ΟΜΙΛΙΑ
Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
Στο 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων
Βόλος, 1-3/10/2021
Θέμα: Οι πνευματικές διαστάσεις του αγώνα του ‘21 – 200 χρόνια μετά
(Εις μνήμην Καθηγητή και Ακαδημαϊκού Νικολάου Ματσανιώτη)
Αν η υλική ολιγάρκεια είναι αρετή, η απληστία του πνεύματος συνιστά την ειδοποιό διαφορά των μεγάλων της επιστήμης. Ιδιότητα, που διατηρεί τον εσωτερικό άνθρωπο σε θαυμαστή εγρήγορση εν ζωή, και σε μια μορφή ζωντανής παρουσίας μετά θάνατον. Μια τέτοια παρουσία βιώνουμε σήμερα, τιμώντας τον αείμνηστο καθηγητή, διαπρεπή παιδίατρο και ακαδημαϊκό Νικόλαο Ματσανιώτη. Το παρόν παιδιατρικό συνέδριο, (για την διοργάνωση του οποίου εν μέσω των δυσχερειών της πανδημίας συγχαίρω), και η συγκυρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την Επανάσταση του 1821, τον ανακαλούν απόψε στη σκέψη μας. Τον ακούμε νοερά να ομιλεί σχετικά στην επίσημη συνεδρία της Ακαδημίας Αθηνών, ως Πρόεδρός της, στην αίθουσα όπου εκφωνήθηκαν για το 1821 υπέροχοι λόγοι από γίγαντες του πνεύματος. «Λόγοι θαυμαστικοί για την ανθεκτικότητα της γλώσσας και της πίστης μας, για το βάθος της εθνικής μας ταυτότητας στην ιστορία, για το άσβεστο πάθος μας για ελευθερία ως υπέρτατο ηθικό αγαθό», όπως ο ίδιος έλεγε. Αναρωτιόταν αν το έθνος σήμερα, σε εποχή ραστώνης και συχνού παραλογισμού, είναι σε θέση να αντλήσει από το ‘21 διδάγματα χρήσιμα για την μελλοντική του πορεία, που προδιαγεγραμμένα γίνεται σε δρόμο δύσβατο με πολλαπλές αντιξοότητες. Και επεσήμαινε ότι «το ‘21 εξακολουθεί να είναι δροσερή και αστείρευτη πηγή εμπνεύσεως και φρονηματισμού του λαού μας». Σ’ αυτή την πηγή θα ανατρέξουμε απόψε, τιμώντας τη μνήμη του λαμπρού επιστήμονα.
Είναι αλήθεια ότι η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε, κατά την αντικειμενική κρίση εγκρίτων ιστορικών, ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, ένα πραγματικό θαύμα. Και, βέβαια, αν κάποιος επιθυμούσε διεξοδικά να τη διερευνήσει θα έπρεπε να μελετήσει, σύμφωνα με τους ειδικούς, περί τις είκοσι χιλιάδες σελίδες από τα βιβλία που έγραψαν οι ιστορικοί της επανάστασης, οι συγγραφείς απομνημονευμάτων, οι αγωνιστές, και από όσα ακόμη υπάρχουν στο κρατικό αρχείο αγωνιστών. Ωστόσο, όταν μιλούμε για την Ελληνική Επανάσταση, σκεπτόμαστε πρώτα τα πολεμικά γεγονότα, έπειτα τα πολιτικά και κοινωνικά, παραθεωρώντας, ίσως, την πνευματική της διάσταση, τις πνευματικές δηλαδή συντεταγμένες, εντός των οποίων ζυμώθηκε και ξεδιπλώθηκε ο αγώνας του 1821.
