23 Δεκεμβρίου, 2024

Τελευταια Νεα

Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος & Αλμυρού κ. Ιγνατίου στην Ημερίδα της Ενώσεως τ. Βουλευτών και Ευρωβουλευτών με θέμα: Εκκλησιαστική προσέγγιση του Δημογραφικού προβλήματος, Αθήνα 29/3/2017

ΟΜΙΛΙΑ

Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος & Αλμυρού

κ. Ιγνατίου

Στην Ημερίδα της Ενώσεως τ. Βουλευτών και Ευρωβουλευτών

Θέμα: Εκκλησιαστική προσέγγιση του Δημογραφικού προβλήματος

Αθήνα 29/3/2017

 

          Αξιότιμε κ. Πρόεδρε και αγαπητέ φίλε κ. Πυλαρινέ, αγαπητοί μου,

Κατ’ αρχάς, επιθυμώ να ευχαριστήσω από καρδιάς για την ευγενική και τιμητική πρόσκληση της Ενώσεως τ. Βουλευτών και Ευρωβουλευτών να ομιλήσω απόψε στην τόσο καίρια αυτή Ημερίδα. Είναι καίρια, γιατί αφορά σ’ ένα από τα σημαντικότερα, αν όχι το σημαντικότερο, πρόβλημα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, που είναι η δραματική τροπή που λαμβάνει, τις τελευταίες δεκαετίες στην πατρίδα μας, το δημογραφικό ζήτημα. Επίσης, θέλω να συγχαρώ την Ένωση για την πρωτοβουλία της αποψινής εκδήλωσης, που δείχνει ότι τα μέλη της διατηρούν τη ζωτικότητα και την ενεργητικότητά τους αναλλοίωτες, το ενδιαφέρον τους για τα κοινά αμείωτο και την αγάπη τους γι’ αυτόν το τόπο, που από διάφορα μετερίζια της πολιτικής ζωής υπηρέτησαν, άσβεστη.

Τα τελευταία χρόνια, στην πατρίδα μας και διεθνώς, αναπτύσσεται δυναμικά η επιστήμη της Δημογραφίας. Αποστολή της είναι η καταγραφή και μελέτη των όσων αφορούν στις πληθυσμιακές ανακατατάξεις μιας χώρας και γενικότερα της ανθρωπότητας. Μελετά τον δείκτη γονιμότητας και γήρανσης της κοινωνίας, εξετάζει την υπογεννητικότητα ή την υπεργεννητικότητα, εντοπίζει τα προβλήματα που προκύπτουν απ’ αυτές και προτείνει στα Κράτη λύσεις και μέτρα για την αντιμετώπισή τους. Επομένως, είναι φρόνιμο ν’ ακούσουμε τί έχει να μας πει η επιστήμη της Δημογραφίας για την δημογραφική κατάσταση της Ελλάδας σήμερα: «ο πληθυσμός της χώρας, μέσα στην επόμενη εικοσαετία, θα μειωθεί, με βάση τα διάφορα σενάρια, κατά 500.000 έως και 1.000.000 άτομα! Το θέμα είναι πως, μειούμενος ο πληθυσμός μας αλλάζει και στη σύνθεσή του κατά ηλικία. Αυτό σημαίνει πως, σε 20 με 30 χρόνια, θα είμαστε πολύ πιο γηρασμένοι και αυτό δεν αφορά μόνο τους άνω των 65, αλλά και τους άνω των 85, που θα ζυγίζουν όλο και περισσότερο…»[1]. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τα πράγματα, οι ειδικοί της Δημογραφίας μας λένε ότι το 2030 ο πληθυσμός της χώρας μας θα είναι 8.000.000., όταν ο αντίστοιχος στην Τουρκία θα είναι 100.000.000 και στην Αλβανία 16.000.000![2] Αντιλαμβάνεστε, λοιπόν, ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας εθνικής καταστροφής, αφού δε χρειάζεται να είναι κανείς σοφός ή επιστήμων, αρκεί μία απλή αριθμητική πράξη, για ν’ αντιληφθεί ότι η πατρίδα μας, σε μερικές δεκαετίες, θα πάψει να υπάρχει! Και αυτό δε συνιστά κινδυνολογία, αλλά είναι επιστημονικό συμπέρασμα, που έρχεται γοργά, ως φυσική νομοτέλεια, αν τα δεδομένα δεν αλλάξουν άμεσα και εντυπωσιακά.

