Αγαπητοί σύνεδροι,
Εκλεκτοί προσκεκλημένοι,
Διαβάζω ξανά τον τίτλο «Προς μια δημοκρατική Ευρώπη: Ουτοπία ή πραγματικότητα» και συνειδητοποιώ, με βάση εκείνο το «προς», πως αυτό που σήμερα μας συγκεντρώνει γύρω από αυτό το τραπέζι, είναι κατ΄ αρχάς η επιβεβαίωση μιας απώλειας: Της δημοκρατίας στην Ευρώπη.
Ίσως ακούγεται λίγο παράξενο και αντιφατικό να κάνω λόγο για απώλεια της Ευρωπαϊκής δημοκρατικότητας, ενόψει της κορυφαίας διαδικασίας μιας δημοκρατικής κοινωνίας: των εκλογών, και στη συγκεκριμένη, των εκλογών για τη συγκρότηση του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου. Κι όμως, φαίνεται πως η εκλογική διαδικασία, όπως και πολλές άλλες, που χαρακτηρίζουν κατά τεκμήριο μια Δημοκρατία, δεν μπορεί να κρύψει κοινωνικά χάσματα που ολοένα και βαθαίνουν και ψυχικές πληγές που διαρκώς αιμορραγούν.
Πριν από έναν ακριβώς αιώνα, η Ευρώπη νόμισε πως εγκατέστησε τον παράδεισο επί γης. Οι απίστευτές εφευρέσεις, ο πλούτος που συνέρρεε στη γηραιά ήπειρο και η ραγδαία άνοδος του βιοτικού επιπέδου έδωσαν στον ευρωπαίο άνθρωπο την εντύπωση, πως η ζωή αποτελεί πλέον ένα δώρο απόλαυσης και διαρκούς ευτυχίας. Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, η Ευρώπη μετρούσε ερείπια δύο παγκοσμίων πολέμων και ενός τείχους, που την χώριζε στα δύο.
Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, μένουμε άναυδοι από την πρόοδο των ηλεκτρονικών μηχανών. τα γεγονότα, όμως, δεν μας επιτρέπουν να έχουμε αυταπάτες. Μπορεί να μην υφιστάμεθα πόλεμο, με την τυπική και ιστορική έννοια του όρου. Οι αριθμοί όμως, οι στατιστικές, οι εικόνες που μας μεταφέρουν τα μέσα, αλλά πολύ περισσότερο η προσωπική μαρτυρία και εμπειρία εκείνου που θέλει να δει το τι συμβαίνει στον στενό ή και ευρύτερο περίγυρο, οδηγούν στη διαπίστωση πως ένας άλλος πόλεμος, με αντίπαλους απρόσωπους και ως εκ τούτου άτρωτους, διεξάγεται. Και μάλιστα, όχι σε πεδία μαχών, αλλά στις γειτονίες και τους δρόμους των πόλεων, στους εργασιακούς χώρους, ακόμη και μέσα στο μυαλό και την ψυχή του καθενός ξεχωριστά.
Το μέλλον φαίνεται αβέβαιο και σκοτεινό, το παρελθόν μοιάζει χρεωκοπημένο και ο μέσος Ευρωπαίος πολίτης στέκεται αμήχανος στο παρόν, αναζητώντας σταθερές, που θα ερμηνεύσουν την κατάσταση και θα του δώσουν πυξίδα δράσης. Μέσα σε αυτή τη ρευστότητα, φαίνεται να συμβαίνει και κάτι καλό, όπως αυτό που συμβαίνει σήμερα εδώ: ανοίγει μια συζήτηση αυτοκριτικής και προβληματισμού, και μάλιστα απαλλαγμένης από στερεότυπα, που ταλαιπώρησαν την κοινωνία μας επί σειρά δεκαετιών.
Ένα από τα καταστροφικότερα στερεότυπα, υπήρξε ο απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα σε τομείς της ανθρώπινης ύπαρξης και δραστηριότητας. Οι έννοιες «ψυχή», «πνεύμα», «αξίες», «ηθική» έφτασαν να αφορούν μόνον διανοούμενους και συγγραφείς σε γραφεία ανθρωπιστικών Σχολών, που διαρκώς συρρικνώνονται. Κατ΄ επέκτασιν, κάθε ανάμιξη όλων αυτών με την τρέχουσα πολιτική, την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογική εξέλιξη έφτασαν να αντιμετωπίζονται ως αδιανόητες και γραφικές.
