Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντῖνος Φλάκης
Ο Υἱός τῆς Παρθένου δεν ἦταν μόνο τέλειος ἂνθρωπος, ἀλλά και τέλειος Θεός. Ὂχι θεοφόρος ἂνθρωπος, ἀλλά Θεός με σάρκα. Δεν ἦταν κάποιος προφήτης που εχρίσθη μετά την γέννησή του από τον Θεό, ἀλλά ὁ ἲδιος ὁ Θεός που σαρκώθηκε χωρίς ὃμως ἡ θεία φύση να “τραπεῖ” σε ἀνθρώπινη ἢ ἡ ἀνθρώπινη φύση να μεταβληθεῖ σε θεία. Κι αυτό το γεγονός λογίζεται ὡς “χρίσις” τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου γι’ αυτό το λόγο ὁ Ἰησοῦς γεννήθηκε στην Βηθλεέμ ὡς “Σωτήρ” και “Κύριος” και ἦταν ἀπό τη στιγμή τῆς συλλήψεώς Του Χριστός (Λουκ. α’ 35-43, β’11.) “Ὁ χρίσας ἒγινε ἂνθρωπος και ὁ χριόμενος ἒγινε Θεός. Ὂχι με μεταβολή τῆς φύσεως, ἀλλά με ὑποστατική ἓνωση”, δηλαδή με ἓνωση στο ἓνα και μοναδικό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἁγία Γραφή δεν ἀφήνει ἀμφιβολία: “Και θα ἐκχύσω ἐπί τον οἶκον Δαυίδ και ἐπί τούς κατοικοῦντας την Ἱερουσαλήμ Πνεῦμα χάριτος και οἰκτιρμοῦ, και θα ἐπιβλέψουν πρός ἐμέ, τον ὁποῖον ἐξεκέντησαν” (Ζαχ. ιβ’10).
“Προσέχετε λοιπόν εἰς τούς ἑαυτούς σας και εἰς ὃλο το ποίμνιο, εἰς το ὁποῖον το Πνεῦμα το Ἃγιον σᾶς ἒθεσε επισκόπους, για να ποιμάνετε την Εκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, την ὁποῖαν απέκτησε διά τοῦ ἰδίου αἳματος” (Πράξ. κ’28).
Στα σπλάγχνα τῆς Παρθένου ἑνώθηκαν σε μία ὑπόσταση (ἓνα πρόσωπο) ἡ θεία με την ἀνθρώπινη φύση, χωρίς να διαιροῦνται ἀλλά και χωρίς να συγχέονται και χωρίς να μεταβάλλεται ἡ μία στην ἂλλη. Ἡ καθεμιά ἀπό τις φύσεις τοῦ Χριστοῦ διατηρεῖ τα δικά της γνωρίσματα. Ὁμως ἐπειδή το πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἓνα, γίνεται κοινοποίηση τῶν ἰδιωμάτων μεταξύ τῶν δύο φύσεων. Ἒτσι αὐτό που συμβαίνει στη μία, συμβαίνει στο ἓνα πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Παρθένος Μαρία δεν γέννησε τη Θεότητα, εγέννησε την ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή ὃμως πρόκειται για το ἲδιο πρόσωπο, στο οποίο και οἱ δύο φύσεις εἶναι ἀχώριστα ἑνωμένες, ὀνομάζει ἡ Ἁγία Γραφή την Παρθένο Μαρία “Μητέρα τοῦ Κυρίου” (Λουκ. α’ 3) και τον Χριστό “Κύριον” και “Θεόν” (Λουκ. α’ 35, 68, 76, β’ 11).
Ἒτσι ὃταν ἀναφέρει ἡ Ἁγία Γραφή πως ἐξεκέντησαν τον “Κύριον” (Γιαχβέ) δεν ἐννοεῖ την θεία φύση τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά το σῶμα Του, το ὁποῖο ὁμως ἧταν ἀχώριστα ἑνωμένο με την Θεότητα με βάση το ἓνα πρόσωπο (Κορ. β’ 9). Με τον ἲδιο τρόπο κατανοοῦμε και το ἂλλο ἐδάφιο, το ὁποῖο κάνει λόγο για το αἷμα τοῦ Θεοῦ (Ζαχ. ιβ’ 10, Ἀποκ. α’ 7).
Ἀλλοῦ ἀναφέρεται πως ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, που “κατέβηκε ἀπό τον οὐρανό” ἐνῶ βρισκόταν ἀκόμη στη γῆ, ἒλεγε πως βρισκόταν ταυτόχρονα στον οὐρανό (Ἰω. γ’ 13), ἢ: “πρίν γίνει ὁ Ἀβραάμ ἐγώ εἶμαι” (Ἰω. η’ 58).
Η παρθένος Μαρία λοιπόν εἶναι ἀληθινά Θεοτόκος. Ὃποιος το ἀρνεῖται, ἀρνεῖται το χριστολογικό δόγμα, δηλαδή την σωτηρία (Κολ. β’ 9, Α΄Τιμ.
γ’ 16).