21 Νοεμβρίου, 2024

Τελευταια Νεα

Ομιλία του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου με θέμα: “Χριστιανισμός και Ιουδαϊσμός: Εναύσματα από την ιστορία, τη θεολογία και την πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας”

Ομιλία που πραγματοποιήθηκε στις 9/5/2016, στην Αίθουσα Κορδάτος του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, στα πλαίσια της εκδήλωσης: «Μουσικές Διαδρομές στη Μεσόγειο του Θεού και των Ανθρώπων» που συνδιοργανώθηκε από το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος και την Ισραηλιτική Κοινότητα Βόλου.

Εισαγωγή

Είμαι βαθύτατα ευγνώμων προς το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο Ελλάδος και την Ισραηλιτική Κοινότητα Βόλου για την εξαιρετική τιμή που μου γίνεται με την εκδήλωση αυτή. Θεωρώ ότι η τιμή αυτή δεν αφορά τόσο εμένα προσωπικά, όσο τη διακονία μου ως επισκόπου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που προσπαθεί να παραμένει πιστός στο κήρυγμα του Ιησού Χριστού για τη συμφιλίωση, την καταλλαγή και την αγάπη προς τον πλησίον, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας ή κοινωνικής τάξης, καθώς και για την αποδοχή του ξένου και του διαφορετικού, για τη συμπαράσταση και την αλληλεγγύη προς όλα τα θύματα της Ιστορίας.

Η τιμή αυτή, όπως σημειώνεται και στη σχετική πρόσκληση, αποτελεί έκφραση αναγνώρισης για το έργο της μετριότητάς μου υπέρ του διαθρησκειακού διαλόγου και για τον αγώνα κατά του αντισημιτισμού. Αποδεχόμενος με συγκίνηση την τιμή αυτή, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας κάποιες σκέψεις, σχετικά με τις δυνατότητες συνάντησης και διαλόγου μεταξύ Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού, όπως αυτές προκύπτουν από μία προσεκτική μελέτη της ιστορίας, της θεολογίας και της πράξης της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

 

Α) Οι κοινές ιστορικές ρίζες και καταβολές

Αναμφισβήτητα, αυτός ο διάλογος μεταξύ των δύο μεγάλων θρησκευτικών παραδόσεων είναι ένας από τους μακροβιότερους αλλά και τους πλέον περιπετειώδεις διαθρησκειακούς διαλόγους. Διαρκεί εδώ και 2000 και πλέον χρόνια, και χαρακτηρίστηκε συχνά από πάθος και πείσμα, από υπερβολές και ακρότητες. Δεν έπαψε όμως ποτέ να υφίσταται ακόμη και σε περιόδους, που αυτός φαινόταν να είναι μάλλον ένας μονόλογος. Ένας διάλογος, όμως, πάντοτε ξεκινά από κάποιες κοινές (ιστορικές ή άλλες) αφετηρίες και προϋποθέσεις. Επιπλέον, δεν είναι απαραίτητο να έχει ως τελικό του στόχο να πείσει ο ένας από τους δύο διαλεγόμενους τον άλλο, ούτε να αποδείξει τη μοναδικότητά του, αλλά πολύ περισσότερο αντικατοπτρίζει την έμφυτη ανθρώπινη επιθυμία για την κατανόηση του άλλου, την περιχώρηση και την καταλλαγή. Κι αυτό, παρά τις συγκρούσεις και τα τραύματα που αυτές προκάλεσαν ισχύει και στην περίπτωση του ιουδαιοχριστιανικού διαλόγου.

