Κατά τις εργασίες της τακτικής συνεδρίας της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος που πραγματοποιήθηκε από 6 έως 9 Οκτωβρίου 2015, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης κ. Συμεών ανέλαβε να αναδείξει τον ρόλο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ενότητα του Ελληνικού λαού, αλλά και να προτείνει τρόπους ενίσχυσης αυτής της συμβολής, σε καιρούς, κατά τους οποίους η ενότητα αποτελεί ζητούμενο ζωτικής σημασίας για την επιβίωση μας, ως έθνους και ως κοινωνίας.
Η εν λόγω εισήγηση, χωρίς καμία αμφιβολία, υπερέβη τα τετριμμένα και με τρόπο διακριτικό, αλλά και ρηξικέλευθο αναζήτησε τον πυρήνα της ενότητας εντός και εκτός Εκκλησίας. Μένοντας αυστηρά μέσα στα πλαίσια της Ορθόδοξης Εκκλησιολογίας, ο Σεβασμιώτατος εισηγητής έστρεψε κατ΄ αρχάς την προσοχή του στην ενότητα και την ομοφροσύνη του σώματος των Επισκόπων, οι οποίοι, ως εικόνες του Χριστού στην κάθε τοπική Εκκλησία, έχουν την ευθύνη διαμόρφωσης λόγου σύμπνοιας και καταλλαγής, προερχόμενου από ποιότητα ήθους και καλλιέργεια γνήσιου εκκλησιαστικού φρονήματος. Η οριζόντια αυτή θέαση του επισκοπικού σώματος έδωσε κατόπιν τη θέση της στην κάθετη ενατένιση του εκκλησιαστικού σώματος σε κάθε τοπική Εκκλησία. Με τρόπο σαφή και τεκμηριωμένο, ο Σεβασμιώτατος Νέας Σμύρνης αναφέρθηκε στην ανάγκη συνεργασίας του τοπικού επισκόπου με τους κληρικούς, τους συμπρεσβυτέρους (Α’ Πετρ. 5,1) και συλλειτουργούς, οι οποίοι ενίοτε υφίστανται συμπεριφορές δεσποτικές. Η ενότητα και το πνεύμα συνεργασίας μεταξύ Επισκόπου και Ιερού κλήρου, όπως είπε, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση ενότητας της τοπικής Εκκλησίας, η οποία θα αποτελέσει και την μαγιά της ευρύτερης ενότητος της τοπικής Εκκλησίας, στην οποία καλούνται να μετάσχουν κληρικοί και λαϊκοί. Στρέφοντας τέλος την προσοχή του στους λαϊκούς, επεσήμανε πως δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή ενότητα, όταν, εξαιτίας λανθασμένων νοοτροπιών εκ μέρους των κληρικών, οι λαϊκοί περιθωριοποιούνται, στερώντας έτσι την Εκκλησία από πλήθος χαρισμάτων και δεξιοτήτων. Επιπρόσθετα, τέτοιες νοοτροπίες, όπως είπε, αποξενώνουν τον λαό από την ουσία της πίστης και της λατρείας, γεγονός που έχει επικρατήσει και που επιβάλλει πλέον ένα συστηματικό επανευαγγελισμό του. Αυτή η συνολική ενότητα, απαρτιζόμενη από ένα ενεργό εκκλησιαστικό σώμα, συναποτελούμενο από επισκόπους, κλήρο και λαό, αποτελεί τη μοναδική οδό αναβάπτισης στο αληθινό νόημα της Εκκλησίας, αλλά και την ασπίδα προστασίας, απέναντι σε διχαστικές τάσεις, παρεκκλησιαστικές δραστηριότητες, ομαδοποιήσεις και αυθαίρετες κριτικές μέσω εντύπων και διαδικτύου, οι οποίες τραυματίζουν και υποσκάπτουν το κύρος των ποιμένων και ολόκληρης της Εκκλησίας.
Αφού ολοκλήρωσε την αναφορά στα διχαστικά συμπτώματα, αλλά και στους τρόπους ενότητας της Εκκλησίας «εντός των τειχών της», ο εισηγητής κατόπιν έστρεψε την προσοχή τους στην ευρύτερη κοινωνία. Αφού επεσήμανε πως αν και πολλοί από τους συμπατριώτες μας διατηρούν χαλαρούς δεσμούς με την Εκκλησία, έστω και εάν τυπικώς είναι βαπτισμένοι, διεκήρυξε την πεποίθησή του, πως η αναμφισβήτητη συμβολή της Εκκλησίας στη διάσωση του Γένους κατά το παρελθόν, αλλά και η διαρκής υποστηρικτική στάση της προς τον χειμαζόμενο λαό, έχουν συντελέσει, ώστε να διασώζει ακόμη το κύρος της σε μεγάλο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας. Το κύρος αυτό της δίνει ακόμη τη δυνατότητα να βρίσκει διόδους επαφής με τον σημερινό άνθρωπο, προσδιορίζοντας την διπλή αποστολή της: Να μεταδίδει το μήνυμα της εν Χριστώ σωτηρίας και να αναδεικνύεται καθημερινά στον υπ΄αριθμόν ένα παράγοντα ενότητας ολοκλήρου του Ελληνικού λαού, καθώς ενσωματώνει στις τάξεις της εκπρόσωπους από όλο το φάσμα της κοινωνίας μας.
Η δυνατότητα αυτή θα αποβεί πράγματι σωτήρια, αρκεί η Εκκλησία να «αλατίσει» (Κολ. 4,6) τον λόγο της με το άλας της ηπιότητας, της γλυκύτητας, της σεμνότητας και της συμφιλίωσης. Η Ελληνική κοινωνία αναζητά μια Εκκλησία, που ξέρει να εντοπίζει εκείνα που την ενώνουν αντί για εκείνα που τη διχάζουν, εκείνα που την κατευνάζουν αντί για εκείνα που οξύνουν τα πάθη της, εκείνα που οδηγούν στη συνοδοιπορία προς ένα κοινό οικουμενικό μέλλον, αντί για εκείνα που εξάπτουν τα εθνοφυλετικά πάθη και τον θρησκευτικό φανατισμό.
Ύψιστη αποστολή της Εκκλησίας ήταν, είναι και θα είναι να αποτελεί δύναμη ισορροπίας, ενοποίησης και καταλλαγής, ετοιμάζοντας τον δρόμο προς τη Βασιλεία του Θεού. Πάνω απ΄ όλα όμως, όπως επισημαίνει σε μια από τις ωραιότερες αποστροφές του λόγου του, ο Σεβασμιώτατος εισηγητής, «η Εκκλησία είναι η αγκαλιά του Θεού, η οποία χωράει τους πάντες. Αρκεί να το θέλουν και ελεύθερα να το επιζητούν».
Δημοκρατία 24/10/2015