22 Δεκεμβρίου, 2024

Τελευταια Νεα

Ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΥΜΕΝΟΥ – Ομιλία του καθηγητή κ. Αντωνίου Σμυρναίου στην εκδήλωση για τους εκπαιδευτικούς του Αγίου Νικολάου

Ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΙΝΙΓΜΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΥΜΕΝΟΥ – Ομιλία του καθηγητή κ. Αντωνίου Σμυρναίου στην εκδήλωση για τους εκπαιδευτικούς του Αγίου Νικολάου

 Ευρισκόμενος με πολλή χαρά, αφενός σε έναν εκκλησιαστικό χώρο που νοιάζεται ιδιαίτερα για την παιδεία και αφετέρου ανάμεσα σε μάχιμους εκπαιδευτικούς-παιδαγωγούς, θα επιχειρήσω να συγκροτήσω σήμερα τη μικρή μου αυτή αφήγηση με θέμα «Ο παιδαγωγός και το αίνιγμα του παιδαγωγούμενου» ανάμεσα σε αυτούς τους δυο πόλους. Σε μια μέρα μάλιστα που έχουν «καθ-ιερώσει» να γιορτάζεται ο βιομηχανικός άγιος της εποχής μας, ο καταναλωτικός άγιος, με τη βαθιά βεβαίως ιλαρο-τραγικότητα που έχει αυτό το διώνυμο, μέσα στο κυρίαρχο πλαίσιο της εμπορευματικής δωροπληξίας.

Κατ’ αρχήν θα πω ότι πεποίθησή μου ανέκαθεν ήταν ότι τίποτε δεν είναι τυχαίο στον κόσμο αυτό και η εμπειρία της προσωπικής μου τουλάχιστον ζωής, αλλά και άλλων, μπορώ να πω ότι επιβεβαίωσε αυτήν την πεποίθηση. Παρά το γεγονός ότι η «τύχη» παίζει συχνά, ή την βάζουν να παίξει, το παιχνίδι του Θεού, υποκλέπτοντας πάντοτε το όνομά Του, νομίζω ότι αν κανείς ερευνήσει βαθιά μέσα του συνδυάζοντας τα γεγονότα αλλά και τις προσδοκίες στην πορεία της μέχρι τώρα ζωής του θα διαπιστώσει ότι η ζωή του δεν κρέμεται μετέωρη μέσα στο σύμπαν μαστιζόμενη από τους ανέμους αλλά ακολουθεί ένα ιδιαίτερο, διακριτό δρόμο έχοντας δίπλα της έναν αόρατο συνοδοιπόρο. Και παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι πολύ συχνά αλλάζουν το σχέδιο του Θεού γι’  αυτούς, επειδή ο Θεός σέβεται απεριόριστα και σκανδαλωδώς την ελευθερία τους, σε ώρες μυστικές, σε ώρες λ.χ. κατά ή μετά από έναν μεγάλο πόνο, είναι δυνατόν να μας αποκαλυφθεί έστω και λίγο αυτό το μυστηριώδες σχέδιο.