Συχνά οι ειδικοί, προσπαθώντας να αποδώσουν σχηματικά την πορεία των σχέσεων Εκκλησίας και Ιουδαϊσμού μέσα στην Ιστορία, κάνουν λόγο για τον «χωρισμό των δρόμων» των δύο παραδόσεων και τον τοποθετούν διαφορετικά ο καθένας από τον 1ο έως και τον 4ο με 5ο αιώνα. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, χριστιανική Εκκλησία και Ιουδαϊσμός αποτελούν δύο διαφορετικούς δρόμους, που, παρά την κοινή τους αφετηρία, πορεύονται πλέον παράλληλα, χωρίς την προοπτική να συναντηθούν ξανά, καθώς οδηγούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Μολονότι αυτό το μοντέλο χρησιμοποιήθηκε συχνά ακόμη και στο πλαίσιο των επίσημων διαλόγων των Εκκλησιών με τον Ιουδαϊσμό, σήμερα αντιμετωπίζεται με αρκετή επιφύλαξη. Ο λόγος είναι ότι οι ιδεολογικές και δογματικές/θεολογικές προϋποθέσεις του -δεν παύει να είναι η χριστιανική ερμηνεία των ιστορικών δεδομένων- εμποδίζουν τελικά την κατανόηση της πολυπλοκότητας της σχέσης χριστιανών και Ιουδαίων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Επιπλέον, και παρά την πρόθεση όσων το συνέλαβαν να αξιοποιηθεί σε μία κριτική στάση και ανάγνωση των αντι-ιουδαϊκών και ενίοτε αντισημιτικών φωνών μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας, τελικά το μοντέλο του «χωρισμού» πολλές φορές οδήγησε στην απομόνωση των δύο θρησκευτικών παραδόσεων. Η προσεκτική μελέτη των ιστορικών δεδομένων, όμως, οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα και κυρίως βεβαιώνει ότι οι δύο δρόμοι δεν χώρισαν ποτέ εντελώς, παρά το γεγονός βέβαια ότι Εκκλησία και Ιουδαϊσμός ακολούθησαν από νωρίς διαφορετικές πορείες. Αυτό οφείλεται στο ότι και οι δύο θρησκευτικές παραδόσεις τελικά έχουν πολλά κοινά στοιχεία και παρά την φαινομενική τους αποξένωση, οι δύο συνομιλητές παραμένουν οικείοι με κοινές καταβολές και κοινές παραστάσεις και ιστορίες, όπως θα εξηγήσω σε λίγο.

Θα ήθελα όμως εδώ να αναφέρω τρία σύντομα παραδείγματα από τους πρώτους αιώνες της κοινής ιστορίας Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού, τα οποία με έναν παράδοξο τρόπο αποδεικνύουν ότι οι δύο παραδόσεις δεν κλείστηκαν ερμητικά στον εαυτό τους κι ότι οι πορείες τους, αν και διαφορετικές, δεν είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη, αλλά χαρακτηρίζονται από αλληλεπιδράσεις, συγκρούσεις αλλά και συγκλίσεις.

Το πρώτο παράδειγμα, είναι ο τρόπος που κατανοούν οι εθνικοί αυτές τις δυο πραγματικότητες κατά την αρχαιότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι εκκινώντας συνήθως από μία καθαρά φαινομενολογική ανάγνωση θεωρούν την Εκκλησία ως μέρος του Ιουδαϊσμού και δεν κάνουν καμιά δογματική ή άλλη διάκριση· ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, για παράδειγμα, μιλώντας για τον χριστιανό Πρωτέα Περεγρίνο τον περιγράφει με ιουδαϊκούς όρους, ενώ ο Γαληνός κάνει λόγο για οπαδούς του Μωυσή και του Χριστού, ως να ήταν μία ομάδα. Οπωσδήποτε διαφορές υπήρχαν κι ήταν προφανείς για τα μέλη των δυο ομάδων. Είναι επίσης γεγονός ότι σχετικά νωρίς αυτές γίνονται κατανοητές στη ρωμαϊκή εξουσία. Από την άλλη, όμως, τα κοινά στοιχεία της συμπεριφοράς και της καθημερινής ζωής των δύο ομάδων οδηγούν συχνά στην από κοινού αντιμετώπισή τους από τους εθνικούς συμπολίτες τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα δάνεια στη λειτουργική πράξη και οργάνωση της Εκκλησίας από τη ζωή και την πράξη της Συναγωγής, κάτι το οποίο βέβαια έχει την ιστορική του εξήγηση στο γεγονός ότι για ένα μεγάλο διάστημα της πρώτης φάσης της ζωής της Εκκλησίας οι χριστιανοί επισκέπτονταν τις συναγωγές (και το Ναό) και συμμετείχαν στη λατρεία.

Οι διαφορές μεταξύ των δύο παραδόσεων αναδεικνύονται με ιδιαίτερη έμφαση σε χριστιανικά και ιουδαϊκά κείμενα αυτής της εποχής σε ύφος συχνά επιθετικό και με σαφή πρόθεση την ανάδειξη της αποκλειστικότητας της μίας ή της άλλης θρησκευτικής παράδοσης. Διαβάζοντας, όμως, πίσω από τις γραμμές αυτών των κειμένων -κι αυτό είναι το δεύτερο παράδειγμα- οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι αυτή η αγωνιώδης προσπάθεια των συντακτών τους να περιχαράξουν τα όρια της ομάδας τους προδίδει ότι στην πράξη οι σχέσεις Ιουδαίων και χριστιανών ήταν πολύ διαφορετικές κι ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους ήταν πολύ περισσότερες· τα κοινά κοιμητήρια Ιουδαίων και χριστιανών, η χρήση κοινών συμβόλων και κειμένων στα ταφικά τους μνημεία αλλά και η παρουσία χριστιανών συχνά στις συναγωγές των πρώτων αιώνων της κοινής ιστορίας Εκκλησίας και Ιουδαϊσμού μαρτυρούν πως στην καθημερινότητά τους οι άνθρωποι έβρισκαν πάντοτε τρόπους ειρηνικής συμβίωσης.