Ένας θησαυρός γενναιότητας και εγκαρτέρησης, πίστης και υπομονής, αυταπάρνησης και θυσίας, κρυμμένος σαν τη σπίθα στη στάχτη της σκλαβιάς, κυρίως όμως μια ξεκάθαρη αυτοσυνειδησία της ιστορικής μας συνέχειας, οδήγησαν στο θαύμα του 21. Βράχος ανδρείας ασάλευτος στάθηκε ο Ελληνισμός στο μετερίζι του ιστορικού του πεπρωμένου. Μπορεί δική του να ήταν μόνο μια χούφτα γης, αλλά το όραμά του υπήρξε ακαταγώνιστο, και η πίστη του ολόφλογη σαν πυρκαγιά, γι’ αυτό και επάξιο το ανεκτίμητο έπαθλο της λευτεριάς του. Όλα τούτα μαζί συνιστούν την πνευματική ταυτότητα του αγώνα του ’21, η οποία αποτελεί «τζιβαϊρικό» πολύτιμο, πηγή αενάου δυνάμεως, που πρέπει να μεταγγισθεί στη σύγχρονη γενιά, σε μας και στα παιδιά μας, για να μας αφυπνίσει, και να μας εμψυχώσει, όποια κι αν είναι η έπαλξη, από την οποία αγωνιζόμαστε. Είναι οι πνευματικές διαστάσεις του ’21, που προεκτείνονται στους καιρούς, κομίζοντας στο σήμερα, 200 χρόνια μετά, διδάγματα εξαιρετικής σημασίας για όλους μας, και επίκαιρα όσο ποτέ. Είναι τα λάβαρα της Ρωμιοσύνης μας, που μας επιτρέπουν, παρά τις δυσκολίες των ημερών μας, να ελπίζουμε, να νοσταλγούμε και να οραματιζόμαστε.
Επιχειρώντας να εστιάσουμε σε κάποιες από τις πνευματικές διαστάσεις του Αγώνα, αναφερόμαστε πρώτιστα σε εκείνη, που κατ΄ εξοχήν χαρακτηρίζει και σφραγίζει ανεξίτηλα την Ελληνική Επανάσταση. Πρόκειται για την θρησκευτικότητα των αγωνιστών, που ενσυνείδητα πολεμούν «για του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Ο Γέρος του Μωριά, μιλώντας στους μαθητές του Γυμνασίου των Αθηνών, επισημαίνει: «Νέοι, πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε. Διότι όταν πιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ πίστεως και ύστερα υπέρ πατρίδος». Πίστη άδολη και ανόθευτη, που εμπνέει και εμψυχώνει, που γεννάει ήρωες και Αγίους νεομάρτυρες, που από την έναρξη του αγώνα τίθεται ως σύνθημα και προμετωπίδα στην προκήρυξη του Αλέξάνδρου Υψηλάντη: «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Πίστη απλή κι αυθόρμητη των ηρώων, σαν του Κολοκοτρώνη, που έλεγε: «Ο Θεός υπέγραψε την ελευθερία της πατρίδος, και δεν την παίρνει πίσω την υπογραφή Του». Πίστη, που συντήρησε στα 400 χρόνια της σκλαβιάς άσβεστη την ελπίδα. «Η Ελληνική επανάσταση έχει μια πνοή αγιασμένη, και η ιστορία της είναι κάτι σαν συναξάρι», έλεγε ο Φώτης Κόντογλου. «Μια αγιοσύνη τα τύλιγε όλα. Οι καρδιές ήταν, μ’ όλη την παληκαριά τους, συντετριμμένες και ταπεινωμένες. Εκείνες οι απλές ψυχές, που ζούσανε στα βουνά και τα ερημοτόπια, είχανε διδαχθεί από τους πατεράδες τους την πίστη του Χριστού. Πίστη και πατρίδα είχαν γίνει ένα και το ίδιο πράγμα. Γι’ αυτό και χιλιάδες παληκάρια, στράτευμα ολάκερο, είναι οι Άγιοι νεομάρτυρες, που θυσιάστηκαν για την πίστη τους.». Οι Έλληνες Ρωμιοί ζούσαν το Πάθος, περιμένοντας πάντα την Ανάσταση του Γένους, γι΄ αυτό και η ψυχή τους παρέμεινε απροσκύνητη, αμόλυντη, απείραχτη από το πνεύμα του τυράννου.
