Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
στο Σαλαμίνιο Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Παραλίμνι Κύπρου 20/10/2016
ΘΕΜΑ: Μια θεολογική ματιά στην Ειρήνη
Έχει παρατηρηθεί από μελετητές της Ιστορίας ότι, αν και ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του επιθυμεί και εύχεται για την ειρήνη, εντούτοις όλο το φάσμα των διαπροσωπικών, κοινωνικών και άλλων σχέσεών του διαποτίζεται από την αντιπαράθεση, την ωμή βία, συχνά δε και τον πόλεμο. Στην αυγή του 21ου αιώνα, και στο πλαίσιο της πολύπλευρης παγκοσμιοποίησης και της επιθυμίας για πολιτικές και πρακτικές που θα βοηθούσαν στην άμβλυνση των ποικίλων παραγόντων που υποβοηθούν την καλλιέργεια της βίας, η ανθρωπότητα πίστεψε ότι είχε αφήσει, πλέον, πίσω της, μια για πάντα, την βαρβαρότητα που είχε βιώσει κατά τον 20ό αιώνα, μεταξύ άλλων, με τους δυο Παγκόσμιους Πολέμους, τους δεκάδες τοπικούς ανά τον κόσμο, τις γενοκτονίες, αλλά και τις τόσες άλλες περιπτώσεις βίας, της παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και της οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης. Δυστυχώς, ωστόσο, οι ελπίδες αυτές, για μια ακόμη φορά, διαψεύστηκαν. Από τη μια η οικονομική κρίση, που πλήττει εδώ και αρκετά χρόνια πολλές χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο, η αναζωπύρωση της γεωπολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η ανάδυση και περαιτέρω εμπέδωση του πολιτικού και θρησκευτικού φονταμενταλισμού στην ευρύτερη γειτονιά μας, τα φαινόμενα ακραίας και τυφλής βίας από ποικίλες τρομοκρατικές ομάδες, και από την άλλη, η τραγική προσφυγική κρίση και ο ξεριζωμός μεγάλου αριθμού ανθρώπων από τις πατρίδες τους λόγω των πολέμων, φαίνεται ότι ακύρωσαν στην πράξη, για μια ακόμη φορά, την αισιοδοξία και την οποιαδήποτε συνειδητή ή συγκυριακή προσπάθεια, που έγινε ή γίνεται, με σκοπό την αποκατάσταση της διεθνούς ισορροπίας, καταλλαγής και ειρήνης σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Έχοντας υπόψη και βιώνοντας καθημερινά την ζοφερή αυτή πραγματικότητα, σε μια εποχή η οποία διαφέρει από το παρελθόν, καθώς χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα και την διαρκή κίνηση και μετάβαση σε διαφορετικά μοντέλα οργάνωσης του προσωπικού και κοινωνικού βίου, η ανάγκη για ειρήνη αποτελεί όχι πλέον πολυτέλεια αλλά κρίσιμη παράμετρο για την ίδια την επιβίωση και ευημερία του ανθρώπου. Στην προοπτική αυτή, κάποιος οφείλει να διερωτηθεί ποιος είναι ο ρόλος που η Ορθόδοξη Εκκλησία και η προφητική της φωνή, η Θεολογία μπορούν να διαδραματίσουν.
Είναι αλήθεια ότι τόσο ο χώρος των Εκκλησιών, όσο και ευρύτερα ο χώρος της Θεολογίας, δεν έμειναν ανεπηρέαστοι από την δυσάρεστη αυτή πραγματικότητα. Οι διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις, συμπεριλαμβανομένης και της ορθόδοξης χριστιανικής, δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τον πειρασμό της άμεσης ή έμμεσης εμπλοκής τους σε φαινόμενα καταπίεσης, χειραγώγησης, σύγκρουσης και αυταρχισμού, στον αντίποδα της διδαχής και της ιδιοσυστασίας τους. Έτσι οι Εκκλησίες, αντί να συμβάλουν στη διαμόρφωση των απαραίτητων προϋποθέσεων για την καλλιέργεια και κατίσχυση ενός «πολιτισμού της ειρήνης», συχνά με τη στάση ή την πρακτική τους καλλιέργησαν βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές, στοιχήθηκαν με απολυταρχικά και φασιστικά καθεστώτα και τους ισχυρούς του αιώνος τούτου, εντείνοντας περαιτέρω την κοινωνική αδικία και ανασφάλεια και οξύνοντας ακόμη περισσότερο τα ανθρώπινα πάθη και τη μισαλλοδοξία.
