«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος»
Ὄντως, Σεβασμιώτατοι Ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, τίμιο Πρεσβυτέριο, εὐλαβεῖς διάκονοι τῶν ἱερῶν ἀναλογίων, πενθηφόρε λαέ τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός ἀνέστη, πατήσας τόν θάνατον. Ὁ Χριστός ἀνέστη καί ζωή πλέον πολιτεύεται.
Σ᾿ αὐτή τή ζωή, τήν αἰώνια, τή μακαρία, ὅπου «οὐκ ἔστι ὀδύνη, λύπη ἤ στεναγμός», μέ βαθύτατη συγκίνηση, μέ αἰσθήματα θερμῆς ἀγάπης, μέ διάπυρες προσευχές καί ἱερές ψαλμωδίες, προπέμπουμε σήμερα τόν πολυαγαπητό μας Μιχάλη Μελέτη, τό ἀηδόνι τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού ἐπί σειρά ἐτῶν κόσμησε καί τίμησε ὡς Πρωτοψάλτης τό δεξιό ἀναλόγιο τοῦ Μητροπολιτικοῦ μας Ναοῦ. Καί εἶναι ὄντως οἰκονομία Θεοῦ, πού μέσα στή λαμπρή αὐτή περίοδο τοῦ χαρμόσυνου Πεντηκο-σταρίου, σ᾿ αὐτή τήν περίοδο πού καταυγάζεται ἀπό τό Φῶς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, κατευοδώνουμε στήν ἀναστάσιμη χαρά τῆς Οὐρανίου Βασιλείας τόν ἀναστάσιμο αὐτό ἄνθρωπο, πού σ᾿ ὅλη του τή ζωή ἔψαλλε καί ὑμνοῦσε τά μεγαλεῖα τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου.
Γόνος εὐσεβοῦς οἰκογένειας, ἀφοσιώθηκε ἀπό τήν τρυφερή παιδική ἡλικία στήν ἐκμάθηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς βυζαντινῆς μας μουσικῆς, μαθητεύοντας μέ κόπους καί θυσίες κοντά στόν ἀείμνηστο Μανώλη Χατζημάρκο. Τῆς ἱερᾶς ὑμνολογίας ἀνεδείχθη ἐραστής καί λάτρης, ἀναλώνοντας τή ζωή του στό ψαλτήρι τῆς ἐκκλησίας καί δημιουργώντας γύρω του ἕνα κύκλο μαθητῶν, στούς ὁποίους λαχταροῦσε νά μεταδώσει ὄχι μόνο τίς ψαλτικές του γνώσεις, ἀλλά κυρίως τό ταπεινό καί θυσιαστικό φρόνημα τοῦ εὐλαβοῦς ἱεροψάλτου.
Μελίρρυτος ἐρωδιός, κελαηδοῦσε ἀκάματος ἐν ἐκκλησίαις «τά τραγούδια τοῦ Θεοῦ», ὅπως ὀνομάζει τούς ἱερούς ὕμνους τῆς Λατρείας μας ὁ πολύς Παπαδιαμάντης.
Ἄριστος συνεργάτης τοῦ ἱεροῦ Κλήρου, σοβαρός, εὐπρεπής, συνεπής, εὐσυνείδητος, γινόταν σέ κάθε ἱερή ἀκολουθία καί ἰδιαιτέρως στή Θεία Μυσταγωγία ὁ σεμνός συνοδοιπόρος τοῦ Λειτουργοῦντος ἱερέως, μιά εὐλαβική παρουσία μέσα στή Θεία Λατρεία, πού ἔτερπε καί εἴλκυε τό ἐκκλησίασμα σέ μιά ἀπό καρδίας πνευματική συμμετοχή στά ἱερουργούμενα.
Σεβαστικότατος πρός τόν Ἐπίσκοπο, κέρδισε μέ τήν εὐγένεια τοῦ ἤθους του καί τό μουσικό του τάλαντο τή βαθειά ἐκτίμηση καί τήν πατρική ἀγάπη τόσο τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου μας, τοῦ ἀπό Δημητριάδος Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, πού διακρινόταν γιά τήν ἐπάρκειά του στή γνώση τῆς ψαλτικῆς Τέχνης, ὅσο καί τή δική μας, πού ὅλα αὐτά τά χρόνια ἐκαυχώμεθα γιά τό κόσμημα αὐτό τοῦ Μητροπολιτικοῦ μας Ναοῦ, τό ἡδύτατο ἄκουσμα καί λάλημα τῶν ἑορτῶν καί τῶν πανηγύρεών μας.