Ένα τρίτο δεδομένο από την αρχαία αυτή κοινή ιστορία είναι η πολυμορφία η οποία χαρακτηρίζει τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό αυτής της περιόδου. Οι αρχαίες πηγές -γραπτές και αρχαιολογικές- βεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται για μονολιθικά φαινόμενα. Άλλωστε, αυτή η πολυμορφία του Ιουδαϊσμού λειτούργησε ως το κατάλληλο περιβάλλον για τους μαθητές του Ιησού και στη συνέχεια για την πρώτη χριστιανική Εκκλησία. Επιπλέον, αυτή η πολυμορφία φαίνεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις μορφές και την ένταση την οποία προσλαμβάνει σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και διαφορετικούς τόπους ο ιουδαιοχριστιανικός διάλογος και προσδίδει διαφορετική ποιότητα στις σχέσεις τους. Σε κάθε όμως περίπτωση, οι δύο θρησκευτικές παραδόσεις μοιράζονται υλικό από μία κοινή πολιτισμική δεξαμενή κι έχουν πρόσωπα και πράγματα, τα οποία τους συνδέουν μεταξύ τους. Τρία από αυτά θα ήθελα να παρουσιάσω στη συνέχεια.

Το πρώτο είναι το πρόσωπο του Ιησού από την Γαλιλαία, του Ιησού Χριστού της Εκκλησίας. Το ερώτημα βέβαια της ταυτότητάς του είχε πάντοτε πολλές και διαφορετικές απαντήσεις ήδη μάλιστα και στην εποχή της επίγειας δράσης του. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό στην Καισάρεια του Φιλίππου, όπου ο Ιησούς θέτει στους μαθητές του το περίφημο ερώτημα «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι» (Μκ 8, 27-29), για να λάβει από αυτούς ποικίλες απαντήσεις. Είναι βέβαιο, επίσης, ότι Ιουδαίοι και χριστιανοί δίνουν διαφορετικές απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, το οποίο συχνά αποτέλεσε σημείο αντιπαράθεσης μεταξύ τους. Δεν αμφισβητεί κανείς, όμως, σήμερα την ιουδαϊκή ταυτότητα του Ιησού, ότι δηλαδή ο Ιησούς γεννήθηκε, έζησε και πέθανε Ιουδαίος. Παλαιότερα, βέβαια, κατά τον 19ο και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, υπήρχε η τάση ο Ιησούς να κατανοείται αποκομμένος από τις ιουδαϊκές του ρίζες κι ως αρχηγός μίας νέας θρησκείας, που ήρθε να αντικαταστήσει τον γερασμένο πλέον Ιουδαϊσμό. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν μπορεί να προκύψει από την ίδια τη διδασκαλία του Ιησού και την πίστη της αρχαίας Εκκλησίας. Απεναντίας, στη διδασκαλία του Ιησού αντικατοπτρίζονται πολλά από εκείνα τα θεολογικά ζητήματα που απασχολούν τους συγχρόνους του Ιουδαίους: ποια μπορεί να είναι η σχέση της δικαιοσύνης με το έλεος και τη συγχώρηση, τι σημαίνει αληθινή λατρεία του Θεού, ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός πραγματικού μέλους του λαού του Θεού, κ.ά. Ειδικότερα, δύο σημεία της διδασκαλίας του Ιησού αποδεικνύουν σαφώς τις ιουδαϊκές της αφετηρίες. Το πρώτο είναι η βεβαιότητα της μοναδικότητας του ενός Θεού, με όποιες συνέπειες αυτή η βεβαιότητα μπορεί να έχει στην καθημερινή ζωή των πιστών του (αυτό που στην έρευνα συχνά ονομάζεται «ηθικός μονοθεϊσμός») και το δεύτερο είναι η πίστη στη διαθήκη και στην εκλογή του Ισραήλ από τον Θεό. Για την Εκκλησία ο Ιησούς δεν ήρθε για να καταργήσει το Νόμο ως περιττό, αλλά είναι η εκπλήρωσή του, η απάντηση στην προσδοκία των προφητών. Η διδασκαλία του ευθυγραμμίζεται με το προφητικό κήρυγμα κι η ζωή του, και κυρίως ο θάνατος κι η ανάστασή του, είναι αιτία σωτηρίας. Για τους χριστιανούς μέσα στους αιώνες ο θάνατός του είναι ένα ακόμη στοιχείο της μεσσιανικής του ιδιότητας, ενώ για τους Ιουδαίους -όπως αυτό προκύπτει από το έργο Ιουδαίων καλλιτεχνών κυρίως μετά την τραυματική εμπειρία του Ολοκαυτώματος- ο Ιησούς γίνεται το διαχρονικό σύμβολο του ιουδαϊκού λαού, που βιώνει την τυφλή βία και υφίσταται φοβερά δεινά από άδικες μορφές εξουσίας. Ο Ιησούς Χριστός, λοιπόν, καθίσταται το κοινό σημείο αναφοράς Εκκλησίας και Ιουδαϊσμού με έναν τρόπο παράδοξο και πέρα από τις διαφορετικές απαντήσεις, που αυτοί δίνουν στο ερώτημα της ταυτότητάς του.