Στην τρέχουσα καθημερινότητα, αλλά και στα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας, σπάνια βρήκαν βήμα χώροι, που από τη φύση τους αναζητούν το μόνιμο και το διαχρονικό και καλούν τον άνθρωπο να υπερβεί το εφήμερο και περιστασιακό, χώροι που τους χαρακτηρίζουμε ως «πνευματικούς», όπως η φιλοσοφία, η Τέχνη και η Θρησκεία. Αναμφισβήτητες και οι ευθύνες των ανθρώπων που ανήκαν και ανήκουν στους χώρους αυτούς. Μέσα από την ασυνέπειά τους, έννοιες και ιδανικά ευτελίστηκαν και απαξιώθηκαν στα μάτια της κοινωνίας. Ίσως όμως αυτός ο καιρός, ο καιρός της κρίσης, σημάνει την επιστροφή και την αναζήτηση της αυθεντικότητας προσώπων και πηγών.
Λόγω θέσεως και λόγω ιδιότητος, αυτή την ευχή διατυπώνω και για την Ορθόδοξη Εκκλησία. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος, πως η έκφραση του αυθεντικού της λόγου και η προβολή του αυθεντικού της ήθους, στηριγμένα σε μια δισχιλιετή παράδοση αλλά και έτοιμα να διαλεχθούν με έναν πρωτόγνωρο κόσμο, μπορούν να συμβάλουν σε λύσεις και ανατροπές κακώς κειμένων. Και ένα από τα κακώς κείμενα αποτελεί κατ΄ εμέ η έννοια μιας αποπνευματικοποιημένης δημοκρατίας. Τι εννοώ:
Γνωρίζετε, πως πριν μια δεκαετία περίπου τέθηκε επίσημα το θέμα της Ευρωπαϊκής ταυτότητας. Έχουμε ή όχι έναν Ευρωπαϊκό πολιτισμό με Χριστιανικές ρίζες; Στην πραγματικότητα, το ερώτημα ήταν πολύ βαθύτερο: Μπορεί ο ανθρώπινος πολιτισμός και ειδικότερα ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, να συνεχίσει να παράγει ιδεώδη και αξίες, χωρίς μεταφυσικές ή υπερβατικές προεκτάσεις; Με απλά λόγια, χρειαζόμαστε τον Θεό για να έχουμε μια ανθρώπινη κοινωνία ή μας είναι περιττός; Είναι αλήθεια πως ένας συνδυασμός πολιτικών επιλογών και εγκληματικών λαθών εκ μέρους κυρίως της δυτικής Χριστιανικής εκκλησίας οδήγησαν σε μια ξεκάθαρη επιλογή: Ο Θεός είναι περιττός. Σχεδόν διακόσια χρόνια τώρα, ο Ευρωπαίος άνθρωπος αυτό αγωνίζεται να το επαληθεύσει. Χωρίς κανένα ίχνος θριαμβολογίας, απελευθερωμένοι όμως από τα στερεότυπα που προανέφερα, ελάτε να δούμε την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε: Ιδέες και ιδανικά μαραίνονται διαρκώς, αφήνοντας για το κοντινό ή το μακρινό μέλλον τις ελπίδες για μια ωρίμανση της ανθρωπότητας, που κάποτε θα καταφέρει να βρει τις ισορροπίες της. Τα ερωτήματα όμως παραμένουν αμείλικτα: σε ένα δρόμο ραγδαίας υποβάθμισης της αξίας του ανθρώπου, τι είναι εκείνο, που θα του ξαναδώσει αξία; Σε μια κοινωνία, που στηρίζει την ανάπτυξή της μόνον στην υπερκατανάλωση, τι είναι εκείνο που θα αλλάξει τις προτεραιότητες του καταναλωτή ανθρώπου; Και τέλος, σε μια ζωή, που η ματαιότητα και ο θάνατος διαρκώς καραδοκούν, τι είναι εκείνο που θα ξαναδώσει στην ύπαρξη και τον ανθρώπινο βίο νόημα;
Με πολλή ελπίδα διαβάζω το άρθρο 17 του συνθήκης της Λισσαβόνας:
« Η Ένωση σέβεται και δεν προδικάζει το καθεστώς που, βάσει του εθνικού δικαίου, έχουν οι εκκλησίες, οι θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες στα Κράτη Μέλη. Η Ένωση σέβεται εξ ίσου το καθεστώς, βάσει του εθνικού δικαίου, των φιλοσοφικών και μη ομολογιακών οργανισμών. Αναγνωρίζοντας την ταυτότητά τους και την ειδική συμβολή τους, η Ένωση θα διατηρήσει ένα ανοιχτό, διαφανή και τακτικό διάλογο με αυτές τις εκκλησίες και οργανισμούς».