Θεωρώ λοιπόν ότι η παιδαγωγική μας συνάντηση με τους μαθητές και τις μαθήτριές μας και η συμβίωση και η συνοδοιπορία μας μαζί τους για 5, 10, 20 ή 30 τόσα χρόνια δεν είναι ζήτημα επαγγελματικού προσανατολισμού, ορθολογικής απόφασης ή χρησιμοθηρίας. Έχουν συναντηθεί οι τροχιές μας με τα παιδιά, με όλο και περισσότερα παιδιά, γιατί μας έφερε ο Θεός ο ίδιος σε αυτήν τη συνάφεια. Αν ούτε μια τρίχα δεν πέφτει από το κεφάλι μας χωρίς τη θέλησή Του, τότε αυτή η κρισιμότατη, η υπέρτατη, η πλέον μεγαλειώδης παιδαγωγική σχέση, η σχέση που καθορίζει το μέλλον του κόσμου αλλά και τον κόσμο του μέλλοντος περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, δεν είναι δυνατόν να εξαρτηθεί από τυχαίες ή και προγραμματισμένες επιλογές ή απλές διαθέσεις και προσδοκίες του τύπου «πάντα μου άρεσαν τα παιδιά» ή έγινα δάσκαλος/α «για να έχω περισσότερες διακοπές» ή ακόμη και «βρήκα ανοιχτά και μπήκα». Τολμώ να υποθέσω μάλιστα ότι κι ο Θεός δεν θα άφηνε στα χέρια τυχάρπαστων όντων αυτή τη δική Του προσωπική κι αγιασμένη σχέση, τη σχέση που μπορεί να οδηγήσει σε Αυτόν. Γιατί η παιδαγωγική σχέση είναι πάνω από όλα η ίδια η σχέση του Θεού με τον άνθρωπο, το βαθύτερο νόημα της αιωνιότητας.

Κάτι λοιπόν κρύβεται πάντα πίσω από τις επιλογές μας, κάτι αινιγματικό και μυστηριώδες, το οποίο καλούμαστε όλοι μας κάποτε να το ανιχνεύσουμε έστω και λίγο, όχι για άλλο λόγο αλλά για να αντλήσουμε δύναμη, υπομονή, αισιοδοξία αλλά και περισσότερη μέριμνα για αυτή την πραγματικά δυσκολότατη αποστολή μας. Να αντλήσουμε δηλαδή νόημα, που σημαίνει ακριβώς μια ιδιαίτερη, έκτακτη ερμηνεία των πραγμάτων που αγνοούσαμε πριν, διότι, όπως είναι γνωστό, ένας κόσμος που μπορεί, έστω και λίγο, να ερμηνευτεί είναι πάντοτε ένας κόσμος οικείος. Κι ένας κόσμος οικείος είναι αυτός για τον οποίο αισθάνεσαι βαθιά σου ότι αξίζει να ζεις μέσα του. Αυτός που έχει την αύρα ενός παρηγορητικού μύθου, ενός μύθου που σε βοηθά να πας παρακάτω, να ελπίζεις, να αντιμάχεσαι με σθένος το μηδέν… Εξάλλου η ίδια η σωκρατική έννοια της αυτογνωσίας, για την οποία όλοι μιλάμε, και κάποτε πρόχειρα, προϋποθέτει ακριβώς ότι υπάρχει πάντα ένα αίνιγμα, μια α-γνωσία, ότι είμαστε και περιβαλλόμαστε από ένα μυστήριο, αλλιώς δεν έχει κανένα νόημα να γνωρίσουμε τον ήδη γνωστό εαυτό μας.

Αν κάποια στιγμή λοιπόν μπορέσουμε να δεχθούμε ότι αυτό είναι αλήθεια, τότε ανοίγεται ο δρόμος για να ερευνήσουμε και να κατανοήσουμε περισσότερο την παιδαγωγική σχέση. Και τότε μπορώ να αφεθώ στην αύρα των παρακάτω ερωτημάτων, επαναλαμβάνω, σε ώρες μυστικές, σε ώρες περισυλλογής, όταν ευφραίνομαι ή αντίθετα, κυρίως όταν πικραίνομαι και μάλιστα κάποιες φορές πολύ, από αυτήν…

