Πρωτ. Κωνσταντίνος Φλάκης
Ἡ «Σκοπιά» τῶν «Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», δέν μπορεῖ να χαρακτηριστεῖ ὡς χριστιανική αἳρεση, ἀλλά ὡς παραχριστιανική ὁμάδα, ἀφού ἀπορρίπτει τα βασικά δόγματα τοῦ Χριστιανισμοῦ: Ἡ πίστη στην Ἁγία Τριάδα, ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τα ἱερά Μυστήρια, ἡ ὓπαρξη τῆς ψυχῆς, ἡ τιμή προς την Θεοτόκο και τους Ἁγίους. Ἐπιπλέον, θεωροῦν τον Τίμιο Σταυρό ὂργανο ἐγκλήματος και χαρακτηρίζουν τις ἱερές εἰκόνες ὡς εἲδωλα κατηγορώντας την Ἐκκλησία για εἰδωλολατρεία. Ἡ «Σκοπιά» ὑποστηρίζει ψευδῶς ὃτι «Οἱ ἀληθινοί Χριστιανοί (δηλαδή οἱ «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ») οὐδέποτε σεβάστηκαν τον σταυρό ἢ τον θεώρησαν σύμβολο τῆς ἀληθινῆς χριστιανοσύνης» (Σκοπιά 15.7.1968, σ.439). Ἀποκρύπτει, δηλαδή, ἐπιμελῶς ὃτι μέχρι το ἒτος 1931 ὂχι μόνο τιμοῦσε τον Σταυρό ἀλλά και τον τοποθετοῦσε ἐντός στέμματος πάνω στα ἐκδιδόμενα περιοδικά της. Ἐπίσης, κάθε «εὐαγγελιζόμενος» ἒφερε στο πέτο του σακκακιοῦ του ὡς διακριτικό το ἒμβλημα τοῦ Σταυροῦ. Σε ἂλλο βιβλίο της παρουσιάζεται ὁ Χριστός πορευόμενος προς τον Γολγοθά να φέρει τον Σταυρό. Ἐξ ἂλλου, το περιοδικό «Σκοπιά», ἀναφερόμενο στα Χερουβείμ, δημοσιεύει ἂρθρο με τίτλο «Δεν εἶναι ὃλες οἱ εἰκόνες εἲδωλα» (Σκοπιά 1.2.1981, σ.28-29). Ἑπομένως ἡ «Σκοπιά» και στο θέμα αὐτό δεν ἒχει σταθερή διδασκαλία και ἐπιδιώκει να παραπλανήσει τόσο τους ὁπαδούς της ὃσο και τους παρατηρητές τῶν μεταμορφώσεών της.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συνεπής προς τη διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στην ὁποία γίνεται διάκριση μεταξύ τῆς λατρείας προς τον Θεό και τῆς τιμητικῆς προσκύνησης, ἀπονέμει την πρέπουσα τιμή προς τους Ἁγίους, τον Τίμιο Σταυρό και τις ἱερές εἰκόνες. Ἡ λατρεία ἀνήκει ἀποκλειστικά στον Θεό και ἡ τιμητική προσκύνηση προς τους Ἁγίους, τον Τίμιο Σταυρό και τις ἱερές εἰκόνες. Ὁ Τίμιος Σταυρός δεν τιμᾶται αὐτός καθ’ ἑαυτός ὡς σύμβολο ἀλλά σε σχέση προς τον Ἐσταυρωμένο Χριστό. Το σύμβολο τοῦ Σταυρού προϋπῆρχε και ὑπάρχει ὡς σύμβολο και ἐκτός τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά ταυτίζεται προς τον Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἱερές εἰκόνες δεν τιμῶνται αὐτές καθ’ ἑαυτές, διότι τότε θα ἦταν πράγματι εἲδωλα. Σ΄αὐτές τιμῶνται τα θεωμένα πρόσωπα τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι ἒγιναν «κατ΄ εἰκόνα Θεοῦ», δηλαδή ἒμοιασαν στον Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. Α,15). Ἡ τιμή προς τις εἰκόνες «προς το πρωτότυπον διαβαίνει», κατά την πατερική ρήση.
Το ἐδάφιο Ἐξόδ, 20,4-5, το ὁποῖο ἐπικαλοῦνται οἱ διάφοροι αἱρετικοί για να ἀπορρίψουν την τιμή προς τον Τίμιο Σταυρό και τις ἱερές εἰκόνες, ἀπαγορεύει τη χρήση και ἀπόδοση λατρείας στα ἲδια τα ἀντικείμενα. Γι΄ αὐτό ὁ Ἀπ. Παῦλος καυχᾶται «ἐν τῳ Σταυρῶ τοῦ Χριστοῦ», ἀναφερόμενος στη σταυρική Θυσία τοῦ Χριστοῦ (Γαλ. 6,14), και οἰκτίρει τους «ἐχθρούς τοῦ σταυροῦ» (Φιλιπ. 3,18-19).
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καθοδηγούμενη ἀπό τον Παράκλητο, ὀρθοτομεῖ πάντοτε τον λόγο τῆς Ἀληθείας διά τῆς Ἁγίας Γραφῆς και τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως.