Ο όσιος Ακάκιος (κατά κόσμον Αναστάσιος) γεννήθηκε το 1630 στο χωριό Γόλιτζα Αγράφων Καρδίτσης, σήμερα «Άγιος Ακάκιος». Ήταν φύση ασκητική και γι’ αυτό πολλές φορές έφευγε σε μέρη ερημικά και προσεύχονταν. Σε ηλικία 23 ετών εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Αγίας Τριάδος Σουρβίας, στη Μακρινίτσα Πηλίου. Εδώ έκανε υπερβολικούς, υπέρ φύση αγώνες. Πολλές φορές μάλιστα έφευγε στο δάσος αγρυπνώντας και προσευχόμενος. Αργότερα, θέλοντας να βιώσει περισσότερο την πνευματική ζωή, πήγε στο Άγιο Όρος. Αφού γύρισε τις περισσότερες μονές και σκήτες κατέληξε στην σκήτη της Αγίας Άννης και αργότερα στα Καυσοκαλύβια, στο σπήλαιο όπου είχε ασκητεύσει ο όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλυβίτης. Υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες, με μεγάλες δυσκολίες διαβιώσεως και υπερβολική άσκηση (δεν έτρωγε μαγειρεμένο φαγητό), οικειώθηκε τη θεία χάρη και έγινε μέτοχος των αρετών και των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Η διορατικότητα μάλιστα του γέροντα Ακακίου έγινε γνωστή μέσα και έξω από το Όρος. Έτσι, πολλοί επισκέπτονταν το ασκητήριό του για να τον συμβουλευθούν. Με τον καιρό συγκεντρώθηκαν αρκετοί μοναχοί γύρω από το γέροντα. Η οργάνωση της μοναστικής αυτής κοινότητος σε σκήτη αποδίδεται στον όσιο Ακάκιο και ανάγεται στο 1700. Παράλληλα υπήρξε προπονητής τριών οσιομαρτύρων, του Αγίου Ρωμανού – Καρπενησιώτη, του Αγίου Νικοδήμου από το Ελβασάν της Αλβανίας και του Αγίου Παχωμίου του Ρώσου. Αξιώθηκε από το Θεό μεγάλων χαρισμάτων, όπως της νηστείας, της προσευχής, των πολλών δακρύων, της αγρυπνίας, της διορατικότητος και της θαυματουργίας. Παρέδωσε στο Θεό την αγία ψυχή του πλήρης ημερών, σε ηλικία 100 ετών, τη 12η Απριλίου 1730, Κυριακή των Μυροφόρων, ημερομηνία κατά την οποία επιτελείται και η οσία μνήμη του. Στο φερώνυμο χωριό Άγιος Ακάκιος, η εορτή του πανηγυρίζεται την Πέμπτη της Διακαινησίμου, ενώ στη Σκήτη των Καυσοκαλυβίων, την Κυριακή των Μυροφόρων και την πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου, μαζί με τους άλλους 7 Καυσοκαλυβίτες οσίους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α΄
Ἀκακία ἐμπρέπων Πάτερ Ἀκάκιε, και λαμπρότητι βίου ὡς σελασφόρος ἀστήρ, την παλαίθετον ζωήν Ὁσίων ἔδειξας. σύ γάρ αὐτοῖς ἁμιλληθείς, πλήρης ὤφθης φωτισμοῦ, τον Ἄθω καταπυρσεύων, τοῖς ἐναρέτοις σου τρόποις, δι’ ᾦν εγένου κληρονόμος Χριστοῦ.