Το Δημογραφικό πρόβλημα στην πατρίδα μας, κατά την άποψη των ειδικών, έχει τέσσερις βασικές πτυχές: την υπογεννητικότητα, για την οποία θα ομιλήσουμε εκτενέστερα, τη γήρανση του πληθυσμού, την εσωτερική μετανάστευση, που οδήγησε, τις προηγούμενες δεκαετίες, στην ερήμωση της υπαίθρου και στην πληθυσμιακή διόγκωση των μεγάλων αστικών κέντρων και την εξωτερική μετανάστευση, η οποία, στην εποχή της κρίσης, θυμίζει εκείνη της μεταπολεμικής Ελλάδας. Επιθυμώ να επικεντρώσω τις σκέψεις μου στο φαινόμενο της υπογεννητικότητας, που εξαπλώνεται τοξικά, επί τρεις, τουλάχιστον, δεκαετίες, έχει τραγικές συνέπειες σε εθνικό, οικονομικό, κοινωνικό και πνευματικό επίπεδο και αποτελεί την καρδιά του Δημογραφικού προβλήματος.

Όταν αναζητούνται τα αίτια του φαινομένου και οι τρόποι αντιμετώπισής του, η συζήτηση, συνήθως, κινείται γύρω από οικονομικοτεχνικά μεγέθη και παραμέτρους. Ουδείς, ασφαλώς, αρνείται το προφανές, ότι η παροχή οικονομικών κινήτρων και διευκολύνσεων στους γονείς και στους υποψηφίους γονείς είναι απολύτως απαραίτητη και προς αυτή την κατεύθυνση η εκάστοτε επίσημη Πολιτεία οφείλει να κινηθεί με σοβαρότητα κι επίγνωση της κατάστασης, αρνούμενη τις ανέξοδες και ανεφάρμοστες μεγαλόστομες εξαγγελίες και τα ημίμετρα.

Η σχετική ποιμαντική μου εμπειρία είναι πολύ πλούσια. Έρχονται νέοι και νέες να με δουν και μου περιγράφουν τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ενόψει ενός επικείμενου Γάμου ή της δημιουργίας οικογένειας. «Θέλουμε να παντρευτούμε», μου λένε, «θέλουμε ν’ αποκτήσουμε παιδιά, αλλά, πείτε μας, πώς να παντρευτούμε, όταν δε βρίσκουμε δουλειά ή κι όταν, με χίλιες δυο δυσκολίες τη βρούμε, είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε από το πρωί ως το βράδυ, για να ικανοποιήσουμε τους απαιτητικούς εργοδότες μας, προκειμένου να διαφυλάξουμε τη θέση εργασίας μας;». Κι ακόμη δυσκολεύομαι να τους απαντήσω, όταν μου λένε ότι οι μισθοί είναι εξευτελιστικά χαμηλοί, η αγορά ή η ενοικίαση σπιτιού απαγορευτική, ότι αδυνατούν να ξεπληρώσουν κάποιο δάνειο και προτιμούν να ζουν με τους γονείς τους έως τα 30 ή τα 35, αφού εκείνοι, με θυσίες, δέχονται να σηκώνουν τα βάρη των εξόδων τους. Παρά ταύτα, όμως, πιστεύω ακράδαντα  – αυτή είναι διαχρονικά και η θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος – ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά βαθειά κοινωνικό και σαφέστατα πνευματικό.

Όπως παρατηρούν οι ειδικοί, «η δημογραφική κατάρρευση της Ελλάδας ξεκίνησε το σωτήριον έτος 1981. Μέσα σε μόλις οκτώ χρόνια, 1981-1989, το ποσοστό γεννητικότητας κατέρρευσε από 2,2 σε 1,4 παιδιά ανά γυναίκα. Αν τα αίτια της δημογραφικής κρίσης είναι κυρίως οικονομικά, θα περίμενε κανείς ότι με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και τις μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις της ίδιας περιόδου, όχι μόνο δε θα συνέβαινε δημογραφική κατάρρευση, αλλά πως η γεννητικότητα θα παρέμενε σταθερή ή ακόμα και θα αυξανόταν λίγο»[3]. Είναι προφανές, επομένως, όπως επεσήμαινε ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, ότι «το δημογραφικό πρόβλημα δεν είναι ακραιφνώς οικονομικό θέμα. Είναι κατά βάσιν πνευματικό, καρπός και παράγωγο του πνεύματος του ευδαιμονισμού, που κυριαρχεί στη ζωή πολλών ανθρώπων και είναι και αποτέλεσμα της ευρείας διασποράς υλιστικών και ανεύθυνων αντιλήψεων για τη ζωή, τη γέννηση των παιδιών, την έκτρωση, την αποφυγή αναλήψεως υποχρεώσεων, την αναίρεση του αγωνιστικού φρονήματος του κοινωνικού ανθρώπου»[4]. Επιτρέψτε μου να καταθέσω επ’ αυτών την άποψη της Εκκλησίας μας, η οποία ασφαλώς, χαρακτηρίζει και την προσωπική μου ποιμαντική αγωνία.