Πράγματι, είναι να απορεί κανείς, πώς ένας λαός, ύστερα από τόσες δοκιμασίες και περιπέτειες, βασανιστήρια και θλίψεις, περνώντας συμπληγάδες βίας και θηριωδίας, παρέμεινε αλώβητος. Ποιά μυστική δύναμη κράτησε αδούλωτη την ψυχή του, ακόμη και μέσα στο σκοτάδι της σκλαβιάς. Κάποιοι λόγιοι τη δύναμη αυτή τη θαυμαστή, που αποτελεί και ετούτη μιαν άλλη πνευματική διάσταση του αγώνα, την είπαν αυτοσυνειδησία. Το βέβαιο είναι ότι την πέρασαν οι παππούδες στα εγγόνια τους, οι μάνες στα παιδιά τους, και στα σκλαβόπουλα ο παπάς, που τα σύναζε στη εκκλησιά τριγύρω του, και τους μάθαινε «τί έχασαν, τι έχουν, τι τους πρέπει». Έτσι διασώθηκε ο Ελληνισμός, γιατί κράτησε απαραχάρακτη την πίστη του, ζωντανή τη γλώσσα του, παρούσα την ιστορική του μνήμη και παράδοση. «Ουδέποτε, στην Τουρκοκρατία, λέει ο Κοραής, οι Έλληνες δεν νοιώσανε ότι ήσαν σκλάβοι. Αιχμάλωτοι, ναι, ποτέ, όμως, σκλάβοι. Διότι ήξεραν ότι είναι απόγονοι του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή, ότι έχουν την τιμή και το βάρος ενός μεγάλου πολιτισμού και μιας μεγάλης ιστορίας», τονίζει η ιστορικός κ. Γλύκατζη-Αρβελέρ.
«Σαν μια βροχή ήρθε σ’ όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας, και όλοι, και οι κληρικοί και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι γραμματισμένοι και οι έμποροι, όλοι συμφωνήσαμε στον ίδιο σκοπό, και κάναμε την Επανάσταση», διηγείται ο Κολοκοτρώνης. Όντως, όπως αποφαίνονται οι ειδικοί, η Επανάσταση του ‘21 υπήρξε η αρμονική σύνθεση των αγώνων όλων των δυνάμεων του Γένους. Μια θαυμαστή συνεργασία, παρά τις όποιες διχογνωμίες, συνιστά βασικό πνευματικό άξονα του αγώνα. Οι ήρωες πολέμαρχοι συναντώνται με τους φωτισμένους ιερωμένους, με τους φλογερούς φιλέλληνες, αλλά και με λογοτέχνες που αναδεικνύουν το μεγαλείο της θυσίας για την ελευθερία μας. Ξεπροβάλλουν στον αγώνα αντάμα αρματωλοί και γραμματικοί, καπεταναίοι και διδάσκαλοι, άνδρες του σπαθιού και άνθρωποι του λόγου, τέχνες του πολέμου και της ειρήνης. Μέσα στον σάλαγο και την πολέμια οχλαλοή, απαστράπτοντα σημεία ο σταυρός του παπά και το δαυλί του μπουρλοτιέρη, η φουστανέλα και το καριοφίλι. Δεν περισσεύει και δεν εξαιρείται κανείς. Και ο κλήρος πρωτοστατεί. «Να βλέπεις διάκους με σπαθιά, παπάδες με ντουφέκια, να βλέπεις και τον Γερμανό, της Πάτρας το δεσπότη, πώς ευλογάει τ΄άρματα κι εύχεται στους λεβέντες», διασώζει χαρακτηριστικά η δημοτική μας μούσα. 2000 καλόγεροι μετέχουν στον αγώνα. Αποφασιστικοί κληρικοί, σαν τον Παπαφλέσσα, χειρίζονται τα όπλα καλύτερα από τα ευχολόγια, κατά τους ιστορικούς. Και ένας Πατριάρχης, ο Θεόφιλος ο Β’, εγκαταλείπει το θρόνο του στην Ανδριανούπολη, και περιτρέχει τα νησιά, για να κρατηθεί ψηλά η σημαία της Επανάστασης. Οι «παίδες των Ελλήνων» από κοινού στον «υπέρ πάντων» αγώνα. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του στρατηγού Μακρυγιάννη: «Είμαστε εις το εμείς και όχι εις το εγώ». Ενότητα και ομοψυχία για τον ίδιο ιερό στόχο, την αποτίναξη του Τουρκικού ζυγού.