Τι δίνω λοιπόν και τι παίρνω από την παιδαγωγική σχέση; Χάνω ή κερδίζω από αυτήν; Πώς σχετίζομαι με τους μαθητές μου; Γιατί έχω αυτούς τους συγκεκριμένους μαθητές αυτή τη συγκεκριμένη χρονιά στη συγκεκριμένη τάξη; Ποιος τους έφερε σε μένα; Για ποιο λόγο διασταυρώθηκαν οι πορείες μας; Πόσο, εντέλει, τους γνωρίζω; Πόσο λαμβάνω υπόψη μου όχι μόνο τις ανάγκες τους αλλά κυρίως τις προσδοκίες τους, τις ελπίδες τους; Κατανοώ ότι έχω μπροστά μου αδύναμα ουσιαστικά πλάσματα στρυμωγμένα ανάμεσα στην κληρονομικότητά τους, στην οικογένεια, στους συνομηλίκους και στο σχολείο; Πλάσματα που έρχονται κάθε πρωί «με κάτι μάτια σαν κι αυτά» και περιμένουν, περιμένουν, ελπίζουν και πάλι ελπίζουν, νιώθουν ότι οι τύχες τους κρέμονται από τα λόγια μας, το βλέμμα μας, τα χέρια μας, ακόμη και τη σωματική μας γλώσσα… Κάποια έρχονται γεμάτα με την αγάπη των δικών τους, κάποια με την αμηχανία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, αλλά και κάποια με την ασθενή ή και την ισχυρή αίσθηση ότι δεν τα αγαπούν, ότι δεν τα αγάπησαν ποτέ, ούτε θα τα αγαπήσουν… Πόσο ξέρω να τα ξεχωρίζω; Πόσο προσπαθώ να τα ξεχωρίσω; Και τι κάνω άραγε γι’ αυτά; Αρχίζω απλώς με την πρωινή ορθογραφία;

Τα ερωτήματα αυτά και άλλα πολλά μας περιμένουν κάθε στιγμή στη γωνία. Αποτελούν ένα απόθεμα όχι γνώσεων, αλλά αποριών, πιεστικών ερωτημάτων. Είναι ένα απόθεμα όμως απολύτως συμβατό με την παιδαγωγική σχέση, με τη δικιά μας παιδαγωγική σχέση, αυτήν που υπηρετούμε. Είναι ένα απόθεμα από το οποίο μπορώ να αντλήσω θησαυρούς, αν καταδεχθώ να το ανοίξω. Διότι δεν είναι πελάτες τα παιδιά, δεν έχει ISO η παιδαγωγική σχέση, όπως συχνά, τώρα συχνότερα, θέλουν να μας επιβάλλουν. Δεν μπορώ να τα εξαπατήσω. «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα», θα μας πει ο τραγουδοποιός μας. Μας ακτινογραφούν κάθε πρωί. Αν κοιμηθήκαμε καλά, αν μαλώσαμε στο σπίτι μας, αν νιώθουμε ευλογημένοι ή ταλαιπωρημένοι ή εξοργισμένοι ή αδικημένοι. Υφιστάμεθα συνεχώς την πρωινή μας ακτινογραφία. Και νομίζω πως τις πιο πολλές φορές θα είχαμε την αμέριστη βοήθειά τους, την αγαπητική συνδρομή τους, αν ήξεραν όμως να μας τη δώσουν. Γιατί συχνά δεν ξέρουν ή δεν μπορούν. Κι έχουν μπερδευτεί, αντιγράφοντας συμπεριφορές γονιών, συγγενών, συνομηλίκων ή δασκάλων, συμπεριφορές αντιφατικές συνήθως, που τα διεκδικούν άλλοτε βίαια, άλλοτε εκμαυλιστικά, άλλοτε αμήχανα.  Και χαμένα στην αντιγραφή και στη μετάφραση δεν ξέρουν να μας δώσουν αυτό που ζητάμε από αυτά. Ζητούμε κατανόηση, ανοχή, αγάπη, εκμάθηση γνώσεων και τεχνικών, ζητούμε πάνω από όλα ησυχία να κάνουμε τη δουλειά μας, όπως λέμε συχνά, αλλά τι δίνουμε; Πώς το δίνουμε; Γιατί το δίνουμε και κάθε πότε; Κι αυτό που δίνουμε φτάνει άραγε στα παιδιά; Πόσο φτάνει και πότε; Με νοιάζει αν έφτασε; Πρέπει να με νοιάξει;