Το βασικό αίτιο έξαρσης της υπογεννητικότητας, κατά τη γνώμη μου, που διεγείρει το δημογραφικό πρόβλημα στην πατρίδα μας, είναι ο συνεχής και συστηματικός εκφυλισμός του ιερού θεσμού της οικογένειας. Η οικογένεια, τις τελευταίες δεκαετίες, δέχεται απανωτά χτυπήματα, συνειδητά ή ασυνείδητα, που αποσκοπούν στην χαλάρωση των δεσμών ζωής μεταξύ των μελών της, στη διαστροφή του ήθους της και στην απομυθοποίηση της αξίας της. Όσο η οικογένεια στον τόπο μας λειτουργούσε μέσα στο πλαίσιο της Ελληνορθόδοξης παράδοσης και βίωνε την χάρη του Ιερού Μυστηρίου του Γάμου, αναπτυσσόταν και σε ποσότητα και σε ποιότητα, ανεξαρτήτως των ιστορικών συγκυριών και των οικονομικών δεδομένων κάθε εποχής. Όταν, όμως, υποτάχθηκε στις υποδείξεις της υποτιθέμενης «προόδου», και αντάλλαξε τις απαράγραπτες αξίες της με τα ξυλοκέρατα ενός ψευδεπίγραφου «εκσυγχρονισμού», έχασε τον προσανατολισμό της και βαίνει διαρκώς συρρικνούμενη. Τεράστιες ευθύνες γι΄ αυτήν την τραγική αλλοίωση της οικογένειας έχει η Πολιτεία, με σωρεία άστοχων νομοθετημάτων, που, υπακούοντας στο ρεύμα της εποχής, ναρκοθετούν τα θεμέλια του οικογενειακού βίου, στην πατρίδα μας, αν όχι την ίδια την πατρίδα μας. Ανάλογες ευθύνες αναγνωρίζουμε στα Μ.Μ.Ε., ιδίως στην τηλεόραση, που με μία οργανωμένη, συστηματική και κατευθυνόμενη ομοφωνία και ομοβροντία, προβάλλει παρακμιακά πρότυπα σχέσεων, που σκοτώνουν την οικογένεια όπως την γνωρίζαμε.

Ως σημαντικότατο αίτιο, στη συνέχεια, υπογραμμίζουμε την ψυχολογική και πνευματική ανωριμότητα, που επιδεικνύεται είτε εντός του Γάμου και της, υπό οιασδήποτε μορφής, συμβίωσης, είτε εκτός. Χαρακτηριστικό αυτής της ανωριμότητας είναι ο εγωισμός και η πρόταξη της ατομικότητας, που εχθρεύονται την αγάπη και την πρόταση της κοινωνικότητας μέσα στις σχέσεις. Συνέπεια του εγωισμού είναι η ανησυχητική αύξηση των διαζυγίων, που μειώνουν, κατ’ έτος, την απόσταση από τις εκδιδόμενες άδειες των Γάμων, περιορίζοντας ή και αποκλείοντας την γέννηση τέκνων.