Οι συχνές ιστορικές αποτυχίες του εκκλησιαστικού σώματος να αρθεί στο ύψος της αποστολής του δεν θα πρέπει, ωστόσο, να επισκιάζουν την αλήθεια ότι η ειρήνη δεν αποτελεί ένα μεταξύ πολλών και δευτερεύον χαρακτηριστικό του κηρύγματος και της ζωής της Εκκλησίας, αλλά πρωταρχικό μέλημα της αποστολής Της στο σύγχρονο περιβάλλον. Ο Χριστιανισμός γενικότερα, και η Ορθοδοξία ειδικότερα, βρίσκεται ριζωμένος σε μια πίστη, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος ο Θεός έγινε άνθρωπος εν Ιησού Χριστώ, προκειμένου να συμφιλιώσει μεταξύ τους και μαζί του ολάκερη την ανθρωπότητα. Βασική παράμετρος του έργου και της διδασκαλίας του ίδιου του Ιησού δεν είναι άλλη από την προώθηση της ειρήνης του Θεού επί της γης. Η ειρήνη αυτή σε καμιά περίπτωση δεν μοιάζει με την κυρίαρχη pax romana της εποχής εκείνης ούτε με κάθε χρηστική, συχνά ανελεύθερη και πρόσκαιρη, εκεχειρία μεταξύ αντιμαχόμενων πλευρών. Πρόκειται για το εσχατολογικό όραμα της ειρήνης του Θεού, το οποίο ωστόσο γίνεται αντικείμενο πρόγευσης από το παρόν μέσα στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στην ασκητική εμπειρία και ζωή των πιστών. Όπως σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, «το χρέος του πιστού είναι να ‘γίνεται πλησίον’ του οποιουδήποτε ανθρώπου, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας, γλώσσας…» και προσθέτει ότι «η αυθόρμητη αδελφική παρουσία αγάπης προς όλους τους ‘πλησίον’, απλώς και μόνο διότι είναι άνθρωποι, αναγνωρίστηκε ως η πεμπτουσία του χριστιανικού μηνύματος». Στην προοπτική αυτή η ειρήνη που προσφέρει ο Χριστός με την Εκκλησία του δεν αποτελεί μια ακόμη ιδεολογική πρόταση, που καλείται να γίνει πρόγραμμα πολιτικό ή μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, αλλά αντίθετα συνιστά δώρο και χάρισμα, το οποίο με την αποδοχή και την ελεύθερη συνέργεια του ανθρώπου μπορεί να βοηθήσει στη διαμόρφωση ενός «πολιτισμού της ειρήνης», στην προοπτική ενός μεταμορφωμένου κόσμου.
Στην προοπτική αυτή, η Ορθόδοξη Θεολογία με αφετηρία την κοινή χριστιανική παράδοση είναι σε θέση να προσφέρει ορισμένες προϋποθέσεις με ορίζοντα την καταλλαγή και τη συμφιλίωση. Η πρόταση αυτή θα μπορούσε αφενός μεν να εμπνεύσει το αξιακό και ηθικό υπόβαθρο της Παιδείας και του Πολιτισμού μας, αφετέρου δε να συμβάλει στη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής και επίκαιρης ορθόδοξης θεολογικής, αλλά και ευρύτερα πολιτισμικής προοπτικής απέναντι στον κυρίαρχο «πολιτισμό της βίας».
