Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
κατά την τελετή της Αποκαθήλωσης την Μεγάλη Παρασκευή 2011
Σήμερον κρεμάται επί ξύλου και περί ημών οδυνάται ο Αναμάρτητος.
Εδώ και είκοσι αιώνες οι πιστοί, όπως κάθε μεγάλη Παρασκευή, στεκόμαστε με δέος εμπρός στο μεγαλείο της θείας αγάπης, προσηλώνοντας αμίλητοι το βλέμμα στον Εσταυρωμένο.
Κι Εκείνος ψηλά από το ικρίωμα του Σταυρού μάς κοιτά με μια μοναδική αγάπη και συμπόνια, αλλά και με μια απέραντα μεγαλόπρεπη σιωπή, που θεραπεύει την κούφια και υβριστική πολυλογία των καιρών μας. Μάς ατενίζει όλους σιωπηλός, όπως τότε τον Πέτρο πριν λαλήσει ο πετεινός, και η σιωπή Του αναμοχλεύει μέσα μας όλες τις αρνήσεις και όλες τις προδοσίες μας στο πρόσωπό Του, όλα τα πάθη μας και όλες τις πληγές μας. Είναι μια αγιασμένη πονεμένη θεία σιωπή για τις αστοχίες και αποτυχίες των ανθρώπων όλων των αιώνων, πιο ισχυρή από χίλιους λόγους, που σαν μυστική φωνή δονεί τα μύχια της ψυχής μας˙ είναι μια μεγαλειώδης, εύγλωττη, κατανυκτική σιωπή αγάπης.
Το μυστήριο της θείας αυτής σιωπής το παραδίδει με δέος ο Ευαγγελιστής (Ματθαίος) στους φλύαρους κοσμικούς αιώνες. «Ο δε Ιησούς εσιώπα».
Ήταν γνωστή στους Ιουδαίους η γλυκιά και γαλήνια φωνή του Ιησού, που σαγήνευε τα πλήθη, ειρήνευε τους πονεμένους, συγκλόνιζε τις καρδιές. Αυτή η φωνή χόρτασε τα πλήθη στην έρημο, έλυσε δεσμά, γιάτρεψε κάθε ανθρώπινη ασθένεια. Γαλήνεψε τα πέλαγα. Παρηγόρησε ψυχές για το πιο οδυνηρό τίμημα της αμαρτίας, το θάνατο. Αυτή η φωνή ανακάλεσε νεκρούς στη ζωή. Φώτισε τους εν σκότει καθημένους. Συγχώρεσε, λύτρωσε, έκανε τον όχλο, να λέει: «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος». Και όμως, τις μεγάλες ώρες του Πάθους εσιώπα ο Ιησούς. Εκείνος, που όταν αποφάσιζε να μιλήσει όχι μόνο κατέπλησσε αλλά αποστόμωνε και καθήλωνε με το λόγο Του τους ακροατές Του.
«Ο δε Ιησούς εσιώπα»˙ στον πόνο και τον θρίαμβο˙ και όταν έμπαινε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα, και μπροστά στο δικαστήριο των ανόμων. «Ως αμνός εναντίον του κείροντος αυτόν άφωνος ούτως ουκ ανοίγει το στόμα αυτού», είχε προφητεύσει ο Ησαϊας. Σιωπά όταν ο όχλος και οι στρατιώτες Τον χλευάζουν, όταν Τον προκαλούν λέγοντας «σώσον σεαυτόν ει υιός ει του Θεού», όταν καταφέρουν στο άγιο πρόσωπό Του ραπίσματα, και με σαρκαστική ειρωνεία Τον εξωθούν να προφητεύσει ποιός Τον εράπισε. Σιωπά, όταν εφαρμόζουν την πιο αποτρόπαιη αδικία σ’ Εκείνον που υπήρξε πιο δίκαιος κι από τη δικαιοσύνη. Σιωπά στην απύθμενη αχαριστία όσων του ανταπέδωσαν «αντί του μάννα χολήν». Μπορεί να τους συντρίψει όλους «ως σκεύη κεραμέως». Εκείνος, όμως, ανταποδίδει στην παράλογη πρόκληση της ανθρώπινης κακότητας την πορφυρή σιωπή των σταυρωμένων Του χεριών, τη ματωμένη σιωπή της Αγάπης Του.