Το δεύτερο σημαντικό σημείο συνάντησης είναι τα κοινά βιβλικά αναγνώσματα. Η Παλαιά Διαθήκη, στην ελληνική κυρίως μετάφραση των Ο΄, αποτέλεσε το πρώτο ανάγνωσμα των χριστιανών στις συνάξεις τους και σταθερή πηγή αναφοράς στο κήρυγμα τόσο του Ιησού όσο και των μαθητών του. Στο Β΄ Τιμ 3,16 λέγεται χαρακτηριστικά ότι «πᾶσα γραφὴ θεόπνευστος καὶ ὠφέλιμος πρὸς διδασκαλίαν, πρὸς ἐλεγμόν, πρὸς ἐπανόρθωσιν, πρὸς παιδείαν τὴν ἐν δικαιοσύνῃ». Με τον όρο γραφή εδώ ο συγγραφέας αναφέρεται πρώτιστα στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, βιβλία τα οποία η Εκκλησία τα μοιράζεται με τη Συναγωγή και τα οποία τα θεωρεί θεόπνευστα και κανόνα της ζωής της και της διδασκαλίας της. Είναι ενδιαφέρον ότι η Εκκλησία αναζήτησε το παρελθόν της στο παρελθόν του ιουδαϊκού λαού, όπως αυτό καταγράφηκε στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης τα οποία από πολύ νωρίς τα θεώρησε και δικά της βιβλία. Τα άσματα του Ισραήλ, οι Ψαλμοί, υπήρξαν και παραμένουν το πλέον αγαπητό ανάγνωσμα των χριστιανών και τα αναγνώσματα από τους προφήτες και την Πεντάτευχο καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη λειτουργική της πράξη. Υιοθετώντας την τυπολογική μέθοδο, γνωστή και στους ραβίνους της αρχαιότητας η Εκκλησία διάβασε την ιστορία του Ισραήλ ως τύπο και προφητεία της ιστορίας του Ιησού και του δικού της παρόντος. Είναι χαρακτηριστική, μάλιστα, η αντίδρασή της στην προσπάθεια του γνωστικού Μαρκίωνα κατά τον 2ο αι. μ. Χ. να απεμπολήσει την Παλαιά Διαθήκη από τη ζωή της Εκκλησίας. Για την Εκκλησία μία τέτοια ενέργεια θεωρήθηκε καταδικαστέα κι ο Μαρκίων τέθηκε εκτός Εκκλησίας ως αιρετικός. Διαβάζοντας την αρχαία χριστιανική γραμματεία είναι προφανής η πεποίθηση της Εκκλησίας ότι η Παλαιά Διαθήκη παραμένει το ερμηνευτικό κλειδί κατανόησης της διδασκαλίας και της ζωής του Ιησού Χριστού. Οπωσδήποτε ο τρόπος ερμηνείας των παλαιοδιαθηκικών κειμένων κι η σχέση του προς την Καινή Διαθήκη είναι ένα σημείο διαφοροποίησης Ιουδαίων και χριστιανών, όμως δεν παύει να είναι σημαντική η κοινή αναφορά τους στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης ως κειμένων που αποτυπώνουν το παρελθόν και των δύο και προσδίδουν νόημα στο παρόν τους. Έτσι, ακόμη και σήμερα Ιουδαίοι και χριστιανοί στις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής μας, χαράς, λύπης και πένθους, και στις σπουδαιότερες θρησκευτικές γιορτές μας, στην Παλαιά Διαθήκη ανατρέχουμε κι αυτήν διαβάζουμε.