Όλα αυτά τα ερωτήματα με τα οποία σας βομβάρδισα και με τα οποία βομβαρδίζω βεβαίως και τον εαυτό μου επισυμβαίνουν και εγείρονται γιατί ακριβώς υπάρχει και θέλουμε να υπάρχει η παιδαγωγική σχέση. Μια σχέση βαθιά μητροπατρική που είναι και η σπουδαιότερη σχέση που υπάρχει στον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα και η πιο παραμελημένη, η πιο αδικημένη, η πιο εξουθενωμένη. Όχι μόνο εδώ, αλλά παγκοσμίως. Είναι αυτή η σχέση η οποία θα χωρούσε, αλλά και πάλι δεν θα εξαντλούσε, τις μεγαλύτερες, τις ακριβότερες και τις πλέον αποδοτικότερες επενδύσεις, κατά την τεχνοκρατική ορολογία της εποχής. Είναι αυτή που θα έφτιαχνε τους καλύτερους, αλλά και τους πιο καλοπληρωμένους επαγγελματίες. Κι όμως οικουμενικά ψωμοζεί: σε ενδιαφέρον, σε μέσα, σε χρήματα, σε καταξίωση, σε προοπτική.

Θα μπορούσαμε ίσως να αποτολμήσουμε μια ψυχαναλυτική ερμηνεία αυτού του παράξενου φαινομένου: όσο οι ανήλικοι ενηλικιώνονται και όσοι από αυτούς αποκτούν χώρο στους κόσμους της εξουσίας, συμπεριφέρονται στα παιδιά με μηχανισμούς απώθησης. Θέλουν να αφήσουν μια για πάντα πίσω τους την παιδική ηλικία, θέλουν εκβιαστικά να μεγαλώσουν, να ασχοληθούν με τα πράγματα των μεγάλων, να είναι, βεβαίως, σοβαροί, υπεύθυνοι, να αποτιμούν, να οικοδομούν. Συμπεριφέρονται όμως συχνά ως αυτιστικοί, βλέπουν μόνο το δέντρο του οικονομικού πάντα ή και φιληδονικού εγωτισμού τους, που ζητά μόνο αχόρταγη εμπειρία, και όχι το δάσος μιας σφαιρικής αντίληψης των πραγμάτων, το δάσος μιας αιώνιας αξίας, αν και προβάλλονται πάντοτε ως σοβαροί. [Δεν είναι τυχαίο ότι οι λέξεις που συχνότερα χρησιμοποιούνται στην αγγλοσαξονική μας πλέον ιδιόλεκτο (!) είναι respect, appreciate, serious, experience… Παρατηρήστε το στους πολιτικούς, δημοσιογραφικούς ή επιστημονικούς λόγους, ακόμη και στα κινηματογραφικά έργα…]. Σαν η παιδική ηλικία να ήταν λοιπόν ένα βάσανο, από το οποίο θέλουν να ξεφύγουν, μια πληγή που δεν επουλώνεται, παρά μόνο με την απώθηση, με την ελάχιστη έγνοια, με τα περιορισμένα μέσα, αλλά με μπόλικη πάντως ρητορεία, που δείχνει ακριβώς το τεράστιο έλλειμα που τους συνέχει. Εδώ νομίζω ταιριάζει μια φράση ενός αγίου ανδρός: «οι μεγάλοι γελούν με τα έργα των παιδιών, αλλά οι άγγελοι …με τα έργα των μεγάλων»…