Ίσως το μέγεθος της ανθρώπινης οδύνης του καιρού μας και οι πικρές διαψεύσεις των αναλυτών να έχουν λειάνει ένα έδαφος για μια νέα συνάντηση ανάμεσα στην πολιτική και την πνευματικότητα. Ένα είναι το βέβαιο: Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία χωρίς διαρκή τροφοδότηση της αξίας του ανθρώπου. Και σ’ αυτή την διαλεκτική, η Ορθόδοξη Εκκλησία, χωρίς μεγαλοστομίες και κομπασμό, έρχεται να προσφέρει τον καρπό της εμπειρίας της.
Κατ’ αρχάς προβάλλει αυτό που είναι: Εκκλησία, δηλαδή κοινωνία προσώπων, που τα συνδέει ένα κοινό όραμα. Σε ένα κόσμο, που βιώνει με τρόπο βίαιο και τραγικό τις συνέπειες μιας διάσπασης σε άπληστα άτομα, αποξενωμένα μεταξύ τους και απρόθυμα ή και ανίκανα να συνεργαστούν για την υλοποίηση ενός υπερατομικού οράματος, η Εκκλησία καλεί για μετατροπή μιας διαλυμένης ομάδας σε ενιαίο σώμα, όπου η υγεία του ενός εξαρτάται από την υγεία του άλλου. Κάθε δράση, κάθε δομή και κάθε διάταξη, που απολυτοποιεί ατομικά ή και στενά συντεχνιακά συμφέροντα, αποτελούν παράγοντες αποδιάρθρωσης της κοινωνίας, που αργά ή γρήγορα θα εκδηλωθούν. Σε καιρούς, όπου θεοποιείται η ατομική πρωτοβουλία, η Εκκλησία προβάλλει την αξία της αρμονικής συνύπαρξης και γίνεται εργαστήρι εξάσκησης των ανθρώπων στην συνύπαρξη και την συνεργασία.
Καμιά όμως ποιοτική συνύπαρξη δεν μπορεί να αποκτήσει υγιή θεμέλια, αν δεν βρει τρόπους να αποφύγει την μετατροπή της κοινωνίας σε μάζα. Η Ευρώπη του ανθρωπισμού ρέπει διαρκώς προς την μαζοποίηση και την μετατροπή των ανθρώπων σε μονάδες στατιστικού δείγματος. Στην αντίφαση αυτή, η Εκκλησία προβάλλει τον άνθρωπο ως εικόνα και ομοίωση Θεού. Με άλλα λόγια, η Χριστιανική ανθρωπολογία συνδέει ευθέως τον Θεό, ως υπέρτατη αξία, με την αξία του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Η Εκκλησία, ως κοινωνία ανθρώπων που θέλουν να συνδέονται με τον Θεό, γίνεται αυτόματα ολοκληρωτικά και γνήσια ανθρωποκεντρική. Απίστευτες οι συνέπειες αυτής της στάσης: Πέρα από την κατάργηση κάθε διάκρισης με οποιοδήποτε κριτήριο (φυλή, χρώμα, εισόδημα, καταγωγή, μόρφωση κλπ), γεφυρώνεται στην πράξη κάθε χάσμα ανάμεσα σε κυβερνήσεις και κυβερνωμένους, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους. Το γεγονός αυτό δεν αίρει τις συγκρούσεις. Εμποδίζει όμως την στεγανοποίηση ανάμεσα σε ανθρώπους και κοινωνικές ομάδες.