Κορυφαία έκφραση της ψυχολογικής και πνευματικής ανωριμότητας είναι, όμως, η ραγδαία αύξηση των εκτρώσεων στην πατρίδα μας, πέρα από κάθε φαντασία. Η νομιμοποίηση των εκτρώσεων, με τον νόμο 1609/1986, θεωρήθηκε τότε κατάκτηση, θρίαμβος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εκσυγχρονισμός, λαμπρή απόδειξη της γυναικείας χειραφέτησης. Τα επίσημα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι πρόκειται για βαρύτατη κοινωνική ασθένεια και απόλυτο δημογραφικό εφιάλτη. «Μια πόλη με 200.000 ψυχές «κατεδαφίζεται» κάθε χρόνο στις γυναικολογικές καρέκλες της χώρας μας… Εκατοντάδες χιλιάδες ανεπιθύμητοι «επισκέπτες» δεν έρχονται ποτέ στη ζωή, αφού μια έκτρωση «διορθώνει» ένα στιγμιαίο λάθος, μια αδιέξοδη σκέψη ή μια οικονομική καταστροφή»[5]. Σοκαριστικά είναι τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο  6ο Πανελλήνιο Συνέδριο Γυναικολογικής Ενδοκρινολογίας, μόλις τον περασμένο μήνα, σύμφωνα με τα οποία, κάθε χρόνο στην πατρίδα μας, από το σύνολο των εκατοντάδων χιλιάδων εκτρώσεων, οι 30.000 αφορούν ανήλικα κορίτσια κάτω των 16 ετών[6]. Οι ψυχολογικές και οι σωματικές συνέπειες είναι οδυνηρές, ενίοτε μη αναστρέψιμες[7]. Μάλιστα, ο ισχύων Νόμος περί των υιοθεσιών, που ουσιαστικά τις καθιστά απαγορευτικές, συμβάλλει στον δραματικό εκτροχιασμό των εκτρώσεων, με αποτέλεσμα το δημογραφικό κόστος να είναι ανυπολόγιστο

Τα εφιαλτικά αυτά στοιχεία είναι καρπός της λογικής της ατομοκρατίας και του δικαιωματισμού, που κυριαρχεί στα καθ’ ημάς, από τη Μεταπολίτευση έως τις μέρες μας, έχοντας υποκαταστήσει, κατά πολύ, τις έννοιες της κοινωνικής ευθύνης και του εθνικού συμφέροντος. Την ίδια στιγμή, η συζήτηση περί των εκτρώσεων θεωρείται ταμπού και αποδίδεται σε συντηρητικές και φονταμενταλιστικές ατζέντες. Η άρνησή τους δε, χαρακτηρίστηκε ακόμη και ως «σκοταδιστική κραυγή»[8]! Προς Θεού, όμως, μη βιαστείτε να με χαρακτηρίσετε έτσι, γιατί σίγουρα θα με αδικήσετε. Η Εκκλησία υπερασπίζεται το δικαίωμα στη ζωή, που υπερβαίνει κάθε άλλο ατομικό δικαίωμα και αυτό υπηρετεί πάντοτε με όλες τις δυνάμεις Της, σε όλα τα βιοηθικά προβλήματα του καιρού μας. Οι υπερασπιστές του δικαιώματος στην έκτρωση υποστηρίζουν ότι το έμβρυο αποτελεί μέρος του σώματος της γυναίκας, που μπορεί να διαθέσει κατά το δοκούν. Η Ορθόδοξη Θεολογία δέχεται ότι το έμβρυο, από τη στιγμή της σύλληψής του, είναι ένας τέλειος άνθρωπος, σώμα και ψυχή, εξαρτώμενος, βέβαια από τη μητέρα του για την επιβίωσή του, αλλά εντελώς ανεξάρτητος ως οντότητα. Με πιο δικαίωμα, λοιπόν, το καταδικάζουμε σε θάνατο! Η νομοθεσία μας, αλλά και οι πολιτιστικές μας αξίες αναγνωρίζουν το δικαίωμα της ζωής στα ζώα και τιμωρούν όσους τα θανατώνουν ή τα βασανίζουν. Ακόμα κι αν δεχτούμε πως ένας μη διαμορφωμένος εντελώς άνθρωπος έχει λιγότερα δικαιώματα από έναν ολοκληρωμένο άνθρωπο, απαιτείται μεγάλη προκατάληψη να υποστηρίξει κανείς ότι έχει λιγότερα δικαιώματα από ένα ζώο και εγκληματική ανευθυνότητα να υποστηρίξει ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα και μπορεί κανείς να το θανατώσει, επειδή έτσι θέλει.