Πρότυπο καί παράδειγμα καλοῦ συναδέλφου μέσα στήν ἱεροψαλτική οἰκογένεια τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ὑπῆρξε σεμνός πρός τούς γεροντοτέρους, πατρικός πρός τούς νεωτέρους, εὐγενής πρός πάντας.
Δάσκαλος συνετός καί μέ βαθειά γνώση τοῦ ἀντικειμένου του, ποθοῦσε διακαῶς νά ἀναδείξει νέους ὑμνολόγους τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό, φιλόστοργα ἀλλά καί ἀνεπίφθονα, ἐπεδίωκε οἱ μαθητές του νά προβάλλονται, νά ἀναδεικνύονται καί νά προκόπτουν.
Τέλος, οἰκογενειάρχης ἔντιμος, ἀξιοπρεπής, ἔχων τήν καλήν μαρτυρίαν ὅλης τῆς πόλεώς μας γιά τήν ἐξαιρετική οἰκογένειά του, τήν ὁποία δημιούργησε μέ εὐσέβεια, κράτησε μέ πίστη καί μεγάλωσε ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου, μαζί μέ τήν ἀγαπημένη του ὁμόζυγο Παρασκευή, ὑπῆρξε ἕνα ἀπό τά ἐκλεκτότερα καί προσφιλέστερα μέλη τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας καί κοινωνίας.
Καί τώρα ὁ ἀείμνηστος ἐξέλιπε ἀπό τή ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων. Κατέλιπε τούς δερματίνους χιτῶνες, ἄφησε τήν μέλαινα καί ζοφώδη τοῦ βίου θάλασσα. Μετέστη ἀπό τή στρατευομένη στή θριαμβεύουσα Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων. Ὡς ἀποσκευές του πῆρε μαζί του τήν ὀρθόδοξο πίστη, τήν ἀκάματη διακονία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, τό διακριτικόν, τή φιλαδελφία, τήν ἀγάπη καί τήν προσήνεια πρός ὅλους.
Ὡς ἐφόδιο γιά τήν πρός τά ἄνω πορεία του ἔλαβε ἀκόμη ὅ,τι καλό δημιούργησε στόν τόπο μας σάν φίλεργος μέλισσα. Ὁ Μητροπολιτικός Ναός τοῦ Ἁγίου Νικολάου πού τόν πλούτισε πρωτοψάλτη· τό Ἐκκλησιαστικό Λύκειο Βόλου, ὅπου ἐπί σειρά ἐτῶν δίδαξε· ἡ Σχολή Βυζαντινῆς Μουσικῆς τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας, τήν ὁποία νουνεχῶς καί θεαρέστως διηύθυνε· τά μοναστήρια πού μαθήτευσαν κοντά του στήν τέχνη τῆς ψαλτικῆς καί τώρα τόν μνημονεύουν μέ σεβασμό· ὅπου ἀλλοῦ ἐργάσθηκε ὁ ἀείμνηστος γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί τή διάδοση τῆς πολύτιμης πνευματικῆς κληρονομιᾶς τῆς βυζαντινῆς μας μουσικῆς, ὅλα, παντοῦ καί πάντοτε, θά μιλοῦν, σέ μᾶς μέν τούς ἀπολειφθέντας γιά τή ζωντανή παρουσία του ἀνάμεσά μας, στόν δέ Ἅγιο Θεό γιά τήν αἰώνια παρουσία του στήν κοινωνία τῶν σεσωσμένων.
Ὡς τελευταία του πολύτιμη ἀποσκευή ἔφερε τό ὕστατο ἄθλημα τῆς ὀδυνηρῆς ἀσθενείας, στό ὁποῖο ἀγωνίσθηκε μέ θαυμαστή καρτερία, γενναιότητα καί δοξολογική διάθεση, ζητώντας τίς προσευχές ὅλων καί «ἀφορῶν εἰς τόν τῆς πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν».