1. Η ενότητα της Εκκλησίας, η οποία ενότητα πηγάζει από το συστατικό Μυστήριό της, δηλ. την Θεία Ευχαριστία, συνιστά θεμελιώδη προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξή Της. Η Εκκλησία είναι μία, διότι ο ιδρυτής της ο Ιησούς Χριστός είναι Ένας, γεγονός που αντικατοπτρίζεται με λαγαρότητα στην τοπική φανέρωσή της στο πρόσωπο του Επισκόπου. Η εκάστοτε ποικιλία των πολιτισμικών, κοινωνικών κι άλλων διαφοροποιήσεων δεν φαίνεται ότι αποτέλεσε ποτέ πρόβλημα για την ενότητά της, αλλά αντίθετα η ποικιλία αυτή υπήρξε βασικός παράγοντας που οδηγεί στην ενότητα. Η Εκκλησία, όταν παίρνει στα σοβαρά και ακολουθεί τα χνάρια και το κήρυγμα του Χριστού, δεν επιδιώκει πρωτίστως να προσφέρει μια μετά θάνατον ανώδυνη ελπίδα στον άνθρωπο, αλλά επιχειρεί να διαμορφώσει ήδη από το ιστορικό παρόν τις συνθήκες πρόγευσης ή και κάποτε (στην περίπτωση της αγιότητας) πραγμάτωσης ενός άλλου τρόπου ύπαρξης, που διακρίνεται για την κατάφαση της ζωής, της ειρήνης, της συμφιλίωσης και της καταλλαγής. Δυστυχώς, πολύ συχνά, μάλιστα σε περιόδους κρίσιμες, όπως αυτές που βιώνουμε σήμερα, όπου ο άνθρωπος κυριεύεται από απελπισία, θεωρείται ότι ο Τριαδικός Θεός έχει εγκαταλείψει τον άνθρωπο στην μοίρα του χωρίς να ενδιαφέρεται πλέον γι’ αυτόν, και επομένως χωρίς κάποια προοπτική ελπίδας και ενότητας. Σύμφωνα με τη θεολογία της Εκκλησίας μας, τα μέλη του Σώματος του Χριστού διαθέτουν ένα δεσμό λειτουργικό παρά χρηστικό. Η αλήθεια αυτή εκφράζεται στην περίφημη αρχαία ρήση solus christianus, nullus christianus, η οποία και εκφράζει την αγωνία της απομόνωσης των ανθρώπων. Αντίθετα, καθώς το σώμα της Εκκλησίας αποτελείται από πρόσωπα που αγωνίζονται και ασκούνται στην υπέρβαση του ατομικισμού και της εγωπάθειάς τους, η σχέση τους δεν μπορεί παρά να είναι εξάπαντος ειρηνική και αγαπητική.
2. Το ίδιο το παράδειγμα του Ιησού Χριστού, καταδεικνύει περίτρανα, ότι η Εκκλησία Του, όπως άλλωστε κι ο Ίδιος, δεν κηρύττει απλά για τον φτωχό, τον πεινασμένο, τον περιθωριακό, τον κάθε άνθρωπο που γίνεται θύμα της βίας των ισχυρών και βιώνει στην πράξη την τραγικότητα της Ιστορίας, αλλά οφείλει, κι όταν δεν το πράττει αναδεικνύεται ανακόλουθη του ονόματός Της, να σαρκώνεται, να ταυτίζεται μαζί Του, να αναλαμβάνει το σταυρό Του, όσο βαρύς κι αν είναι. Η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη, το κάλεσμα για ειρήνη και συμφιλίωση δεν αποτελούν για τον χριστιανό ένα, μεταξύ πολλών, καθήκον, το οποίο υποχρεούται να ακολουθεί προκειμένου να επιτύχει την εύνοια του Θεού κατά την ημέρα της κρίσης, αλλά συνιστά τον τρόπο ζωής που μας έδειξε ο ίδιος ο Χριστός, στο βαθμό που επιθυμούμε να λογιζόμαστε ως χριστιανοί κι όχι ως απλά κοινωνικοί επαναστάτες ή ακτιβιστές. Δεν χρειάζεται στην προκειμένη περίπτωση παρά να φέρουμε στο νου την διδαχή και την υπόσχεση του Ιησού στην επί του Όρους Ομιλία και θα αποκτήσουμε μια επαρκή εικόνα για το καθήκον της Εκκλησίας συλλογικά και του κάθε μέλους ατομικά για την κατίσχυση της ειρήνης και της καταλλαγής με τον εαυτό μας, τον συνάνθρωπο αλλά και ολάκερη την Κτίση. Ακολουθώντας και πάλι το παράδειγμα του Κυρίου Της, η Εκκλησία με προφητική εγρήγορση δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να ανέχεται κανενός είδους αδικίας και βίας, πολύ δε περισσότερο να γίνεται η ίδια όργανο αδικίας ή βίας, αλλά αντίθετα να είναι πάντοτε έτοιμη για μαρτύριο και μαρτυρία. Άραγε, συμβιβάστηκε ποτέ ο Χριστός με τις άδικες και απάνθρωπες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές της εποχής Του; Έκανε πίσω στη σταυρική Του θυσία ή απέστρεψε το πρόσωπό Του από οποιονδήποτε βρισκόταν στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής; Το ανθρωπολογικό πρότυπο που μας προβάλλει ο Χριστός δεν είναι εκείνο ενός γραφειοκράτη, ο οποίος ενδιαφέρεται να επιλύσει τεχνοκρατικά και γραφειοκρατικά ζητήματα, αλλά εκείνο του homo eucharisticus, του ανθρώπου που είναι έτοιμος να θυσιαστεί κυριολεκτικά και μεταφορικά προς όφελος του άλλου, του πλησίον, κάθε ξένου, φτωχού, περιθωριακού, πεινασμένου, εμπνεόμενος από το όραμα της παγκόσμιας ειρήνης του Θεού.