Ως άλλο αίτιο της υπογεννητικότητας επισημαίνουμε την πλασματική ευδαιμονία, που διαμορφώσαμε στην πατρίδα μας τις τελευταίες δεκαετίες και μέσα της αναθρέψαμε τις νέες γενιές. Είναι η υποδούλωση στο πλαίσιο της ευχαρίστησης, της ηδονοθηρίας, του άκρατου καταναλωτισμού και της καλοπέρασης, που απειλούνται από την προοπτική απόκτησης τέκνων και επ’ ουδενί θυσιάζονται ή αν αυτό συμβεί, θα συμβεί μία φορά. Αλλά η τεκνοποιία και η οικογενειακή ζωή δεν είναι καλοπέραση κι επανάπαυση. Είναι σταυρός, ηρωική πορεία και προσωπική θυσία. Η επιδίωξη της ευδαιμονίας χλευάζει τους ήρωες, δεν ανέχεται την σταυρική ζωή, την μακροχρόνια διαδικασία της θυσιαστικής αγάπης και προσφοράς. Γιατί είναι γνωστό, ότι ο σχηματισμός οικογένειας και η ανατροφή παιδιών, είναι μια σταυρική πορεία, που απαιτεί διαρκή θυσία και καθημερινή σταύρωση και ο σύγχρονος άνθρωπος αρνείται τη θυσία και το σταυρό κι επιλέγει τον εύκολο δρόμο της ευδαιμονίας και της ηδονοκρατίας, που δεν καταφάσκουν, όμως, στη ζωή, αλλά καταδικάζουν την κοινωνία σε σταδιακή ποιοτική και ποσοτική συρρίκνωση και τον ίδιο τον άνθρωπο στην μοναξιά της πλασματικής του αυτοπραγμάτωσης.

Εξίσου σημαντικό αίτιο για τη δραματική μείωση των γεννήσεων στην πατρίδας μας θεωρώ, επίσης, την υποτίμηση της μητρότητας, που είναι καρπός της γυναικείας χειραφέτησης και της εξόδου της γυναίκας στην αγορά εργασίας. Πριν βιαστείτε να με χαρακτηρίσετε και πάλι, ως αντιπροοδευτικό, θα σας πως ότι η Εκκλησία μας διακηρύττει την απόλυτη ισοτιμία των δύο φύλων, σε όλους τους τομείς του ιδιωτικού και δημοσίου βίου. Το δικαίωμα στη μόρφωση και στην εργασία είναι ιερό για όλους τους ανθρώπους. Οποιαδήποτε υποβάθμιση του γυναικείου προσώπου έναντι του ανδρός δεν συνάδει με την Ορθόδοξη Θεολογία και εμπειρία. Όμως, αλίμονο αν, η διεκδίκηση του αυτονόητου ρόλου τους, εκ μέρους των γυναικών, έρχεται να περιορίσει ή και να καταλύσει τον φυσικό τους ρόλο, για τον οποίο είναι κατασκευασμένες, την θεία αποστολή τους, να φέρουν στον κόσμο νέες υπάρξεις, την εξαίσια μητρότητα.

Η μητρότητα δεν είναι υποχρέωση, ούτε κοινό συμβατικό ανθρώπινο έργο. Είναι δώρο Θεού, είναι μίμηση της δημιουργικής ενέργειας του Δημιουργού. Όταν η γυναίκα γεννά, γίνεται ένας μικρός θεός, καθώς αναλαμβάνει να συνεχίσει το δημιουργικό έργο του Θεού στην ιστορία. Πείτε μου, ποια ανάγκη και ποια σκοπιμότητα μπορούν να υπερβούν και να υπερνικήσουν αυτή την Θεοειδή αποστολή! Ασφαλώς, τα αντεπιχειρήματα είναι πολλά και όχι παράλογα. Τα οικονομικά προβλήματα στην οικογένεια, αναγκάζουν τη γυναίκα να περιορίσει τον μητρικό της ρόλο. Η ανυπαρξία σοβαρών οικονομικών κινήτρων και διευκολύνσεων από το Κράτος δεν επιτρέπει την απόκτηση περισσότερων του ενός ή των δύο παιδιών. Η επιθυμία για την κατάκτηση της γνώσης, σε όλο και ανώτερα επίπεδα, μεταθέτουν για το αδήριτο μέλλον τον μητρικό ρόλο. Όλα είναι σεβαστά, αλλά, συγχωρέστε με, δεν είναι πειστικά. Χρειάζεται να βρεθεί η χρυσή τομή, καθότι και τούτο δει ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι[9].