Έτσι, ο παιδαγωγός που κρύβουμε μέσα μας και ο παιδαγωγός που ασκούμε καθημερινά στο σχολείο και στη κοινωνία μας είναι καιρός να συντονιστούν, να συνοδοιπορήσουν. Ο παιδαγωγός των ερωτημάτων και ο παιδαγωγός των τεχνικών, των δεξιοτήτων και των γνώσεων πρέπει να βρουν χώρο ο ένας για τον άλλο. Γιατί υπηρετούν την πολυτιμότερη σχέση στον κόσμο, το τζιβαέρι της παγκόσμιας ζωής, και γιατί, εξάπαντος, έχουν απέναντί τους το αίνιγμα του παιδαγωγούμενου. Η Γαλλίδα ψυχαναλύτρια Μιρέιγ Σιφαλί θα μας υποστηρίξει ότι η παιδαγωγική είναι ένας χώρος στον οποίο «συγκλίνουν απόλυτα ευαισθησία, έρευνα και απορία» και πρέπει μάλιστα όλοι μας «να πληρώσουμε το προσωπικό κόστος που απαιτείται για να κατασκευαστούν γνώσεις σε ένα πεδίο που ενεργούν άνθρωποι». Μας δίνει δηλαδή το στίγμα ότι στην παιδαγωγική δεν υπάρχουν τόσα δεδομένα όσα φανταζόμαστε ή θα θέλαμε να υπάρχουν. Ότι η παιδαγωγική υπερβαίνει τους εκπαιδευτικούς προγραμματισμούς, τις μεταρρυθμίσεις και τις καταρτίσεις, τις δεξιότητες και τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, των ανθρώπινων πόρων. [Παρένθεση: τι χοντροκομμένη, αλήθεια, αντίληψη για τον άνθρωπο περικλείουν αυτοί οι κοινόχρηστοι σήμερα όροι, τους οποίους ανερυθρίαστα, ως γνωστόν, ανταλλάσσουν οι ειδήμονες στα συνέδρια ή στις επιτροπές επίλυσης των εκπαιδευτικών προβλημάτων… Λες και έχουμε να διαχειριστούμε μια πολυκατοικία με τα υδραυλικά και τα κοινόχρηστά της… Γιατί τα τεχνοκρατικά ονόματα δεν είναι τόσο αθώα όσο νομίζουμε. Γεννιόνται και επιβάλλονται για να υποδείξουν τεχνοκρατικές, δηλαδή εξωανθρώπινες και κάποτε αντιανθρώπινες, προσεγγίσεις και λύσεις].