Παράλληλος πνευματικός άξονας με την ενότητα στον κοινό αγώνα, είναι το μεγαλείο της ψυχής των αγωνιστών, που αναδύεται από τις άγνωστες εν πολλοίς σε μάς σελίδες της Ιστορίας. Μπροστά στον κοινό κίνδυνο και το καλό του Γένους, οι αγωνιστές παραμέριζαν κάθε προσωπική τους πικρία, και έδιναν τα χέρια. Ο Κολοκοτρώνης βγαίνει από τις συνθήκες κράτησής του στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, και γίνεται αρχιστράτηγος. Και ο Ζαϊμης, ο καταδιωκόμενος, γίνεται πρόεδρος της εκτελεστικής επιτροπής, αναθέτει μάλιστα την αρχιστρατηγία της Ρούμελης στον Καραϊσκάκη, με τον οποίο προϋπήρχε οικογενειακή διαμάχη. Ως «επερχόμενος κεραυνός», πολεμούσε ο Μπότσαρης, αλλά η μεγαλοφροσύνη του ήταν απαράμιλλη. Όσο ηρωική ήταν η ψυχή του πολεμάρχου, τόσο λίγο ήταν επιδεικτική, χωρίς καμμιά σκέψη ματαιοδοξίας ή φιλοπρωτίας. Σχίζει το δίπλωμα της αρχιστρατηγίας που του προφέρεται, αφού πρώτα το ασπάζεται, προκειμένου να διατηρήσει την ενότητα στους αγωνιστές. Αν η στρατιωτική του ευστροφία τον καθιέρωσε ως εμπειροπόλεμο αετό, το ηθικό του μεγαλείο τον ανέδειξε ως τον πιο αγνό ήρωα του Αγώνα. Προκειμένου να ελευθερώσουν την Άρτα, απαιτείται ομόνοια και συνεργασία με τον αρματωλό των Τζουμέρκων, τον Γώγο Μπακόλα. Και ο Μάρκος υπερβαίνει κάθε μίσος και δίνει το χέρι στον φονιά του πατέρα του. Το παίρνει και το ασπάζεται εν ονόματι του κοινού αγώνα, και διαλύει κάθε υποψία εκδίκησης. Και η Άρτα ελευθερώνεται.
Όμως, θέλει όχι μόνον «αρετήν αλλά και τόλμην η ελευθερία». Ιδού οι δύο συνιστώσες, που ορίζουν ένα ακόμη, και ίσως το κατ΄εξοχήν πνευματικό υπόβαθρο του αγώνα. Αυτές υποκαίουν αθόρυβα τον ενθουσιασμό των αγωνιστών, αποτελώντας έτσι την κινητήρια δύναμη της Ελληνικής επανάστασης, αλλά και την εγγύηση της καλής έκβασής της. Το ‘21 δεν έγινε με τη λογική, έγινε με το θυμικό. Στόχευσε στο θαύμα. Ήταν ξεσηκωμός παράτολμος ολίγων, πλην αποφασισμένων γενναίων, απέναντι στις ορδές των βαρβάρων. Ηρωισμός, και ταυτόχρονα εσωτερικό μεγαλείο. Δεν ορρωδούσαν προ ουδενός, δεν έσκυβαν υποτελικά το κεφάλι. Κατ’ εξοχήν τροπαιοφόρος ήρωας ο Καραϊσκάκης, πανάξιος στρατηλάτης του αγώνα ο Κολοκοτρώνης, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Ο Κανάρης έκαμε ν’ αστράψει στα πέρατα του κόσμου το πολεμικό σθένος της φυλής, και η θαλλερή λεβεντιά του Διάκου καθαγιάζει με το μαρτύριο τον αγώνα του ‘21. Οι Σουλιώτισσες σφραγίζουν με το αίμα τους στα βράχια του Ζαλόγγου το ηρωικό σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος», και οι Μεσολογγίτες το υπογράφουν αποφασιστικά με την ηρωική τους έξοδο. Αγωνιστικότητα ακατάβλητη έως εσχάτων.
