Του Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
Τα εντυπωσιακά επιτεύγματα της επιστήμης στον τομέα της Ιατρικής, καθώς και οι πρωτόγνωρες δυνατότητες διάγνωσης, θεραπείας, αλλά και επέμβασης στο ξεκίνημα και στην παράταση της ζωής, δεν προσφέρουν στον σύγχρονο άνθρωπο μόνον λύσεις. Τον θέτουν και ενώπιον διλημμάτων και προβλημάτων, που αφορούν στην ανθρώπινη ηθική, την αξία, αλλά και το νόημα της ανθρώπινης ζωής. Είναι επόμενο, λοιπόν, όλος ο προβληματισμός, που πηγάζει από τη «διείσδυση στα άβατα και τα ιερά της ανθρώπινης φυσιολογίας», «να απασχολεί την Εκκλησία, στην οποίαν πολλοί προστρέχουν, προκειμένου να τα χειριστούν με νουν Χριστού και να τα αντιμετωπίσουν κατά το θέλημα του Θεού».
Με αυτές τις φράσεις προλόγισε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος την εισήγησή του στην τακτική Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο, με θέμα: «Βιοηθικά διλήμματα και ποιμαντικοί προβληματισμοί».
Είναι γεγονός, πως ακόμη και μια στοιχειώδης ενημέρωση γύρω από τις κοσμογονικές εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης, είναι σε θέση να φανερώσει, με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο, την ένταση των διλημμάτων, τα οποία η Εκκλησία καλείται να αντιμετωπίσει. Ορισμένα ενδεικτικά ερωτήματα θα καταδείξουν του λόγου το αληθές:
– Η διάγνωση βαρύτατων παθήσεων, που είναι, πλέον, δυνατόν να εντοπιστούν στο έμβρυο, δικαιολογούν την καταστροφή του, ιδίως μάλιστα αν πρόκειται για περίπτωση εξωσωματικής γονιμοποίησης;
– Πώς εκπληρώνεται ο σκοπός της τεκνοποίησης, όταν, λόγω ανεπάρκειας των συζύγων, η γονιμοποίηση επιτυγχάνεται με ένα μηχανικό τρόπο, δίχως την φυσική ένωση των συζύγων;
– Πόσο ισότιμοι είναι οι γονείς ενός παιδιού, όταν η τεκνοποιία έχει επιτευχθεί μετά από γονιμοποίηση σπέρματος άλλου δότη και όχι του συζύγου;
– Ποιος είναι ο ρόλος μιας γυναίκας, που ανέλαβε να κυοφορήσει έμβρυο ξένου ζευγαριού (παρένθετη μητρότητα);
Πίσω από τα παραπάνω ερωτήματα, αλλά και από πλήθος άλλων παρεμφερών, υποκρύπτονται διλήμματα ιατρικής, ακόμη και νομικής φύσεως. Όπως ενημέρωσε ο Σεβασμιώτατος Νικόλαος, σειρά υποθέσεων εκκρεμούν στα δικαστήρια όλου του κόσμου, καθώς νομικές διατάξεις, όπως π.χ. οι σχετικές με κληρονομικά δικαιώματα, δεν έχουν ενσωματώσει τις νέες εξελίξεις.
Η Εκκλησία, όμως, δεν μπορεί και δεν πρέπει να εγκλωβιστεί στην περιπτωσιολογία, αλλά να επικεντρώσει την προσοχή της σε ένα κοινό παρονομαστή: Τον κίνδυνο καθιέρωσης μιας κοσμικής ηθικής, μιας ηθικής χωρίς Θεό, στηριγμένης στην θεοποίηση του ατομικού δικαιώματος και στον εγκλωβισμό του ανθρώπου στο επίπεδο της εφημερότητας και βιολογικότητας. Μια τέτοια ηθική εμπεριέχει τον κίνδυνο να στερήσει τον άνθρωπο από κάθε μεταφυσική προοπτική, υποβιβάζοντάς τον σε μια βιολογική μηχανή, χωρίς πνευματικό νόημα.
Η Εκκλησία θα εκπληρώσει το λυτρωτικό της έργο και την ανθρωποσωτήρια αποστολή της, μόνον αν επιτύχει να προσαρμόσει στην σύγχρονη πραγματικότητα τους πυλώνες της ορθόδοξος ανθρωπολογίας της. Οφείλει λοιπόν:
Πρώτον, να αναδείξει το γεγονός της ζωής, ως δωρεάς του Θεού, με συμφυές ένα βαθύ μυστήριο, το οποίον καμιά διαγνωστική μέθοδος δεν θα εξαντλήσει ποτέ, μυστήριο, που έρχεται ως καρπός ενός άλλου μυστηρίου, του μυστηρίου του γάμου.
Δεύτερον, να διακηρύξει την πληρότητα της ζωής «εξ άκρας συλλήψεως» και να περιγράψει το έμβρυο ως άνθρωπο όχι «εν δυνάμει», αλλά «εν εξελίξει».
Τρίτον, να προτρέψει τους ανθρώπους να εμπιστεύονται το θέλημα του Θεού, καταφεύγοντας στη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και ιδιαίτερα στην προσευχή, πορεία, που θα επιτρέψει στο ζευγάρι να δει τα παιδιά του, όχι απλώς ως καρπό του θελήματός του, αλλά και ως Θεία δωρεά.
Εάν αυτό το στέρεο υπόβαθρο προσέγγισης όλων αυτών των διλημμάτων συνδυαστεί με την σωστή χρήση της οικονομίας της, «εκεί που οι άνθρωποι δεν είναι ώριμοι να δεχτούν την ακρίβειά της», η Εκκλησία θα καταφέρει να διαχωρίσει τις σύγχρονες παρεμβάσεις στην συνολική ανθρώπινη φυσιολογία (αυτό που ονομάζεται «βιοϊατρική τεχνολογία») σε εκείνες που ευλογεί, εκείνες που οικονομεί, εκείνες που ανέχεται και εκείνες που απαγορεύει. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, για την Εκκλησία, «η κόκκινη γραμμή, είναι η καταστροφή των εμβρύων, η διακοπή της κυήσεως και η διατάραξη της ισορροπίας της σχέσης των συζύγων». Τη ζωή και το γάμο, ως ευλογημένα από τον Θεό, δεν έχουμε δικαίωμα να τα καταστρέφουμε.
Πέρα από όλα, όμως, οι όποιες ποιμαντικές υποδείξεις προς τους ανθρώπους, πρέπει να γίνονται με σκοπό «να τους δείχνουμε τον δρόμο της προς τον Θεό ομοιώσεώς τους, την οδό του εξαγιασμού τους, να τους δίνουμε τον χώρο της ελευθερίας τους, να τους εντάξουμε στην προσευχή μας και φυσικά να τους περιμένουμε, με θεραπευτική διάθεση, μετά τις αποφάσεις τους».
Χωρίς αμφιβολία, οι παραπάνω θέσεις του αδελφού Ιεράρχου, αλλά και κορυφαίου επιστήμονα, συνιστούν στέρεη βάση μιας Ορθόδοξης βιοηθικής, ικανής να προσφέρει, σε μια άκρως κοσμική και βαθιά αθεϊστική κοινωνία, έξοδο από επώδυνα διλήμματα.