3. Ο Λόγος του Θεού δεν αρκεί να προσφέρεται. χρειάζεται επίσης και να σαρκώνεται. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, οφείλει να κηρύττεται ασταμάτητα, στο βαθμό που ο νέος τρόπος ύπαρξης που το χριστιανικό ευαγγέλιο ευαγγελίζεται δεν μπορεί να αποτελέσει τελεσίδικη ιστορική πραγματικότητα. Προς την κατεύθυνση αυτή απαιτείται αλλαγή πλεύσης από το ατομοκεντρικό και χρησιμοθηρικό μοντέλο οργάνωσης του βίου, που εγκλωβίζεται ή ενδεχομένως συχνά αποθεώνει την κατανάλωση, την απληστία, την δύναμη, την εξουσία προς ένα κατεξοχήν θυσιαστικό και προσωπικό τρόπο ύπαρξης. Η μετάνοια από την υπερέξαρση του εγώ στην κοινότητα με το εσύ, στον ορίζοντα της απροϋπόθετης και ανιδιοτελούς αγάπης, αποτελεί θεμελιώδη πτυχή του χριστιανικού μηνύματος όταν αυτό δεν περιορίζεται σε απλά ευχολόγια, αλλά φανερώνεται ως εμπειρική και ρεαλιστική αντιπρόταση στο ναρκισσισμό του ακραίου ατομικισμού, που αδιαφορεί για τον άλλο. Βασική επιδίωξη της Εκκλησίας δεν αποτελεί πρωτίστως η εξωτερική, ηθική βελτίωση της ανθρώπινης ζωής, αλλά η ανατροπή του ποικιλώνυμου κακού μέσα στην Ιστορία, η αντίσταση ενάντια στην αδικία και την κάθε λογής βία, η αλληλεγγύη στην ανθρώπινη ύπαρξη, η αποκατάσταση της πληρότητας του ανθρώπινου προσώπου, η κατίσχυση της ειρήνης και της συμφιλίωσης ως της μοναδικής προϋπόθεσης για την μελλοντική επιβίωση της ανθρωπότητας. Αυτή η διαφορετική νοηματοδότηση του βίου και του πολιτισμού με τον εγκεντρισμό στον λόγο του Ευαγγελίου δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά μόνο εάν υπάρξει στην πορεία της πραγματικής ιστορίας του χριστιανού και της Εκκλησίας συνάντηση με τα αληθινά προβλήματα και τις συγκαιρινές ανάγκες του κόσμου, μακριά από ευχολόγια και θεωρητικές εξιδανικεύσεις του ένδοξου παρελθόντος.
Στην εποχή μας, η οποία μαστίζεται από κάθε μορφή βίας και εκμετάλλευσης, η οποία ωθεί το άτομο και τα κοινωνικά σύνολα σε ακραίες συμπεριφορές και μορφές αντίδρασης εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας, και κατά την οποία οι πάσης φύσεως σχέσεις αλλάζουν μορφή, περιεχόμενο, ύφος και ήθος, το ερώτημα με το οποίο έρχονται αντιμέτωπες όλες οι χριστιανικές εκκλησίες και παραδόσεις, σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, είναι το πώς μπορούν να συμβάλλουν με την παρουσία τους, τον λόγο, τον πλούτο της παράδοσής τους και το ποιμαντικό τους έργο στην άμβλυνση και την εξάλειψη των φαινομένων βίας, πώς μπορούν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις και συνθήκες ειρήνης, ελπίδας, μετάνοιας και αγάπης σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από συνεχή διάσπαση και διαίρεση, πως μπορούν να επιτύχουν, αξιοποιώντας τα θετικά επιτεύγματα της εποχής μας, την επικαιροποίηση του μηνύματός τους και τον κριτικό επαναπροσδιορισμό των μέσων και των μεθόδων επικοινωνίας που χρησιμοποιούν. Η συμβολή τους δεν επιτρέπεται να περιοριστεί σε απλή προσπάθεια περιγραφής και εξωτερικής ερμηνείας των φαινομένων. Έχουν την υποχρέωση να εκφραστούν με παρρησία, προφητικό όραμα, λόγο και οξύτητα, ώστε να προσφέρουν τρόπους και μέσα μεταμόρφωσης του αισθητού και ενατένισης και πρόγευσης του υπεραισθητού.