Αντίθετα, ο μαθητής μας, η μαθήτριά μας είναι ένα αίνιγμα, είναι ένα μυστήριο και έτσι οφείλουμε καθημερινά να τον βλέπουμε. Είναι φορέας ενός ανεξερεύνητου κόσμου, όπου η καταγωγή του, το περιβάλλον, οι προσδοκίες αλλά και η βούλησή του συμπλέκονται άρρηκτα σε ένα μείγμα με απρόοπτο πάντοτε αποτέλεσμα, που ευχόμαστε μόνο να είναι καλό. Και είναι μυστήριο, γιατί δεν υπάρχει ο άνθρωπος-μηχανή, ο άνθρωπος-κράμα χημικών εκκρίσεων και ρομποτικών προσθέσεων, παρά τη σημερινή πλειοδοσία λ.χ. στην τεχνητή νοημοσύνη ως τη μόνη λύση των παγκόσμιων, όχι μόνο τεχνολογικών, αλλά και πολιτικών οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων. Ας θυμίσουμε ότι άνθρωπος-μηχανή είναι το κατ’ εξοχήν πρότυπο του δυτικού-καπιταλιστικού πολιτισμού και ο Max Weber θα μας τονίσει ότι μια βασική επιδίωξη αυτού του πολιτισμού του είναι ακριβώς η απο-μυστικοποίηση, η απο-μυστηριοποίηση του κόσμου. Είναι επίσης γνωστό ότι ο ίδιος ο Στίβεν Χόκινγκ, ο στηριγμένος απόλυτα στην τεχνολογία για να επικοινωνεί, θα μας προειδοποιήσει για τα καταστροφικά ενδεχόμενα της σημερινής ιλιγγιώδους εξέλιξης των μηχανών τεχνητής νοημοσύνης: «Οι άνθρωποι, οι οποίοι περιορίζονται από τη βραδεία βιολογική εξέλιξη, δεν θα μπορούν να ανταγωνιστούν ένα τεχνολογικό επίτευγμα που επανασχεδιάζει διαρκώς τον εαυτό του με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα». Γιατί ο άνθρωπος-μηχανή είναι το αντίθετο του ανθρώπου-αίνιγμα. Ο πρώτος προγραμματίζεται, κατασκευάζεται και εκτοξεύεται, στο δεύτερο μυούμαστε, με δέος και αγάπη, βραδυπορώντας, αφήνοντάς του ελευθερία, αναγνωρίζοντάς του το δικαίωμα να παραμένει μυστηριώδης, διαρκώς έτερος, off-line, όταν, αντίθετα, όλα συντονίζονται, όλα εκβιάζονται να συναφθούν μεταξύ τους πάση θυσία, έτσι ώστε να χειραγωγηθούν αποτελεσματικότερα. Διότι, αν είναι τελικά αποτελεί αίνιγμα ο μαθητής μας, η πρωταρχική αποστολή μας είναι να του προσφέρουμε όχι μόνο γνώσεις και τεχνικές, αλλά κυρίως σιωπηλή αγάπη και ουράνια έγνοια, να περιποιηθούμε το λογισμό του, τον χαλασμένο κάποτε από την οικογένεια ή το περιβάλλον, να αναρωτιόμαστε αγκαλιάζοντάς τον με το βλέμμα μας: τι θα γίνει άραγε ο Κώστας, που θα καταλήξει η Μαρία, πόσο θα τα καταφέρει ο Γιάννης ή η Δήμητρα, ειδικά αυτοί που κάθε μέρα αντιστέκονται στις παιδαγωγικές και διδακτικές μου προσπάθειες; Τι περιμένω εγώ αλλά και ο κόσμος από αυτούς; Τι περιμένει ο Θεός από αυτούς; Πόσο τους ετοίμασα, πόσο τους φίλεψα την αγάπη μου, όσο τους έχω στα χέρια μου;

Αυτή η προσωπική, μυστική διερώτηση, που μειγνύεται φυσικά με την αυτοκριτική, με την ειλικρινή όμως και ελπιδοφόρα αυτοκριτική, όχι τη νευρωτική αυτοενοχοποίηση που πάντοτε διαλύει τον άνθρωπο, τη κριτική που βλέπει πάντα κόσμο αλλά και ουρανό, αυτή η κριτική ωθεί, νομίζω, προς μια τρυφερή προσέγγιση στο εσαεί μυστήριο του παιδαγωγούμενου, στο ίδιο το μυστήριο της παιδαγωγικής, αλλά και στο αίνιγμα του παιδαγωγού που είμαστε εμείς, μια προσέγγιση που θέλει να συνδυάσει ακριβώς «ευαισθησία, έρευνα και απορία», όπως είδαμε να ζητά η Σιφαλί. Είναι αλήθεια ότι όλοι οι φιλόσοφοι αλλά και όλοι οι παγκόσμιοι πνευματικοί ηγέτες, και βεβαίως η δική μας, η Ορθόδοξη πνευματικότητα, μας υποβάλλουν έντονα την ιδέα ότι ως άνθρωποι είμαστε πάντοτε ανυπέρβλητα σύμπαντα μυστηρίου, που συνενώνουμε κατά καιρούς και τόπους τα αινίγματά μας, τις τροχιές μας, και οφείλουμε ο ένας στον άλλο μόνο αγάπη. Γιατί κι αυτό που μετά από χρόνια θα θυμούνται τα παιδιά που έχουμε σήμερα στα χέρια μας θα είναι μόνο η αγάπη που τους δείξαμε. Όταν μάλιστα θελήσουν να μας συναντήσουν παλιοί μαθητές μας, νομίζω, ότι αυτό είναι που βλέπουμε στα μάτια τους. Αλλά, τι παράξενη σύμπτωση, την ίδια την αγάπη που προσφέραμε θα τη θυμάται κι ο ίδιος ο Θεός… Διότι, πέρα κι από την παιδαγωγική και την ψυχανάλυση, είναι γεγονός ότι το κάθε παιδί είναι, πάνω απ’ όλα, μια ψυχή, ένας αδελφός, «υπέρ ου Χριστός απέθανε…». Κι αυτό από μόνο του, αν συμφωνείτε, κρύβει μια ιλιγγιώδη και ανεκτίμητη αξία αιωνιότητας, για την οποία δεν μπορούμε να μην είμαστε κι εμείς, σε ένα βαθμό, υπεύθυνοι.