Ἀνῆλθε τόν Γολγοθᾶ του μέ θάρρος, τό ὁποῖο ἀντλοῦσε ἀπό τήν ἀκράδαντη πίστη καί ἐλπίδα του στόν Ἀναστάντα Χριστό. Δίδαξε μέ τό παράδειγμά του τήν πνευματική ἀνδρεία, τήν ἱλαρή ὑπομονή, τήν ἡρωϊκή ὄντως εὐχαριστία μέσα στούς ἀφόρητους πόνους του. Βίωσε καί πρόβαλε στήν πράξη πλέον, μέ τό προσωπικό του μαρτύριο, τούς βίους, τίς ἀρετές καί τά μαρτύρια τῶν Ἁγίων, πού εἶχε ὑμνήσει σέ ὅλη του τή ζωή μέ τή μελίρρυτη γλώσσα του.
Τό κύκνειο ἆσμα του κελάηδησε τήν ἐφετινή Μεγάλη Ἑβδομάδα, ὄρθιος στό ἀναλόγιο, δίνοντας στόν Ἐρχόμενο πρός τό ἑκούσιο Πάθος Κύριο τίς τελευταῖες ρανίδες τοῦ αἵματος τῆς ψυχῆς του, τήν ὕστατη ἰκμάδα τῆς φθίνουσας ζωῆς του, σάν νά εἶχε τή διαίσθηση ὅτι εἶναι ἡ τελευταία φορά πού δοξολογεῖ τά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ στήν ἐπίγεια πορεία του. Καί αὐτό, γιατί πίστευε πώς ὁ Γολγοθᾶς ὁδηγεῖ πάντα στήν Ἀνάσταση, στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, στή δική του ἀνάσταση.
Αὐτόν τόν ξεχωριστό ἄνθρωπο, πού ἔζησε, ἔψαλε καί ἔφυγε ἀναστάσιμα, ὄχι μόνο εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα, ἀλλά καί διατηροῦμε τή βεβαία ἐλπίδα πώς θά τόν ἀναπαύσει ὁ Θεός «ἐν χώρᾳ ζώντων…ὅπου ἦχος καθαρός ἑορταζόντων». Ὄχι πλέον δι᾿ ἐσόπτρου καί ἐν αἰνίγματι, ἀλλά πρόσωπον πρός πρόσωπον θά παρίσταται ἐνώπιον τοῦ Θρόνου τῆς Μεγαλωσύνης, περί τόν Ὁποῖον χίλιαι χιλιάδες καί μύριαι μυριάδες Ἁγίων Ἀγγέλων ἀεάνως παρίστανται καί δοξολογοῦν.
Μέσα στόν θεῖο αὐτό Χορό εἴθε καί ὁ μακάριος νά καταταχθεῖ, ἑνώνοντας τή φωνή του μέ αὐτές τῶν Ἀγγελικῶν Δυνάμεων, ὑμνολογώντας στήν Οὐράνια Θεία Λειτουργία τόν Κύριο τῆς Δόξης, τόν Ὁποῖον παιδιόθεν ἀγάπησε καί ὑπηρέτησε ἐδῶ στή γῆ. Καί Ἐκεῖνος, ὁ πρωτότοκος τῶν νεκρῶν, ὁ Ὤν καί ὁ Ἦν καί ὁ Ἐρχόμενος, νά τόν ὑποδεχθεῖ στήν αἰώνια καί μόνιμη πατρίδα, πραΰνοντας τόν δικαιολογημένο πόνο τῆς εὐλογημένης οἰκογένειάς του, ὅπως κατέπαυσε τόν θρῆνο τῶν Μυροφόρων μέ τήν Ἀνάστασή Του.
Ὁ προσφιλής μας Μιχάλης δέν χωρίζεται ἀπό μᾶς. Ἐξακολουθεῖ νά παραμένει μέ τούς ἀγαπημένους οἰκείους του καί μέ ὅλους μας «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ»…Καί ἐμεῖς, ὁσάκις θά ἀνερχόμεθα στόν ἀρχιερατικό θρόνο τοῦ Μητροπολιτικοῦ μας Ναοῦ, θά ἀναζητοῦμε νοερῶς τό γαλήνιο βλέμμα του καί τό ἐνθαρρυντικό του χαμόγελο, γιά νά ἀποδίδουμε τούς διατεταγμένους γιά τόν Ἐπίσκοπο ὕμνους, παρά τήν ἀδυναμία μας.
Τό ὄνομά του εἶναι γραμμένο στίς καρδιές μας. Οἱ ὁλοκάρδιες εὐχές μας τόν συνοδεύουν στόν θρόνο τῆς Παναγίας Τριάδος.
Ἀξιομακάριστε καί ἀείμνηστε ἀδελφέ μας, αἰωνία σου ἡ μνήμη!