Όταν ο πλοίαρχος Γκλοτζ εξέφρασε τον θαυμασμό του στον Κανάρη για τα κατορθώματά του, εκείνος απήντησε: «Έχουμε ένα μυστικό, που το κρατάμε κρυμμένο εδώ -και έφερε το χέρι στη καρδιά-. Είναι η αγάπη προς την πατρίδα, που μας οδηγεί στην επιτυχία». «Όσο αγαπώ την πατρίδα μου, δεν αγαπώ άλλο τίποτα», έλεγε ο στρατηγός Μακρυγιάννης. «Να ΄ρθει ένας να μου ειπεί ότι θα πάγει ομπρός η πατρίδα, στέργομαι να μου βγάλει και τα δυό μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός, και η πατρίδα μου καλά, με θρέφει. Αν η πατρίδα μου υποφέρει, δέκα μάτια να ‘χω, στραβός θε να είμαι». Έτσι εκφράζεται από τα χείλη των αγωνιστών η απαράμιλλη φιλοπατρία τους. Μια φιλοπατρία χωρίς υστεροβουλία, χωρίς επιφυλάξεις, χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς ανταλλάγματα. Και ο Γέρος του Μωριά δήλωνε ανεπιφύλακτα: «Εγώ, η φαμίλια μου, τ’ άρματά μου, ό,τι έχω είναι για την Ελλάδα». Ο Ανδρέας Λόντος, που έδωσε για τον αγώνα όλα τα χρήματά του, μέχρι σημείου να δυστυχήσει το σπίτι του, έλεγε: «Πλούτος μου είναι η Πατρίδα, χωράφια μου η Ελλάδα». Ανάλογος και ο λόγος του Ιωάννη Καποδίστρια: «Ό,τι έχω, ζωή, περιουσία, φιλίες εις την Ευρώπην, κεφάλαια γνώσεων, τα αφιερώνω εις την κοινήν πατρίδα». Όταν, μάλιστα ο γιατρός τού είπε να βελτιώσει τη διατροφή του, διότι προέκυψε επείγουσα ανάγκη για την υγεία του, εκείνος απάντησε αποφασιστικά: «Τότε μονάχα θα βελτιώσω την τροφή μου, όταν θα είμαι βέβαιος ότι δεν υπάρχει ούτε ένα Ελληνόπουλο που να πεινάει. Για την Ελλάδα είμαι έτοιμος όλα να τα δώσω». Οπωσδήποτε, καθώς ζωντανεύουν στη μνήμη μας οι μορφές εκείνων των αγωνιστών του ‘21, και αναλογιζόμαστε τη δική τους αγνή φιλοπατρία, το ήθος και τις θυσίες τους, ζυγιζόμαστε και ελεγχόμαστε, κατά πόσον εμείς είμαστε αντάξιοι απόγονοι εκείνων.
Σήμερα, 200 χρόνια μετά τον αγώνα του 1821, το ζητούμενο είναι πώς θα συντελεσθεί το νέο θαύμα. «Ας ριχτούμε πρόθυμα στη δουλειά και στα γράμματα, για να μην χρειαστεί να ριχτούμε πάλι στα άρματα», έλεγε, χαριτολογώντας, ο μακαριστός Ακαδημαϊκός Νικόλαος Ματσανιώτης. Αντιλαμβανόμαστε, ωστόσο, ότι σήμερα είμαστε υποδουλωμένοι σε άλλους σύγχρονους σουλτάνους. Έχουν ήδη χαλκευθεί δεσμά αόρατα, που κρατούν φυλακισμένη τη σκέψη και την ψυχή μας. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί η παρακμιακή μας πορεία σε εποχή που έπρεπε να μεγαλουργούμε σε όλα τα πεδία;
Διαβρωθήκαμε, πράγματι, σταδιακά από νέους τρόπους ζωής και συμπεριφοράς. Στενόκαρδοι, μικρόψυχοι, ιδιοτελείς, γκρεμίσαμε επιπόλαια τα ιδανικά μας. Αλλοτριωμένοι από ξενικά πρότυπα, συνηθίσαμε να έχουμε, κατά την σοφή ρήση του Γκαίτε, «πλούτο χωρίς μόχθο, πολιτική χωρίς αρχές, απόλαυση χωρίς συναίσθημα, γνώση χωρίς χαρακτήρα, επιστήμη χωρίς ανθρωπιά». Χάσαμε από το βλέμμα μας τον στόχο. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, εύστοχα παρατηρούσε: «Ο Ελληνισμός δεν θα ζήσει αν μείνει χωρίς οράματα και ελπίδα. Μόνο αν κρατηθεί άπαρτο το κάστρο της μνήμης, που το συντηρούν τα ηρωϊκά κατορθώματα και οι θρύλοι, το Γένος μας θα δοξασθεί. Και μόνον, αν αγκαλιάσει ξανά τη ζώπυρη Ελληνορθοδοξία του με συνειδητή πιστότητα, η φυλή θα επιβιώσει. Οφείλουμε να εμπνεύσουμε στα παιδιά μας αυτοπεποίθηση και πίστη. Οφείλουμε, όχι μόνο να ενθυμούμαστε, αλλά και να μιμούμαστε την λεβεντιά και την αρετή των τιτανομάχων της Λευτεριάς. Ας μην εξαντληθεί η φαρέτρα των οραμάτων μας, και ας μην αποπροσανατολισθούν τα βλέμματα των ψυχών μας».