Το τρίτο στοιχείο είναι ένα ακόμη πρόσωπο, το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Εκκλησίας. Πρόκειται για τον Παύλο, τον Ισραηλίτη από την φυλή Βενιαμίν, τον Φαρισαίο, όπως ο ίδιος συχνά αυτοπροσδιορίζεται στις επιστολές του. Η ιουδαϊκή ταυτότητα του Παύλου αποτελεί ένα θέμα, το οποίο τα τελευταία χρόνια προκαλεί το ενδιαφέρον των ερευνητών. Αντίθετα προς τις παλαιότερες προσπάθειες υποβάθμισης της ιουδαϊκής αυτοσυνειδησίας του Παύλου, η έρευνα σήμερα βεβαιώνει ότι ο απόστολος των εθνών δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τον εαυτό του παιδί του Ισραήλ και μέλος του λαού του Θεού. Ο τρόπος που κατανοεί τον ρόλο του Ισραήλ μέσα στην ιστορία παραπέμπει στο κήρυγμα των προφητών και στο κάλεσμά τους ο Ισραήλ να γίνει αφορμή τα έθνη να επιστρέψουν στον Θεό και να τον δοξάσουν. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα λέει στο 11ο κεφάλαιο της προς Ρωμαίους επιστολής, όπου παρομοιάζει τον Ισραήλ με ήμερη ελιά, «καλλιέλαιον», και τους εξ εθνών χριστιανούς ως τα κλαδιά της άγριας ελιάς που μπολιάζονται επάνω στο ήμερο δένδρο. Είναι το θέλημα του Θεού τα έθνη να γίνουν τμήμα οργανικό του λαού του Θεού, όπως είναι επίσης «ἀμεταμέλητα τὰ χαρίσματα καὶ ἡ κλῆσις τοῦ θεοῦ» (11,29), ώστε ο Παύλος να βεβαιώνει ότι τελικά «πᾶς ὁ Ἰσραὴλ σωθήσεται». Στη βασιλεία του Θεού συμβαίνουν παράδοξα πράγματα, όπως άγρια κλαδιά να μπολιάζονται σε ήμερο δένδρο και γίνονται ήμερα, ή ήμερα κλαδιά που αποκόπηκαν να μπολιάζονται ξανά στον κορμό και να ξαναζωντανεύουν. Κι είναι τόσο παράδοξο αυτό το σχέδιο, ώστε ο Παύλος να ξεσπά στο τέλος σε έναν ύμνο για το «βάθος [τοῦ] πλούτου καὶ [τῆς] σοφίας καὶ [τῆς] γνώσεως [τοῦ] Θεοῦ» (11,33). Στο όραμα της σωτηρίας του χριστιανού και Ισραηλίτη Παύλου, χριστιανοί και Ιουδαίοι μοιράζονται ένα κοινό ένδοξο μέλλον και μετέχουν από κοινού στη σωτηρία του Θεού.

 

Β) Στοιχεία από την θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Συνεχίζοντας την αναφορά σε θεολογικά στοιχεία, τα οποία βρίσκονται στην αφετηρία των δύο αβρααμικών θρησκευτικών παραδόσεων, θα θέλαμε στη συνέχεια να περιγράψουμε με συντομία ορισμένους βασικούς θεολογικούς πυλώνες της χριστιανικής θεολογίας, με τους οποίους αναδεικνύεται ότι παρά την αντίθετη ιστορική πορεία που ακολούθησαν οι δυο θρησκευτικές παραδόσεις, σε ότι αφορά την Ορθόδοξη Εκκλησία αυτή φαίνεται να διατηρεί σε επίπεδο τουλάχιστον αρχών την ίδια «περιληπτική» προσέγγιση για τον Ιουδαϊσμό, αλλά και γενικότερα για τον άνθρωπο κάθε θρησκευτικής καταγωγής.

1. Αφετηρία της χριστιανικής (όπως άλλωστε και της ιουδαϊκής) θεολογίας και της εκκλησιαστικής εμπειρίας δεν είναι άλλη από την αυτο-αποκάλυψη με ποικίλους τρόπους του ίδιου του Θεού στην ιστορία αρχικά του λαού του Θεού και στη συνέχεια στο πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Πρόκειται για μια φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο, χωρίς διακρίσεις και περιορισμούς, που αποσκοπεί στη δημιουργία μιας ελεύθερης και αγαπητικής σχέσης διαλόγου και αλληλοπεριχώρησης. Η αποκάλυψη του Θεού συνιστά μια κατεξοχήν δημόσια πράξη που φανερώνει την έγνοια του ενός Θεού για τη φροντίδα και τη σωτηρία ολάκερης της δημιουργίας του. Προς την κατεύθυνση αυτή θα συνάψει τη διαθήκη του με τον αρχαίο Ισραήλ και στη συνέχεια θα ανανεώσει τη διαθήκη αυτή στο πρόσωπο του Χριστού με ολάκερη την ανθρωπότητα, γεγονός που αναδεικνύει την καθολικότητα του χριστιανικού σωτηριώδους μηνύματος. Στο σχέδιο αυτό της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του ανθρώπου, η πρώτη Διαθήκη μεταξύ Θεού και Ισραήλ, αν και ολοκληρώθηκε και πληρώθηκε με τον ερχομό του Ιησού Χριστού, δεν έπαψε ποτέ να διατηρεί την ιδιαίτερη σωτηριολογική σημασία της και το ρόλο της, καθώς ο Θεός δεν ανακαλεί σε καμιά περίπτωση την πρωτοβουλία που κάποτε πήρε απέναντι στον άνθρωπο.