Η εμπέδωση αυτής της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου και ο απεγκλωβισμός του από την ατομικότητά του, καθίσταται εγγύηση για τρία θεμελιώδη μεγέθη:
Πρώτα για την ελευθερία, σε ένα πολύ βαθύτερο και πολύ ουσιαστικότερο νόημα από μια απλή νομοθετική διάταξη. Η ελευθερία για τον Χριστιανό αποτελεί συστατικό της φύσης του, κάτι που τον συνδέει ευθέως με τον Δημιουργό, εκείνο που τον καθιστά πρόσωπο που συμπυκνώνει όλο το μεγαλείο του κατ΄ εικόνα και ομοίωση. Μεταξύ προσώπων ίσης αξίας, ίσων δικαιωμάτων και ίδιων προδιαγραφών, κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί προνόμια, είτε κληρονομικά, είτε φυσικά, είτε κοινωνικά.
Η ανάδειξη της αξίας του ανθρωπίνου προσώπου οδηγεί ευθέως στην ισότιμη συμμετοχή. Κανένα ανθρώπινο πρόσωπο δεν μπορεί να αποκλειστεί από την συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, που αφορούν την ανθρώπινη κοινωνία. Αποτελεί κύριο δικαίωμα, αλλά και κύρια υποχρέωση του κάθε ανθρώπου απέναντι, κατ’ αρχάς, στον ίδιο του τον εαυτό να συνδιαλέγεται, να συν-εργάζεται και να συν-αποφασίζει. Με την έννοια αυτή, η Εκκλησία προτείνει μια βαθιά δημοκρατική, όχι απλώς στις διαδικασίες, αλλά στον καθημερινό τρόπο ζωής. Μια δημοκρατία που δεν εξαντλείται στην εκλογική διαδικασία, αλλά διαποτίζει συμπεριφορές και πολιτικές. Μια δημοκρατία, που οραματίζεται την καλλιέργεια, την μόρφωση, την ενημέρωση, τη γνώση και τις ευκαρπίες που θα απευθύνονται σε όλους ανεξαιρέτως. Κυρίως μάλιστα σε εποχές, σαν τη δική μας, όπου γνώση και δύναμη συνδέονται σε ευθεία αναλογία.
Μια γνήσια και βαθιά δημοκρατία δεν μπορεί παρά να στηρίζεται στη δικαιοσύνη, αλλά και διαρκώς να την εμβαθύνει. Όταν οι νόμοι διαμορφώνονται από διαδικασίες συμμετοχής, αλλά και όταν ο έλεγχος πηγάζει, αλλά και επιστρέφει σε μια συμμετοχική κοινωνία, τα φαινόμενα της τυραννίας και της κατάχρησης εξουσίας αποκόπτονται εν τη γενέσει τους.
Το πλαίσιο που προανέφερα θα κινδύνευε να ενταχθεί στη κατηγορία του ουτοπικού, αν δεν συνοδευόταν από το πώς η Εκκλησία το υλοποίησε. Πριν απ΄ αυτό όμως, θα ήθελα να κάνω έναν λεπτό διαχωρισμό ανάμεσα στους όρους «ουτοπία» και τον όρο «διαρκώς ζητούμενο». Για την Ορθόδοξη πνευματικότητα, όσο διαχρονικές είναι οι αξίες και η διδασκαλία της, τόσο διαχρονικά είναι και τα ανθρώπινα πάθη. Τα κακώς κείμενα του κόσμου δεν είναι απλώς αποτέλεσμα κάποιων λανθασμένων ρυθμίσεων και επιλογών. Αποτελούν συνέπεια μιας αλλοτριωμένης ανθρώπινης φύσης, η οποία δίνει διαχρονικά έναν επίπονο αγώνα για να ξαναβρεί την αυθεντικότητά της. Η ανθρώπινη ιστορία είναι το πεδίο αυτού του αγώνα, όπου κάθε τι υψηλό, κάθε τι που κάνει την ανθρώπινη ζωή άξια να τη ζει κανείς, επιτυγχάνεται με αιματηρό αγώνα και πάλι όχι ολοκληρωτικά και όχι μόνιμα. Η ιδανική κοινωνία, αυτό που η Εκκλησία ονομάζει «Βασιλεία του Θεού» δεν μπορεί να επιτευχθεί ολοκληρωτικά στον χωροχρόνο μας. Αυτό όμως δεν την καθιστά ουτοπία. Τα σημάδια της φανερώνονται από αγώνα προσωπικό και κοινωνικό και κρατούν ζωντανό το οράμά της, καθιστώντας την ένα διαρκώς ζητούμενο. Ο άνθρωπος έχει αποδεχτεί την αποτυχία του, ιδιαίτερα στις μέρες μας. Δεν αντιλαμβάνεται όμως τις αιτίες. Έχοντας αφομοιώσει ένα ουτοπικό σχήμα μιας διαρκούς βελτίωσης, κυρίως οικονομικών μεγεθών, κάθε πισωγύρισμα τον οδηγεί στην απόγνωση και την κατάθλιψη. Και εδώ έρχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία, παράλληλα με την διδασκαλία της να μιλήσει για την ανάγκη διαρκούς μετάνοιας, δηλ. διαρκούς πάλης με κακές νοοτροπίες, αλλά και να δείξει και δρόμο ζωής. Στην μακραίωνη πορεία της εντόπισε τρεις αρετές, ικανές να μεταβάλουν το αποξενωμένο άτομο σε πρόσωπο κοινωνίας και αγάπης, υλοποιημένης σε συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές, μέσω του κοινοβιακού μοναχισμού.