Θα ανακεφαλαιώσω με μια τελευταία ερώτηση: γιατί επιμένω τόσο πολύ και ποιο είναι άραγε το κέρδος να μην βλέπω το παιδί σαν ανθρώπινο πόρο και δυναμικό, αλλά ως αίνιγμα και μυστήριο, όχι δηλαδή ως δεδομένη βεβαιότητα αλλά ως μια διαρκή, ελπιδοφόρα δυνητικότητα;

Το θεμελιώδες κέρδος είναι ότι του αναγνωρίζω μια προοπτική μέλλοντος, κι ακόμη περισσότερο, αιωνιότητας, του πιστώνω δηλαδή τη βάσιμη δυνατότητα να μην παραμείνει μέχρι τέλους λ.χ. το δειλό, κλειστό στον τρέμοντα εαυτό του, παιδί ή, αντίθετα, το άτακτο και υπερκινητικό, που βρίζει, χτυπά, αδιαφορεί, εκνευρίζει τους πάντες και εντέλει «μου χαλά το μάθημα». Ελπίζω πάνω του στην αλλαγή, στην εξέλιξη, στην καλή αλλοίωση. Προσδοκώ ότι θα ξεφύγει από αυτό που σήμερα μοιάζει αδύνατο και θα ανοιχτεί σε ορίζοντες πνευματικούς. Διαφωνούμε άραγε ότι αυτή είναι και η θεμελιώδης δυσκολία της καθημερινής παιδαγωγικής και διδακτικής μας πράξης; Όχι τα κλάσματα ή το Σκέφτομαι και Γράφω, αλλά ακριβώς οι παιδαγωγικές στάσεις αλλά και αντιστάσεις που λαμβάνουν χώρα στο σχολείο…

Τέτοια παιδιά όμως που περιγράψαμε παραπάνω φαίνεται πως ήταν λ.χ. ο Άγιος Ιωάννης και Κροστάνδης ή ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης και ποιος ξέρει πόσοι άλλοι που ξεπέρασαν ριζοσπαστικά τις βιαστικές, επιφανειακές, αψυχολόγητες και μη-πνευματικές εντέλει κρίσεις των τότε δασκάλων τους και μπήκαν τόσο βαθιά στην αγκαλιά του Θεού που εμείς σήμερα ζητάμε τις πρεσβείες τους.

Θα κλείσω με ένα χαρακτηριστικό δίστιχο που μου μετέφεραν κάποτε από έναν θυμόσοφο Αγρινιώτη:

«Μην απελπίσεις άνθρωπο με τη δική σου γνώση,

γιατί δεν ξέρεις ο Θεός τι έχει να του δώσει…»…

 

 

Αντώνης Λ. Σμυρναίος

Επίκ. καθηγητής Νεοελληνικής Ιστορίας και Εκπαίδευσης

και Διδακτικής της Ιστορίας,

Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης

Παν. Θεσσαλίας

Related posts