          Ας ακούσουμε τί προτείνει, σχετικά, μία σύγχρονη, σκληρά εργαζόμενη εκπαιδευτικός και μητέρα: «φαίνεται καλύτερο, εφόσον υπάρχει δυνατότητα επιλογής, να μην εργάζεται η μητέρα. Το θέμα, ωστόσο, είναι λεπτό και προσωπικό˙ πολλά εξαρτώνται από τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε οικογένειας και κάθε μητέρας. Όταν η τελευταία εργάζεται, τούτο να γίνεται με συνθήκες τέτοιες, ώστε τα παιδιά να μην αποστερούνται της μητρικής παρουσίας και φροντίδας. Έχω την αίσθηση ότι και η Εκκλησία μας αντιμετωπίζει τέτοιου είδους ζητήματα με διάκριση και κατά περίπτωση. Δίδει ένα βασικό προσανατολισμό και αφήνει το πρόσωπο να διαλέξει την πορεία του. Βασικός προσανατολισμός και γνώμονας εδώ είναι το συμφέρον – πνευματικό και ψυχικό κυρίως – των παιδιών και συνολικά της οικογένειας. Οι μητέρες, σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται να κάνουμε ιεράρχηση των προτεραιοτήτων μας και να έχουμε συναίσθηση της μεγάλης ευθύνης, που είναι η ανατροφή των παιδιών. Χρειάζεται να αφιερώνουμε χρόνο και κόπο: «ό,τι δώσουμε σε χρόνιο και κόπο, αυτό θα το πάρουμε αργότερα ως αγωγή που θα έχει γίνει στο παιδί μας και η οποία θα έχει επιπτώσεις ευεργετικές στη ζωή του, πράγμα που θα το χαιρόμαστε και εμείς». Χρειάζεται, ακόμη, να έχουμε αγάπη και πνεύμα θυσίας. Θυσίας όχι με την έννοια του καταναγκασμού, αλλά της εκούσιας και συνειδητής προσφοράς του εαυτού μας σε ένα από τα μεγαλύτερα δώρα που μας χάρισε ο Θεός, τα παιδιά μας»[10].

Κορυφαίο, όμως, αίτιο, που συντελεί στην δραματική έξαρση της υπογεννητικότητας και στην απειλητική όξυνση του Δημογραφικού προβλήματος, θεωρώ την αποϊεροποίηση της κοινωνίας και την σχετικοποίηση της πίστης στον Θεό. Πλέον, οι άνθρωποι δεν πορεύονται στη ζωή με γνώμονα το θέλημα του Θεού και την διδασκαλία του Ευαγγελίου. Πορεύονται σύμφωνα με το δικό τους εκκοσμικευμένο και ορθολογιστικό θέλημα. «Εκείνος που δεν πιστεύει στην Πρόνοια του Θεού, που δεν παραδέχεται ότι ο Θεός κυβερνά τον κόσμο και την ιστορία και ότι Εκείνος είναι που κατευθύνει τη ζωή του ανθρώπου, δεν μπορεί να αποδυθεί σε αυτό το μαρτύριο, δηλ. την γέννηση και την ανάπτυξη – σωματική, ψυχολογική και πνευματική – των παιδιών»[11].

Δε προκαλεί εντύπωση ότι οι περισσότερες πολύτεκνες οικογένειες στηρίζονται σε γονείς με πίστη, εκκλησιαστική ζωή και Μυστηριακή εμπειρία; Ή ότι, η πλειοψηφία των ιερατικών οικογενειών είναι πολύτεκνες, ότι οι ιερείς μας υπηρετούν, με πίστη, τον ιερό θεσμό της οικογένειας και συμβάλλουν, με κόπους και θυσίες, στην ανάσχεση της δημογραφικής κατάρρευσης της πατρίδας μας; Η κινητήρια δύναμη των ανθρώπων αυτών δεν είναι οι οικονομικές παροχές της Πολιτείας, αλλά η εμπιστοσύνη τους στο Θεό, η πεποίθησή τους ότι Εκείνος εμπνέει, στηρίζει και δίνει λύσεις εκεί που τα προβλήματα φαντάζουν ανυπέρβλητα και τ’ αδιέξοδα απροσπέλαστα.

Κατανοώ, βέβαια, ότι όποιος βλέπει τα πράγματα με κοσμική ματιά και διέπεται από ορθολογιστική αντίληψη, θα χαρακτηρίσει τα παραπάνω απλές θεωρίες, χωρίς πρακτικό αντίκρισμα και περιεχόμενο. Η Εκκλησία μας, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στη θεωρητική διδασκαλία. Αναλαμβάνει και συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, προκειμένου ν’ αλλάξει ο τρόπος που οι άνθρωποι σήμερα βλέπουν τα πράγματα και να θεραπευτούν τα πνευματικά αίτια του προβλήματος, που μόλις σας ανέλυσα.

