Του Μητροπολίτου Δημητριάδος κ.Ιγνατίου
Η εορτή των Θεοφανείων αποτελεί μια από τις κυριότερες εορτές της Ορθόδοξης παράδοσής μας. Δεν πρόκειται μόνον για την ανάμνηση ενός σημαντικού γεγονότος της επίγειας ζωής του Χριστού. H ουσία της εορτής που πλησιάζει αποκαλύπτεται στην ίδια την ονομασία τους: Θεοφάνεια, δηλ. αποκάλυψη, εμφάνιση Θεού.
Βεβαίως, κάθε σελίδα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης αποκαλύπτει την ύπαρξη του Θεού. Ειδικά, όμως, στην εορτή του Βαπτίσματος του Χριστού στον Ιορδάνη, η Εκκλησία μας έδωσε αποκλειστικά αυτόν τον χαρακτηρισμό, καθώς έχουμε εμφάνιση και των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος: Του Πατρός, που επιβεβαιώνει με τη φωνή Του τη σχέση Του με τον Χριστό, του Υιού, που βαπτίζεται, και του Αγίου Πνεύματος, που ίπταται “εν είδει περιστεράς”.
Ο Θεός της πίστης μας είναι Θεός αγάπης και ενότητας. Το μυστήριο της Αγίας Τριάδος παραμένει παντελώς απρόσιτο στον ανθρώπινο νου, αξιωνόμαστε όμως την ημέρα αυτή, έστω και αμυδρά, να γίνουμε μάρτυρες αποκάλυψης της σχέσης των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Η σχέση αυτή δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια, γι΄ αυτό και η Εκκλησία μας επιστρατεύει την λατρευτική της τέχνη, με αποκορύφωμα τον υπέροχη εικόνα της Αγίας Τριάδος, ιστορημένη από τον Αντρέι Ρουμπλιώφ. Εκεί, με τρόπο λιτό και μεγαλειώδη, αναδεικνύεται η απόλυτη ταύτιση, η απόλυτη διάκριση και η απόλυτη ισοτιμία ανάμεσα στα τρία Πρόσωπα της Τριάδος.
Στα Θεοφάνεια της ημέρας εκείνης, η ανθρώπινη φύση δεν βρέθηκε μόνον παρατηρητής. Ο Χριστός μας, ενδεδυμένος την ανθρώπινη φύση, την κάνει συμμέτοχο αυτού του μυστηρίου και την φέρνει ξανά σε άμεση επαφή, όχι μόνον με τον Αίτιο αλλά και με τον φυσικό τρόπο της ύπαρξής της. Με άλλα λόγια, η αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού της αγάπης αποκαλύπτει το κεντρικό νόημα και σκοπό της ζωής μας, που δεν είναι άλλο από την αγάπη και την ενότητα.
Οι δύο αυτές λέξεις, αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, όραμα και διακαή πόθο όλων των ανθρώπων, όλων των εποχών. Η ανθρώπινη ιστορία όμως έδειξε πως, όσο η ανθρώπινη φύση παραμένει αποξενωμένη από τον Θεό της Αγάπης και μοιραία εγκλωβισμένη στην φθορά, το όραμα αυτό αποτελεί μια τραγική ουτοπία. Αντίθετα, η Εκκλησία του Χριστού, με περισσότερο ρεαλισμό από κάθε κοσμική ιδεολογία, αναγνωρίζει την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης να ανακαλύψει την αγάπη μέσα σ΄ αυτόν τον κόσμο. Καλεί, λοιπόν, τον άνθρωπο να στραφεί προς την Πηγή της και να την δεχτεί ως Θείο μυστήριο και Θεία δωρεά.
Μπορεί η αγάπη να αποτελεί αόρατο μυστήριο, τα έργα της όμως είναι ορατά, ιδίως σε εποχές σαν τη δική μας. Δεν είναι διόλου τυχαίο πως, μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα αποσύνθεσης, ατομικισμού και απαξίωσης συλλογικών οραματισμών, η Εκκλησία διατηρεί την συνοχή της πίστης της, αλλά και τις πνευματικές προϋποθέσεις να προσφέρει με αμείωτη ένταση το πολύτιμο ανθρωπιστικό της έργο. Όσο οι κοινωνικές δομές καταρρέουν, τόσο η προσφορά εκ μέρους των μελών της, όχι μόνον σε είδη πρώτης ανάγκης, αλλά κυρίως σε δυνάμεις σωματικές και ψυχικές, αυξάνει. Είναι όμως σημαντικό, η δράση της να αναδειχθεί σε όλες της τις διαστάσεις: Η Εκκλησία δεν δρα απλώς ως ένας φιλανθρωπικός οργανισμός. Πολύ ευρύτερα, οραματίζεται μια ανθρώπινη κοινωνία, στην οποία τα οράματα για αλληλεγγύη και δικαιοσύνη θα παραμένουν ζωντανά. Συγχρόνως, δίνει μαρτυρία έμπρακτη πως η πίστη στον Θεό της αγάπης και η υποδοχή της Χάρης Του οδηγεί σε έργα χειροπιαστά, που δίνουν λύσεις σε προβλήματα και αδιέξοδα, που πληγώνουν την σημερινή ανθρωπότητα.
Στις εορταστικές ημέρες, που προηγήθηκαν, γίναμε μάρτυρες μαζικής συμμετοχής συνανθρώπων μας, τόσο στη λατρεία, όσο και στις δράσεις της Εκκλησίας. Και μάλιστα, η συμμετοχή αυτή χαρακτηρίστηκε από βαθιά πνευματική διάθεση και πρωτόγνωρο ζήλο. Το γεγονός αυτό, αλλά και οι ευρύτερες περιστάσεις, μπορούν να αποβούν καθοριστικές για το μέλλον μας, αρκεί να αποτελέσει συνείδηση για τον καθένα μας ξεχωριστά πως η έξοδος από την κρίση και τις συνέπειές της θα βασιστεί τελικά στην πνευματική μας ανακαίνιση, την ψυχική μας εξισορρόπηση και στην νοηματοδότηση των έργων μας.
Τώρα , που τα ερωτήματα ανακύπτουν επιτακτικά για το «πού πάμε», ως άνθρωποι και ως κοινωνία, αποτελεί χρέος απέναντι στους εαυτούς μας και τους συνανθρώπους μας να ανακαλύψουμε όλες τις διαστάσεις της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής μας συνείδησης και να δώσουμε στον κόσμο την ευκαιρία να τις γευτεί, μέσα από το προσωπικό μας παράδειγμα σε πνευματικότητα και έργα.
Ύψιστο όμως χρέος μας, επιτακτικό για τους καιρούς μας και λυτρωτικό για όλους, αποτελεί η διατήρηση της ενότητας και της αγάπης και η αποκάλυψη του μυστηρίου των Θεοφανείων στην προσωπική, αλλά και στην Εκκλησιαστική μας ζωή.
Εφημερίδα ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