2. Δεν θα αναφερθώ εκ νέου στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αυτό που θα ήθελα ωστόσο να σημειώσω στο σημείο αυτό είναι ότι το ήθος, που με την επίγεια ζωή και το κήρυγμά Του πρόσφερε στον άνθρωπο ο Ιησούς, γίνεται πράξη κατεξοχήν στην θεία Ευχαριστία. Πρόκειται για το Μυστήριο που συγκροτεί την Εκκλησία, εκφράζει την αυτοσυνειδησία της και την ταυτότητά της και το οποίο προσφέρει έστω και στιγμιαία και εκ μέρους μια πραγματική πρόγευση του προσωπικού τρόπου ύπαρξης του ίδιου του Τριαδικού Θεού, ο οποίος πρόκειται να φανερωθεί πλήρως στην ερχόμενη Βασιλεία, στη μελλοντική τελική σωτηριώδη επέμβαση του Θεού. Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ευχαριστιακής ταυτότητας της Εκκλησίας είναι ότι αυτή αποτελεί τον τόπο, όπου κάθε είδους αποκλεισμός που βασίζεται σε γνωρίσματα της φύσης, όπως η φυλή, το φύλο, οι κοινωνικές, θρησκευτικές ή άλλες διαφοροποιήσεις, σχετικοποιείται, καθώς εκείνο που προέχει είναι η μοναδικότητα και ο ανεπανάληπτος χαρακτήρας του ανθρώπινου προσώπου, ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργήματος του Θεού. Είναι άραγε δυνατό, ο χριστιανός, ως μέλος του ευχαριστιακού σώματος του Χριστού να ενστερνίζεται ποτέ συνειδητά ή ασυνείδητα και για οποιονδήποτε πρόσκαιρο, πολιτικό ή ευρύτερα ιδεολογικό λόγο, οποιαδήποτε ρατσιστική ή άλλη απάνθρωπη ιδεολογία, όπως εν προκειμένω ο αντισημιτισμός, που ακυρώνει και απορρίπτει εκ προοιμίου στην πράξη το μοναδικό χαρακτήρα του κάθε άλλου προσώπου;

 

Γ) Παραδείγματα από τη σύγχρονη πρακτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Η περίπτωση του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ

Το διαχρονικό αυτό πνεύμα αλληλοκατανόησης και αμοιβαίου σεβασμού μεταξύ Χριστιανισμού και Ιουδαϊσμού, παρά τις διακυμάνσεις τις οποίες γνώρισε ιστορικά, έχει συχνά ενσαρκωθεί και εκφραστεί στο διάβα της ιστορικής πορείας, ειδικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος, από το παράδειγμα μεγάλων ιεραρχών, όπως του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού, του Μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσοστόμου αλλά και του αειμνήστου προκατόχου μας Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ, που ο καθένας με τον τρόπο του, και από γνήσια χριστιανικά αισθήματα παρακινούμενος, συνέβαλε στη σωτηρία χιλιάδων Ελλήνων Εβραίων. Θα ήθελα, λοιπόν, στο σημείο αυτό να αναφερθώ με συντομία στην προσωπικότητα και το έργο του αείμνηστου προκατόχου μου, μακαριστού Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιωακείμ (Αλεξοπούλου), ο οποίος ενσάρκωσε με τις πράξεις του το ιστορικό παράδειγμα διαλόγου και τις θεολογικές παραμέτρους, τις οποίες περιγράψαμε παραπάνω, συμβάλλοντας με τον τρόπο του στη σωτηρία χιλιάδων συμπατριωτών μας Εβραίων, στα δύσκολα χρόνια της ναζιστικής κατοχής.

Δεν θα αναφερθούμε εδώ στον πολύπλευρο ρόλο του Μητροπολίτη Ιωακείμ κατά τη διάρκεια του αντιστασιακού αγώνα ενάντια στο Γερμανικό ζυγό. Θα επικεντρωθούμε μονάχα στη συμβολή του για τη σωτηρία εκατοντάδων Εβραίων από τη ναζιστική θηριωδία, που ζούσαν τότε στην επαρχία του. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, την εποχή εκείνη (1943) η εβραϊκή κοινότητα του Βόλου αριθμούσε περί τα 872 μέλη, που με αρχηγό τον Αρχιραββίνο Συμεών Πεσάχ, είχαν αναπτύξει μια πολύ έντονη κοινωνική και οικονομική ζωή και δραστηριότητα.