Ήδη, από το 1999, η Εκκλησία της Ελλάδος, με πρωτοβουλία του μεγάλου οραματιστή, αξέχαστου Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου, πριμοδότησε οικονομικώς την γέννηση 3ο τέκνου στην πλέον πολύπαθη δημογραφικά περιοχή της Θράκης – πολύπαθη ως προς το Χριστιανικό της, βέβαια, στοιχείο, και όχι το μουσουλμανικό. Είχε αντιληφθεί εγκαίρως ότι δύσκολα οι ελληνορθόδοξες οικογένειες τολμούσαν να αποκτήσουν τρίτο παιδί, βυθισμένες στην πνευματική νωθρότητα που περιέγραψα πιο πάνω, αναλογιζόμενες και το δυσβάστακτο οικονομικό κόστος ενός τέτοιου εγχειρήματος. Την ίδια στιγμή, η μουσουλμανική κοινότητα της Θράκης δεν αντιμετώπιζε ανάλογο πρόβλημα, καθότι οι μουσουλμανικές οικογένειες είναι, επί το πλείστον, υπερπολύτεκνες. Όταν το πρόγραμμα ξεκίνησε, οι πριμοδοτούμενες οικογένειες ήταν 250. Το 2005 έφθασαν τις 900, ενώ σύμφωνα, με τα τελευταία στοιχεία, το πρόγραμμα σήμερα ενισχύει περί τις 782 οικογένειες, με την καθοριστική οικονομική συμβολή, πλέον, του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος».

Παράλληλα, την εποχή εκείνη, πάλι με πρωτοβουλία του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου,  ξεκίνησε η δημιουργία εκκλ/κών Παιδικών Σταθμών σε όλες τις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, με γενναία επιχορήγηση της Ιεράς Συνόδου, ώστε οι μητέρες να μπορούν να εμπιστευτούν τα παιδιά τους στην Εκκλησία και, με την εργασία τους, να συνεισφέρουν στα οικονομικά της οικογένειας.

Πέραν, όμως, αυτών, η Εκκλησία μας εργάζεται συστηματικά για την διαφύλαξη, ενίσχυση και προαγωγή του ιερού θεσμού της οικογένειας, γιατί πιστεύει στην οικογένεια. Πιστεύει ότι Εκκλησία, Οικογένεια και Παιδεία αποτελούν τους βασικούς πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίζεται το κοινωνικό μας οικοδόμημα. Αυτό φάνηκε περίτρανα τα τελευταία χρόνια, κατά τα οποία η πατρίδα μας βυθίζεται σε μια αδιέξοδη οικονομική κρίση, όταν ο λαός μας βρίσκει καταφύγιο κι ελπίδα, στήριγμα και παρηγοριά στην Εκκλησία και στην οικογένεια, που, όταν είναι ενωμένη και λειτουργεί πάνω στις βάσεις της Ελληνορθόδοξης παράδοσης, κρατά όρθια την κοινωνική συνοχή.

Σε όλες τις Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, αναπτύσσεται συστηματικά η Ποιμαντική της οικογένειας, που απευθύνεται σε γονείς και υποψηφίους γονείς, στους νέους, που αποφασίζουν να εισέλθουν στον έγγαμο βίο, ξεκινώντας την κοινή ζωή τους με την τέλεση του θρησκευτικού Γάμου. Η ποιμαντική αυτή καταφάσκει στη αγάπη, τονίζει τον αλληλοσεβασμό, επενδύει στην κατανόηση του σκοπού της συζυγίας και του γονεϊκού ρόλου. «Η Εκκλησία μας διδάσκει τις νέες και τους νέους πως η οικογένεια είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να δημιουργήσει ο άνθρωπος στη ζωή του. Η γαλήνη της οικογενειακής εστίας, η ευθύνη για την ανατροφή και την αγωγή των παιδιών και ο αγώνας για επιβίωση της οικογένειας αποτελούν στοιχεία ψυχικής ειρήνης και γνήσιας πνευματικής χαράς και δίνουν νόημα στη ζωή. Και βέβαια, χωρίς να το αναμένουν, όμως, έχουν εκ μέρους των παιδιών τους ανταπόκριση στα αισθήματά τους και αμοιβή από το Θεό. Ο Ιερός Χρυσόστομος μας λέει: “ακούσατε ταύτα πατέρες και μητέρες, ως ουκ άμισθος υμίν έσται η παιδοτροφία”[12]»[13].