Σιωπά ο Ιησούς μπροστά στη μισαλλοδοξία και αλαζονεία των εχθρών Του, γιατί οι λέξεις δεν μπορούν να πουν τίποτε περισσότερο από όσα πολυσήμαντα μαρτυρούν τα πάθη Του, ο Σταυρός και η Ανάστασή Του. Σε τέτοιες μεγάλες ώρες τα λόγια είναι τα εργαλεία χρονικότητας˙ ενώ η σιωπή, η υπέρβαση του λόγου, είναι η γλώσσα της Βασιλείας του Θεού, το μυστήριο του μέλλοντος αιώνος.
Είναι αλήθεια ότι όλα τα μεγάλα μυστήρια στην ησυχία τελεσιουργούνται και τα καλύπτει ιερή σιγή. Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος λέγει πως και ο λόγος του Θεού προήλθε από τη σιγή. Μετά από μακριά σιγή στην έρημο μίλησε ο Ιησούς. Και η Ανάσταση μέσα στη σιωπηλή νύχτα στον κήπο του Ιωσήφ διαδραματίζεται. Μέσα στη σιωπή συντελείται η θεανθρώπινη συνάντηση. «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός». Η σιωπή συντροφεύει τις μεγάλες ώρες των αγίων, τις ιερές ώρες της περισυλλογής και της προσευχής. Και στη σιγή της ησυχίας, ο άνθρωπος μπορεί να γευθεί και να απολαύσει υπερκόσμια αγαθά, να έχει άμεση εμπειρία της αγάπης του Θεού και της εράσμιας παρουσίας Του.
Αλλά ζούμε σε εποχή τόσο θορυβώδη, τόσο πλούσια σε λόγο και πληροφορία, σε συζήτηση κι επικοινωνία, που θεωρούμε, αν όχι αδιανόητο, τουλάχιστον παράξενο και περιττό το να ομιλούμε περί σιωπής.
Το Πάθος, όμως, του Κυρίου μας, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, μάς δίνει μια μοναδική ευκαιρία. Μέσα στην κατανυκτική ησυχία της Μεγάλης Εβδομάδος, μέσα στην υποβλητική ατμόσφαιρα της Εκκλησίας, όπως σήμερα, να προσεγγίσουμε τον σιωπώντα Κύριό μας και να στοχασθούμε. Μπορεί η Θεία Του σιωπή να είναι για μάς απορία και θαυμασμός, πρόκληση για τη φτωχή λογική μας, μπορεί να μην έχουμε τη δυνατότητα μετοχής στο μυστήριό της, όμως, ιδού ήδη βρισκόμαστε μπροστά στον Ιησού. Πάνω στο ξύλο του Σταυρού οδυνάται μα αγαπά, σιωπά και περιμένει. Περιμένει σιωπηλός να Τού μιλήσουμε εμείς. Με ειλικρίνεια και συντριβή να Τού ανοίξουμε τη φτωχή καρδιά μας, και ν’ αποθέσουμε σ’ Εκείνον όλο το βάρος της απέραντης ενοχής μας. Περιμένει και σιωπά για να μάς ακούσει…..
Κύριε, παιδαγώγησέ μας στην αγία σιωπή Σου. Σιώπησες Εσύ, που έδωσες το λόγο στα πλάσματά Σου, Εσύ που είσαι ο μόνος αληθινός λόγος, Υιός και Λόγος του Θεού. Κι εμείς -αλλοίμονο! – ως κύμβαλα αλαλάζοντα φλυαρούμε και βυθιζόμαστε στην ταραχή και το θόρυβο.
Εσύ σιωπώντας μακροθύμησες, ανέχθηκες, υπέμεινες χάριν της αγάπης. Κι εμείς; Δοκιμάσαμε, με το σκληρό μας λόγο, να περιφρουρήσουμε τα δικαιώματά μας, αλλά φτωχύναμε περισσότερο.
Δοκιμάσαμε, με το φιλόδοξο λόγο μας, να διακριθούμε, αλλά δεν βρήκε ανάπαυση η ψυχή μας.