Η ακτημοσύνη, η οποία έχει να κάνει με την απάρνηση κάθε ιδιοκτησίας. Πέρα από μια οικονομική πρόταση, που ίσως για τους περισσότερους αποτελεί ουτοπία για μια κοινωνία της ελεύθερης αγοράς, παραπέμπει σε κάτι βαθύτερο: Τον απεγκλωβισμό -ψυχικό και πνευματικό- από την αχαλίνωτη δίψα της κατοχής και της αρπαγής υλικών πραγμάτων. Με την έννοια αυτή, η Εκκλησία έρχεται να ενισχύσει με τον καλύτερο τρόπο την έννοια της κοινωνικής προσφοράς και -ευρύτερα- της εταιρικής ευθύνης. Εάν άτομα και επιχειρήσεις επιλέξουν την διεύρυνση της εννοίας «επένδυση», όχι μόνον σε υλικά, αλλά και σε ανθρωπιστικά μεγέθη, είναι βέβαιο πως θα βρουν στην πρόταση της Εκκλησίας στέρεα πνευματικά ερείσματα.
Η υπακοή, ως δεύτερη αρετή του μοναχισμού, δεν οδηγεί σε μια υποταγή, αλλά μια υποχώρηση του ΕΓΩ, στο όνομα ευρύτερων οραμάτων και σεβασμού αρχών και αξιών. Η ετοιμότητα του κάθε προσώπου να απαρνιέται στενά ατομικά οφέλη, προκειμένου να συμμετάσχει στην υλοποίηση κοινωνικών και πανανθρώπινων οραμάτων, οδηγεί ευθέως στην ευνομία και τον σεβασμό κωδίκων αρχών και ηθικής. Την ώρα που επιχειρησιακοί και επιχειρηματικοί φορείς αναζητούν τέτοιους κώδικες, η Εκκλησία έρχεται να καταθέσει την υπακοή, ως μύηση σε ένα άλλο τύπο συνύπαρξης, στον οποίον το ατομικό υποχωρεί εις όφελος του συλλογικού.
Η εγκράτεια, ως τρίτη αρετή, έρχεται να επικεντρώσει την προσοχή του ανθρώπου, στην συνειδητοποίηση των αληθινών αναγκών του και τη ρύθμιση της απληστίας και της παράλογης κατανάλωσης προϊόντων και πόρων. Όντως, η αγορά επενδύει στην υπερκατανάλωση. Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, όλο και περισσότερες φωνές καλούν σε αυτορρύθμιση. Σε εποχές μάλιστα, όπου ο εθισμός της αναζήτησης των περιττών έρχεται πια σε σύγκρουση με τον δραματικό περιορισμό των οικονομικών πόρων, η ανάγκη μιας άλλου τύπου καταναλωτικής συμπεριφοράς, διασφαλίζει όχι μόνο οικονομική, αλλά και ψυχολογική ισορροπία. Ανεξάρτητα από αυτό, δεν πρέπει να ξεχνάμε τον αδιαμφισβήτητο τρόπο, με τον οποίον η κοινωνιολογία συνέδεσε τέτοιες συμπεριφορές με τους βασικούς μηχανισμούς του καπιταλιστικού συστήματος. Το λέω αυτό, για να μην φάνει εξωπραγματική μια τέτοια σύνδεση στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Περιορίζομαι σε αυτά τα τρία, μη υποκύπτοντας στον πειρασμό να αναφερθώ σε θεμελιώδεις αρετές, όπως τις παρουσιάζει η ορθόδοξη πνευματικότητα, όπως η υπομονή, των οποίων η εφαρμογή θα έδινε άμεσες λύσεις σε πολλά προβλήματα και αδιέξοδα του «σήμερα».