Παντού, επίσης, λειτουργούν Σχολές Γονέων, με τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού ζευγαριών, όπου διδάσκουν ειδικοί στις σχέσεις των συζύγων και στην τέχνη της οικογενειακής ζωής, ενημερώνοντας τους νέους μας για τις χαρές, αλλά και τις λύπες, τους πειρασμούς, τους τρόπους της συζυγίας, για τα μικρά και μεγάλα μυστικά του επιτυχημένου γάμου και της οικογενειακής ευτυχίας.

Πολλά Κέντρα Συμπαραστάσεως Οικογενείας λειτουργούν, από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών, μέχρι και τις παραμεθόριες Μητροπόλεις της πατρίδας μας, όπου προσφέρεται κάθε είδους βοήθεια, υλική και ηθική, σε άπορες  ή μονογονεϊκές οικογένειες, συζύγους σε ποικίλη κρίση, κακοποιημένες γυναίκες, εγκαταλειμμένα παιδιά. Εκεί θεραπεύονται τα ανθρώπινα δράματα και στηρίζεται το κλονισμένο, από τα αδυσώπητα κύματα του βίου, ανθρώπινο πρόσωπο. Με άλλα λόγια, η Εκκλησία μας κάνει τα πάντα, στο μέτρο των δυνατοτήτων της, για να αντιμετωπίσει τα πνευματικά και οικονομικά αίτια της υπογεννητικότητας και να ανασχέσει, όσο είναι δυνατόν, την δημογραφική κατηφόρα της πατρίδας μας.

Όλα τα παραπάνω ένα γνώμονα έχουν: την αγάπη γι΄ αυτόν τον τόπο και το λαό μας, τα ευλογημένα τέκνα της Εκκλησίας, για τα οποία ενδιαφέρεται κι εργάζεται, είτε είναι κοντά Της, είτε μακριά Της. Η Εκκλησία μας δε θα πάψει ποτέ να διακηρύσσει την αλήθεια, να προβάλει το μεγαλείο του Ευαγγελικού Λόγου, μέσα από τον Οποίο προσφέρονται λύσεις ζωής για τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας. Το Δημογραφικό είναι τεράστιο εθνικό πρόβλημα, που απειλεί την ύπαρξη της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Ας αναλογιστούμε όλοι τις ευθύνες μας, ας πάψουμε να σκεπτόμαστε ωφελιμιστικά κι εγωιστικά και ας πράξουμε ό,τι είναι δυνατόν για την άμεση ανάσχεσή του, πριν να είναι πολύ αργά.         

 

 

 



[1] ΒΥΡΩΝ ΚΟΝΤΖΑΜΑΝΗΣ, Καθ. Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, «Δημογραφικός κίνδυνος: η Ελλάδα γερνάει», «Χανιώτικα νέα», 8/3/2017

[2] ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, «Η υπογεννητικότητα μικραίνει την Ελλάδα», «Ελεύθερος Τύπος», 18/5/2010, σ. 26

[3] ΧΑΡ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, «Η εθνική μας αυτοκτονία», «Ρήξη», 21/12/2017, σ.10

[4] ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ & ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Χαιρετισμός στην Ημερίδα της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων, με θέμα «Οι επιπτώσεις του Δημογραφικού προβλήματος στην Εθνική Άμυνα, την Παιδεία και το Ασφαλιστικό Σύστημα της Χώρας», Αθήνα 15/1/2005

[5] «Επίκαιρα», 11/12/2009, σ. 92

[6] «Δημοκρατία», «Έκτρωση από 30.000 ανήλικες κάθε χρόνο», 15/2/2017, σ.17

[7] «Τηλεθεατής», «Οι εκτρώσεις στην εφηβεία», 12/11/2005, σ. 84

[8] «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», «Η σκοταδιστική κραυγή», 25-26/12/2004, σ. 43

[9] Ματθ. 23,23

[10] ΕΛΕΝΗ ΝΙΝΙΚΑ – ΔΑΜΙΓΟΥ, Φιλόλογος, «Μητρότητα και καριέρα», «Τόλμη», Φεβρουάριος 2004, σ. 36

[11] ΙΕΡΟΘΕΟΣ, ΜΗΤΡ. ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ & ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ, «Βιοηθική και βιοθεολογία», Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 2005, σελ. 327

[12] ΕΠΕ 23,264

[13] ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ & ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, Χαιρετισμός στην Ημερίδα της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων, με θέμα «Οι επιπτώσεις του Δημογραφικού προβλήματος στην Εθνική Άμυνα, την Παιδεία και το Ασφαλιστικό Σύστημα της Χώρας», Αθήνα 15/1/2005

Related posts