Όταν το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους οι γερμανικές δυνάμεις θα ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές στο Βόλο στοιχεία σχετικά με τους Εβραίους πολίτες της περιοχής, ο Αρχιραββίνος θα στραφεί αμέσως προς τον Μητροπολίτη Ιωακείμ, ζητώντας τη συνδρομή του προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο διαφαινόμενος κίνδυνος. Όπως θα αφηγηθεί ο ίδιος ο Μητροπολίτης σε μεταγενέστερο χρόνο, μια μαρτυρία που επιβεβαιώνεται από πολλές πλευρές, οι σχέσεις του με τον Αρχιραββίνο ήταν άριστες. Αμέσως μόλις ο τελευταίος του εξέθεσε τους φόβους του, ο Μητροπολίτης φρόντισε να ενημερωθεί από τον φίλα προσκείμενο Γερμανό πρόξενο της περιοχής για τις προθέσεις των κατακτητών και αμέσως συμβούλευσε τον Αρχιραββίνο, οι Εβραίοι πολίτες του Βόλου να φύγουν το συντομότερο δυνατό από την πόλη. Για το σκοπό αυτό ο μακαριστός Μητροπολίτης θα συντάξει ιδιόχειρη συστατική επιστολή, η οποία και διασώζεται, απευθυνόμενος προς τους εφημερίους των χωριών της επαρχίας του, τους αρχηγούς της αντίστασης και τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες, όπως συμβάλλουν με κάθε τρόπο – «εν παντί», όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, στην προσπάθεια του Αρχιραββίνου για τη σωτηρία των Εβραίων. Την ίδια στιγμή ο Ιωακείμ χωρίς δεύτερη σκέψη και παρά τους προφανείς κινδύνους που μια τέτοια κίνηση ενείχε, θα διαφυλάξει πολλά πολύτιμα αντικείμενα της Εβραϊκής κοινότητας, κατόπιν παράκλησης των ίδιων των Εβραίων συμπατριωτών του, ενώ παράλληλα δεν θα διστάσει να απευθύνει και δημόσια πρόκληση στον λαό της επαρχίας του για την επιστροφή τυχόν πολύτιμων αντικειμένων στους προκατόχους τους, που ανήκαν στις εβραϊκές οικογένειες πρό της φυγής τους «δια να ζήσουν και εκείνοι τώρα που απεκτήσαμεν όλοι την ελευθερία της πατρίδος μας».

Στο πλαίσιο της ίδιας μαρτυρίας, ο Μητροπολίτης Ιωακείμ θα εκφράσει την ικανοποίησή του για τη δύναμη που του έδωσε ο Θεός να συμβάλει με τις όποιες δυνάμεις του στη διάσωση των Εβραίων συμπατριωτών του, δείχνοντας έτσι εμπράκτως την αληθινή και βαθιά εκτίμησή του απέναντί τους, χωρίς να παρασύρεται από τα στερεότυπα των θρησκευτικών προκαταλήψεων, αλλά εμπνεόμενος από μια κατεξοχήν ανθρωπιστική αλληλεγγύη για τη σωτηρία κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία όπως είδαμε αποτελεί εξάπαντος εικόνα Θεού.

Στο ίδιο πνεύμα και με αφορμή ποικίλες εκφράσεις ανάρμοστης συμπεριφοράς από ορισμένους κατοίκους της πόλης του Βόλου στα χρόνια μετά την κατοχή (1949), οι οποίοι προέβησαν σε επιθέσεις ενάντια στην Εβραϊκή Συναγωγή ή τραγουδούσαν αδόκιμα κατά την Μ. Παρασκευή άσματα εναντίον των Εβραίων, ο μακαριστός Ιωακείμ θα επικαλεστεί «το αληθές χριστιανικόν πνεύμα της ανοχής και της αγάπης προς τους συμπολίτας μας Ισραηλίτας», εκφράζοντας έτσι από τη μια το γνήσιο ευαγγελικό ήθος και την εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία του Σώματος του Χριστού, και από την άλλη τη ριζική αντίθεσή του και ρητή καταδίκη κάθε είδους απάνθρωπης ρατσιστικής συμπεριφοράς, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ίδια την ιδιότητα του χριστιανού.

Η γενικότερη στάση και συμπεριφορά του Μητροπολίτη Ιωακείμ υπήρξε σωτήρια για τους Εβραίους πολίτες του Βόλου, καθώς, σύμφωνα και πάλι με τα επίσημα στοιχεία του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου, το ποσοστό των θυμάτων στην περιοχή του Βόλου αγγίζει μόλις το 26%, αποτελώντας έτσι το χαμηλότερο ποσοστό Εβραίων θυμάτων σε όλη την Ελλάδα, γεγονός που πιστοποιεί με τον πλέον σαφή και αναμφισβήτητο τρόπο το σπουδαίο ρόλο που διαδραμάτισε στη δύσκολη εκείνη συγκυρία ο προκάτοχός μας για τη σωτηρία των Εβραίων συμπολιτών μας. Η σπουδαιότητα της συμβολής του, άλλωστε, πιστοποιείται και από το γεγονός ότι η αρμόδια ισραηλινή αρχή σχετικά με τα θύματα του ολοκαυτώματος, η επονομαζόμενη Yad Vashem, κατέταξε μεταθανατίως το μακαριστό Μητροπολίτη Ιωακείμ μεταξύ των «Δικαίων των Εθνών», εξ αφορμής της ιδιαίτερης συνεισφοράς του στη χωρίς προηγούμενο διάσωση του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης του Βόλου.

