλλάξει. Όσοι όμως αρνήθηκαν να συμφιλιωθούν με το σκοτάδι της απελπισίας, το είδαν να διαλύεται από το φώς ενός αστεριού. Το νόημα κρυβόταν στη νύχτα, αλλά δεν ήταν νύχτα. Ήταν Φως. Το Φως ενός νεογέννητου ανθρώπου, που ένωσε τον ουρανό με τη γη και δεν έπαψε μέχρι σήμερα να καλεί σε συνάντηση μαζί Του και σε υπέρβαση της μοναξιάς και της απόγνωσης.
«Όλα κερδίζονται στους δρόμους», διάβασα πρόσφατα σε τοίχο. Αλήθεια είναι. Όλα κερδίζονται στους δρόμους, που οδηγούν στο ζωντανό νόημα των ημερών που έρχονται, στον νεογέννητο Θεό. Τον Θεό της αγάπης και της ελπίδας.