Για να ανακάμψουμε, θα πρέπει να αγκαλιάσουμε τα ερείσματα εκείνα που αποκαθηλώσαμε. Ο Γάλλος ιστορικός Πουκεβίλ, περιοδεύοντας εκείνα τα χρόνια στη Θράκη, και καταγράφοντας τις παρατηρήσεις του, σημείωσε : «Λαός, που ανατρέφει τα τέκνα του με τα ιδανικά της Πίστεως και της Πατρίδας, δεν είναι δυνατόν παρά να ζήσει και να μεγαλουργήσει». Όντως, στις ημέρες μας ακόμη και η οικονομική ανάκαμψη δεν μπορεί μόνη της να μας βγάλει από τα αδιέξοδα. Χρειάζεται πριν από αυτή ηθική και πνευματική ανάκαμψη, αλλαγή νοοτροπίας και προοπτικής, επιστροφή στις ελληνορθόδοξες ρίζες μας, στην παράδοσή μας, στην πίστη μας, αποφασιστική αναζήτηση της ταυτότητάς μας. Χρυσή εφεδρεία έχουμε την ορθοδοξία μας, ακλόνητο θεμέλιο την αυτοσυνειδησία μας, σταθερή εγγύηση την ενότητά μας. Και όταν κάποιες φορές, ως Έθνος, κλονιζόμαστε από τη διχόνοια, «που κρατάει ένα σκήπτρο η δολερή», ας μας αφυπνίζει από το βάθος της ιστορίας ο θούριος του Ρήγα, ώστε: «σ’ Ανατολή και Δύση και Νότο και Βορρά για την Πατρίδα όλοι να ‘χουμε μια καρδιά».
Ο εορτασμός των 200 ετών από την Ελληνική επανάσταση δημιουργεί έναν φεγγίτη στο χρόνο, για να διεισδύσει στο σήμερα η αγιασμένη πνοή της Ελληνικής Επανάστασης, και να ξαναζωντανέψει εκείνο το θαύμα του ‘21, το λαξευμένο με αίμα και πάθος πάνω στον τύμβο της Ιστορίας. Άλλωστε, τα σύνορα μεταξύ του χθες και του σήμερα είναι διαπερατά. Το παρελθόν δεν είναι ξεκομμένο από το παρόν, αλλά ζει και αναπνέει μέσα από το παρόν, μπολιάζοντας κάθε παρούσα στιγμή. Και το παρόν γονιμοποιείται από το παρελθόν, και καρποφορεί σαν πολύκαρπο αμπέλι.
Μπορεί διακόσια χρόνια να πέρασαν από τότε, αλλά το ‘21 συνεχίζει να λειτουργεί ως παρήγορο αντιφέγγισμα ελπίδας στο βάθος και στην έκταση όλου του κόσμου. Ο ένδοξος εκείνος αγώνας, με το απαράμιλλο μεγαλείο, παραμένει ανάμνηση ζωντανή σαν ναός, για να μεταλαβαίνουν εκεί οι αιώνες τα άχραντα της Ρωμιοσύνης και της Ορθοδοξίας. Για να αναβαπτιζόματε όλοι στις πηγές της έμπνευσης και της δύναμης, στην ιστορία και στην παράδοσή μας. Για να αντλούμε από αυτές θάρρος, και να μπολιάζουμε τις καρδιές μας με ανδρεία. Για να στοχαζόμαστε και να διδασκόμαστε. Για να μεθάμε εσαεί με το «αθάνατο κρασί του ‘21».