 

Δ) Επιλεγόμενα

Είναι, φοβάμαι, αλήθεια ότι κατά καιρούς διάφοροι εκπρόσωποι της Εκκλησίας και στη χώρα μας δεν κράτησαν πάντοτε ανάλογη στάση απέναντι σε φαινόμενα ρατσισμού, διωγμού αθώων ανθρώπων, προστασίας κάθε λογής περιθωριακών και κατατρεγμένων ψυχών, ή απέναντι στα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας και του αντισημιτικού μένους. Τέτοιες αρνητικές συμπεριφορές και ανάλογα φαινόμενα βρήκαν δυστυχώς και πάλι πρόσφορο έδαφος με αφορμή, ή μάλλον με πρόφαση, την δεινή οικονομική κρίση που βιώνει ο λαός μας στις μέρες μας. Ποικίλοι νοσταλγοί των χιτλερικών εγκλημάτων και θιασώτες των πλέον απάνθρωπων ιδεολογιών, βρήκαν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τα προβλήματα ή τους φόβους των συμπολιτών μας, επιχειρώντας να σπείρουν το μίσος και τη μισαλλοδοξία απέναντι στη διαφορετικότητα, για κάθε διαφορετικό άνθρωπο, τελικά για τον κάθε άνθρωπο, που αντιστέκεται με πάθος στον απανθρωπισμό του ανθρώπινου προσώπου. Πολλές φορές και εμείς ως εκπρόσωποι του εκκλησιαστικού σώματος και πολλοί πιστοί μας δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, υιοθετώντας συχνά εμπρηστικό και προπάντων αντιχριστιανικό λόγο, που σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να βρει αναλογίες στο λαμπρό και φωτεινό παράδειγμα του προκατόχου μας μακαριστού Ιωακείμ.

Όπως έχει εύστοχα σημειωθεί, «η ευθύνη της Εκκλησίας δεν εντοπίζεται μόνον στο γεγονός ότι .[…] στέκεται έμπρακτα δίπλα στους αναγκεμένους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φυλετικής, εθνικής ή θρησκευτικής προέλευσης, αλλά [και στο ότι οφείλει] με όλες τις ποιμαντικές, θεολογικές και πρακτικές δυνατότητές της, […] να μη συναινέσει ή να ανεχθεί, έστω και με τη σιωπή της, φασιστικές και εθνικιστικές πρακτικές, αλλά και να θέσει εκτός Εκκλησίας τις φοβικές ρητορείες και τα συνθήματα μίσους προς τον άλλο, τον ξένο…»,[1] στην περίπτωσή μας τον Εβραίο συμπολίτη και αδελφό μας.

Ολοκληρώνοντας την ομιλία μου αυτή, θα ήθελα να αναφερθώ στα περίφημα λόγια μιας Εβραίας που έγινε χριστιανή και έζησε πραγματικά βίο αγίας, της Σιμόν Βέιλ. Έλεγε λοιπόν η Βέιλ ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν χριστιανό από το «να μην τηρεί τις εντολές του Χριστού, να μην τιμά το Όνομά Του και να μην είναι έτοιμος να πεθάνει για Αυτόν». Νομίζω ότι και οι τρείς αυτές αρνητικά διατυπωμένες προτροπές της Σιμόν Βέιλ – η τήρηση των εντολών του Χριστού, ο αγιασμός του Ονόματός Του και η ετοιμότητα να πεθάνουμε για Αυτόν – δεν νοούνται χωρίς την ενεργητική μας στράτευση εναντίον του φυλετικού μίσους και εναντίον του αντισημιτισμού και ταυτόχρονα τη στράτευσή μας στην υπηρεσία της αμοιβαίας κατανόησης, της ειρηνικής συνύπαρξης και της αποδοχής της μοναδικής αξίας κάθε ανθρώπου.

 


[1] Σταύρου Γιαγκάζογλου, «Θεολογία και νεοναζιστικός εθνικισμός», στον συλλογικό τόμο: Στ. Ζουμπουλάκη (επιμ.), Νεοναζιστικός παγανισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρεμβάσεις και τεκμήρια, Άρτος Ζωής, Αθήνα, 2013, σ. 65.

Related posts