Δοκιμάσαμε, με της φωνής μας την ένταση, να διεκδικούμε στη ζωή μας, αλλά άδειασε περισσότερο η καρδιά μας.
Δίδαξέ μας, Κύριε, την αγία σιωπή Σου, όταν ο λόγος μας κινδυνεύει να γίνει αγανάκτηση και γογγυσμός, κι όταν ακόμα εκφυλίζεται σε ψεύδος και κολακεία, κι όταν εκτρέπεται περισσότερο σε ύβρη η εμπαιγμό.
Βέβαια, σιωπήσαμε κι εμείς, Κύριε, κάποιες φορές˙ πόσο, όμως, άστοχα κι αδόκιμα!
Σιωπήσαμε άνανδρα, όταν θα μπορούσαμε να υπερασπισθούμε τους αδικημένους.
Σιωπήσαμε με ιδιοτέλεια, για να μη θιγούν τα συμφέροντά μας.
Σιωπήσαμε φοβισμένα, Κύριε, όταν θα έπρεπε να Σε ομολογήσουμε, όταν θα έπρεπε να εφαρμόσουμε το «λάλει και μη σιωπήσεις» που είχες κάποτε ζητήσει. «Ω ! αλλοίμονο σε μάς, που σιωπήσαμε για Σένα» εξομολογείται για όλους μας ο ιερός Αυγουστίνος. Εσύ όμως, Κύριε, και πάλι μακρόθυμα σιωπάς και μάς συγχωρείς.
Ναι, Κύριε, συνεχίζεις και σήμερα να σιωπάς, όταν εκατομμύρια ανθρώπων Σε προδίδουμε καθημερινά, Σε βλασφημούμε με την υποκρισία μας, και Σε καρφώνουμε μέσα τους αιώνες διαρκώς πάνω στο Σταυρό. Σιωπάς, όπως τότε, πριν δύο χιλιάδες χρόνια, και μάς κοιτάς με στοργή και οίκτο, όπως ένας πατέρας κοιτά το άρρωστο παιδί του, και νοιώθουμε πως τούτη την ώρα μάς αγαπάς με βαθύτερη τρυφερότητα.
Σιωπάς, Κύριε, και κάποιες ακόμα μεγάλες για μάς στιγμές, όταν απεγνωσμένα αναζητούμε εξήγηση στα ανερμήνευτα «γιατί» που σφυροκοπούν τη ζωή μας, στις εύλογα πονεμένες απορίες μας, στα υπαρξιακά ερωτήματά μας. Σιωπάς, αλλά δεν αμφιβάλλουμε ότι η σιωπή Σου είναι μια διακριτική συνομιλία με μάς, ένας αέναος διάλογος αγάπης με τις ψυχές μας, ακόμα και όταν αυτές είναι ερμητικά κλειστές, ακόμα κι όταν είναι σφραγισμένες και δεν Σε αντιλαμβάνονται. Ναι, Κύριε, όπως τις μεγάλες ώρες του Πάθους Σου σιωπούσες μεν, συγχρόνως, όμως, τελεσιουργούσες το μυστήριο της σωτηρίας του κόσμου, έτσι και τώρα είναι βέβαιο ότι κάθε φορά που σιωπάς στη ζωή μας και φαίνεται ότι αποσύρεσαι, είσαι ακόμα πιο κοντά μας, και συντονίζεις μυστικά για τον καθένα μας την πορεία προς την αληθινή ευτυχία και καταξίωση.
Σ’ αυτή την αγία σιωπή Σου, την πολύφθογγη γλώσσα της αγάπης Σου, την εύλαλη μαρτυρία της μακροθυμίας Σου, παιδαγώγησέ μας, Κύριε. Μάθε μας μέσ’ στην πολύβουη εποχή μας να σιωπούμε κι εμείς, για να ακούμε την ήρεμη φωνή του Θεού στην ψυχή μας.
Κι ας γίνεται όλο και περισσότερο ο λόγος μας προσευχή και ευχαριστία, ομολογία, και δοξολογία σε Σένα, που με το Θείο Πάθος Σου και την ηγεμονική σιωπή σου συγκλονίζεις σήμερα λυτρωτικά τη ζωή μας.
Δόξα τη μακροθυμία Σου, Κύριε !