Σεβ. Μητροπολίτη Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
Γιατί ο χρόνος τρέχει χύμα κι εμείς του δίνουμε το σχήμα» λέει ένα γνωστό τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου σε παλιότερο δίσκο του με τον τίτλο «Χρονοποιός». Αυτός ο ευρηματικός όρος περιγράφει και την προσπάθεια της Εκκλησίας να μεταβάλει τον χρόνο από μονότονη κα φθοροποιό διαδικασία σε ευκαιρία μεταμόρφωσης της ζωής και απεγκλωβισμού από τη φθορά του. Κατά την παράδοση της Εκκλησίας μας, η 1η Σεπτεμβρίου αποτελεί την έναρξη του εκκλησιαστικού έτους ή της Ινδίκτου. Ο τελευταίος αυτός όρος έχει τις ρίζες του στη ρωμαϊκή εποχή. Όπως σε πολλές περιπτώσεις, έτσι και στο θέμα του χρόνου η χριστιανική Εκκλησία, αναζητώντας βαθύτερο νόημα σε αυτά που κληρονόμησε από την ειδωλολατρία, κράτησε καταρχάς ως πρώτη του έτους την 23η Σεπτεμβρίου, μέρα Πρωτοχρονιάς για τους Ρωμαίους και γενέθλια μέρα του αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού. Τη μέρα αυτή η Εκκλησία όρισε ως ημέρα εορτής της συλλήψεως του Προδρόμου, που αποτελεί το πρώτο γεγονός της Ευαγγελικής ιστορίας. Αργότερα, η πρώτη του έτους μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου, για να συμπέσει με την πρώτη του μηνός.
Η 1η Ιανουαρίου ως Πρωτοχρονιά -άλλη ρωμαϊκή παράδοση και αυτή- έφτασε στην Ανατολή πολύ αργότερα. Πέρα από τις ιστορικές καταβολές, ο ορισμός της 1 ης Σεπτεμβρίου ως πρώτης του έτους ενεργοποιεί ξεχασμένους δεσμούς με τους κύκλους της ζωής, από την εποχή που οι άνθρωποι ήταν στενά συνδεδεμένοι με τη γη. Τότε που η σπορά γινόταν αφετηρία μιας μεγάλης διαδρομής, που οδηγούσε στην ανθοφορία και την καρποφορία. Βαθύς λοιπόν είναι ο συμβολισμός της έναρξης του εκκλησιαστικού έτους στην αρχή του φθινοπώρου.
Αποτελεί σημείο μιας πρόσκλησης για σπορά σπόρου καλού στο χωράφι της ψυχής μας και προσμονής πλούσιου καρπού, έπειτα από φροντίδα και υπομονή, εν μέσω εποχών ανυπομονησίας, μανιακής κατανάλωσης και θεοποίησης της ατομικής ανάγκης εις βάρος κάθε κοινωνικότητας. Ίσως πολλοί αναρωτηθούν ποιος ο λόγος η Εκκλησία να διαφοροποιείται από τον κόσμο και να μην ακολουθεί σε ένα τόσο δευτερεύον θέμα, όπως η γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τις συνήθειες ολόκληρου του πλανήτη. Σε ένα τέτοιον προβληματισμό θα απαντούσα ότι η διαφοροποίηση αυτή μπορεί και να αποτελεί ευκαιρία και αφορμή διαφοροποίησης και στο διαφορετικό νόημα που δίνει ο κόσμος στον χρόνο. Καλώντας η Εκκλησία σε έναν διαφορετικό κύκλο του χρόνου, δίνει τη δυνατότητα και μιας διαφορετικής χρονοποιίας. Με άλλα λόγια, ακολουθώντας η Εκκλησία βήμα βήμα όλο το σωτήριο έργο του Κυρίου, από τη σύλληψη του Τίμιου Προδρόμου, όπως είπαμε, έως την Κοίμηση της Θεοτόκου, μας καλεί να μπολιάσουμε στον χρόνο, που διαρκώς τρέχει από το παρελθόν στο μέλλον, τη διαρκή παρουσία του Χριστού, ο οποίος με τη θυσία Του και την ανάστασή Του έφερε σε επαφή τον κοσμικό χρόνο με την αιωνιότητα. Ίσως να μην έχουμε προσέξει αρκετά ότι για την Εκκλησία μας ο χρόνος είναι ένα διαρκές παρόν.
«Χριστός γεννάται» και όχι «Χριστός γεννήθηκε» ψάλλουμε τα Χριστούγεννα. «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» διαβάζουμε τη Μ. Πέμπτη. Και ενώ κόσμος, όσο και αν ξεφαντώνει τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου, κατά βάθος θρηνεί για ακόμη ένα βήμα, που τον φέρνει κοντύτερα στο αναπόφευκτο τέλος, ο εκκλησιαστικός χρόνος μεταβάλλει την κάθε στιγμή σε ευκαιρία αναγέννησης και εισόδου σε έναν τρόπο ζωής στον οποίο η φθορά και ο θάνατος δεν έχουν εξουσία.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 30/08/2014