Πρωτ. Κωνσταντίνος Φλάκης
Πολλοί ἂνθρωποι προσπάθησαν να γνωρίσουν τον Θεό με τη λογική. Και ἦταν φυσικό να καταλήξουν στην ὁλοκληρωτική ἂρνηση τοῦ Θεοῦ ἢ και στην ἂποψη για ἓνα ὑπέρτατο και ἀπρόσωπο Ὂν, που δεν ἒρχεται σε καμμιά κοινωνία με τον ἂνθρωπο.
Η αναζήτηση τῆς ἀλήθειας με διανοητικές διαδικασίες εἶναι ὁ δρόμος τῆς φιλοσοφίας. Αναζητοῦν μιά ἰδέα, ἓνα παγκόσμιο “νόμο”, κάποιο “πρῶτο κινοῦν”, που εἶναι ἀκίνητο. Εἶναι κάποιο ἀφηρημένο και ἀπρόσωπο “πνεῦμα”, “νόμος”, ἢ “συνειδητότητα”, ὃπως και ὁ θεός τῶν ἰνδουιστῶν και ἀποκρυφιστῶν. Ο ἂνθρωπος που ἀναζητάει τον Θεό με διανοητικές, νοητικές ἢ διαλογιστικές πρακτικές ὁδηγεῖται στην πλάνη, γιατί αὐτό που νομίζει ὡς θεό εἶναι κάποιο εἲδωλο και ὂχι ο Θεός που σώζει τον ἂνθρωπο.
Ἓνας τέτοιος θεός, που εἶναι δημιούργημα τοῦ ἀνθρώπου ἢ ταυτίζεται με τον ἲδιο τον ἂνθρωπο (τον “Ἑαυτό”), δεν μπορεῖ να αναγεννήσει τον ἂνθρωπο και να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τη μοναξιά, οὒτε προσφέρει βαθύτερο νόημα στη χωή. Ἂν πιστέψει κανείς σ’ ἓνα τέτοιο Θεό, που δεν ἐνδιαφέρεται για τη ζωή τοῦ ἀνθρώπου, δεν χρειάζεται να ἀλλάξει τίποτε. Μπορεῖ να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς να αἰσθάνεται ὃτι πρέπει να λογοδοτήσει σε κάποιον για τις πράξεις του.
Ὃμως αὐτό δεν εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, τον ὁποῖο ἐμεῖς λατρεύουμε. Ὁ Θεός τῶν χριστιανῶν εἶναι “ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή” (Ἰω. ιδ’,6). Ὁ Θεός, ὁ Σωτήρας τοῦ ἀνθρώπου, δεν βρίσκεται μακριά, εἶναι πλησίον, ἀποκαλύπτεται ἀπό το Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στην καρδιά τοῦ ἀνθρώπου (Ἰω. ιδ’,26. Α’ Ἰω. β’, 20.27).
Η Αλήθεια που σώζει, ἑπομένως, δεν εἶναι ἀφηρημένη ἰδέα, ἀλλά ταυτίζεται με συγκεκριμένο πρόσωπο, με το πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτή την ἀλήθεια δεν μπορεῖ να φθάσει μόνος του ὁ ἂνθρωπος, με κάποιες τεχνικές. Γνώση τῆς αλήθειας δεν σημαίνει διαδικασία “ἀναβάσεως” τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά “συγκαταβάσεως” τοῦ Θεοῦ στην άνάγκη τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἲδιος ὁ Θεός διαπερνᾶ την ἂβυσσο που χωρίζει το κτιστό με τον Ἂκτιστο, ἀποκαλύπτεται στα δημιουργήματά Του και προσφέρει τη δυνατότητα ἀληθινῆς κοινωνίας ἀγάπης και ζωῆς. Πρόκειται για κίνηση ἐλευθερίας και ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά αυτή ἡ πρωτοβουλία τοῦ Θεοῦ δεν παραβιάζει τη βούληση τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφήνει τον ἂνθρωπο να κάνει ἐλεύθερα την ἐπιλογή του. Να άπαντήσει με τη δική του άγάπη στην άγάπη τοῦ Θεοῦ ἢ να την ἀπορρίψει.
Ἂν δεν ὑπάρχει προσωπικός Θεός, δεν μπορεῖ να διασφαλιστεῖ ἓνας τέτοιος ἐλεύθερος διάλογος. Και τη θέση τοῦ Θεοῦ την παίρνει ὁ ἲδιος ὁ ἂνθρωπος καταδικάζοντας τελικά τον ἐαυτό του σε μια ἀπέραντη μοναξιά. Αὐτό συμβαίνει ὃταν κάποιος αποδεχθεῖ πανθεϊστικές και ἀσιατικές κοσμοθεωριακές ἀντιλήψεις.
Ἡ μόνη ἀπάντηση και λύση στα ὑπαρξιακά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας στο πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡς “ἡ ὁδός και ἡ ἀλήθεια και ἡ ζωή” (Ἰω. ιδ’,6).