Θέλω όμως ως τελευταίο στοιχείο να αναφερθώ στην έννοια της «πατρίδας» παίρνοντας αφορμή από τον προβληματισμό της ευρωπαϊκής ένωσης, σχετικά με την σημασία της ιδιαιτερότητας των κρατών μελών και την ανάγκη ευρύτερης κοινής συνισταμένης, χωρίς να καταλύεται η οντότητα των τοπικών κοινωνιών. Όπως ξέρετε, η Σύνοδος της Λισσαβόνας κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στην αποκλειστική, την συντρέχουσα και την υποστηρικτική αρμοδιότητα, εκχωρώντας στις τοπικές κοινωνίες αρμοδιότητες, όπως ο πολιτισμός, αναγνωρίζοντας έτσι την ζωτική σημασία εμπέδωσης των δημοκρατικών αξιών στα κράτη μέλη και γενικότερα στις τοπικές κοινωνίες.
Θέλω να τονίσω, πως μια αποτελεσματική απάντηση απέναντι στην ουτοπία υπήρξε για την Ορθόδοξη Εκκλησία το «εδώ» και το «τώρα» της ενορίας. Η Εκκλησία παραμένει γεγονός παγκόσμιο, όλο της το μεγαλείο όμως συμπυκνώνεται στην κάθε τοπική εκκλησιαστική κοινότητα. Το τοπικό γίνεται σχολείο άσκησης για άνοιγμα προς τον συνάνθρωπο, σχολείο συνεργασίας, σχολείο αγάπης. Συγχρόνως γίνεται και παράθυρο προς την οικουμένη. Το λέω αυτό, με σκοπό να επισημάνω ένα ακόμη τελευταίο στερεότυπο: Τα οράματα μιας παγκόσμιας κοινωνίας και οι όντως ουτοπικοί οραματισμοί μιας παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας οδήγησαν αποδεδειγμένα τους ανθρώπους σε φοβικά σύνδρομα και κλείσιμο στον ατομικό μικρόκοσμο. Η Ορθόδοξη Εκκλησία παρεξηγήθηκε, όταν πολλές φορές τόνισε την έννοια της πατρίδας. Κι όμως, η πρόθεση της δεν είχε καμιά σχέση με αφελείς και επικινδύνους εθνικισμούς. Πρόθεσή της ήταν και παραμένει να μεταβληθεί η Ελλάδα σε χώρο ανακάλυψης των πνευματικών της θησαυρών και της μακραίωνης ιστορικής της εμπειρίας, αλλά και ζύμωσης με ό,τι καινούργιο φέρνει ο 21ος αιώνας.
Βρίσκομαι στην Κρήτη και δεν μπορώ να μην θυμηθώ το μεγάλο της τέκνο, την Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον Ελ Γκρέκο, που φέτος γιορτάζεται η επέτειος των 400 χρόνων από τον θάνατό του. Μέχρι τελευταίας του αναπνοής υπέγραφε ως ΚΡΗΣ. Αυτή όμως η αίσθηση του ανήκειν, αυτή η αίσθηση της πατρίδας δεν τον εμπόδισε να γίνει παγκόσμιος και διαχρονικός.
Επιτρέψτε μου να πω πως αυτό το πρόσωπο συμπυκνώνει και το όραμά μου για τη θέση του σύγχρονου Έλληνα σε μια αληθινά Δημοκρατική Ευρώπη. Ενός Έλληνα με βαθιά Ορθόδοξη πνευματικότητα, δηλαδή βαθιά δημοκρατικότητα σε εποχές που ζητάνε ανθρώπους που θα σαρκώσουν με το προσωπικό τους παράδειγμα και τη θυσία τα οράματα και τα ιδεώδη. Διότι, πάνω απ΄ όλα η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι διακήρυξη αφηρημένων λόγων και διδασκαλίας αλλά μίμηση ενός προσώπου, ενός Θεανθρώπου, που πήρε στην πλάτη του την ευθύνη για τα δεινά της ανθρωπότητας και τα οδήγησε στη λύτρωση. Τι μεγαλειωδέστερο ρόλο μπορεί να αναζητήσει ένας πνευματικός και δημοκρατικός άνθρωπος;