22 Δεκεμβρίου, 2024

Τελευταια Νεα

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ Κ. ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΕ ΘΕΜΑ “ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΑ” ΘΕΣ)ΝΙΚΗ, 22-23/1/2013

Θέμα: “Θρησκευτικότητα και θρησκευτικά σύμβολα στον δημόσιο χώρο”

 

Εισαγωγικά

Το να στοχαστεί κάποιος πάνω στο ζήτημα της θέσης της θρησκευτικότητας και των θρησκευτικών συμβόλων ή γενικότερα της θρησκείας στον δημόσιο χώρο δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση εύκολο εγχείρημα. Πρόκειται για μια συζήτηση η οποία ενώ έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες, αν όχι περισσότερο, στο πλαίσιο της δυτικοευρωπαϊκής πολιτικής και ευρύτερα φιλοσοφικής σκέψης, στην χώρα μας βρίσκεται ακόμη σε φάση αρκετά πρώιμη. Η διενέργια του παρόντος συνεδρίου από το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ σε συνεργασία με την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος δείχνει ότι υπάρχει η βούληση από την πλευρά της ποιμένουσας Εκκλησίας και της ακαδημαϊκής θεολογίας να ανοίξει ο διάλογος γύρω από τη σχετική προβληματική με εκπροσώπους της κοσμικής και πολιτικής διανόησης. Πριν ωστόσο επιχειρήσουμε να προσδιορίσουμε τις προϋποθέσεις και τους όρους που νομιμοποιούν την παρουσία της θρησκείας (και στην περίπτωσή μας της Εκκλησίας) στον δημόσιο χώρο είναι ανάγκη να προσδιορίσουμε το πως οφείλει να κατανοείται αυτός ο χώρος, μέσα στον οποίο φανερώνεται και εκφράζεται η θρησκευτική πίστη.

 

1. Η έννοια του δημόσιου χώρου

      Αν θέλαμε να αποτυπώσουμε με συντομία τα βασικά γνωρίσματα που νοηματοδοτούν την έννοια του δημοσίου χώρου θα έπρεπε να σημειώσουμε μεταξύ άλλων τα εξής: α) ο δημόσιος χώρος ως έννοια έχει μια μακρά γενεαλογία και αποτελεί κατεξοχήν προϊόν του ευρωπαϊκού πολιτισμού, β) δεν πρόκειται για μονοσήμαντο και οριστικά απηρτησμένο θεωρητικό σχήμα, γ) αποτελεί τον μοναδικό πλέον τόπο τουλάχιστον στο πλαίσιο του δυτικού κόσμου, όπου μπορεί να φανερωθεί και εκφραστεί η χριστιανική, που μας ενδιαφέρει εδώ, θρησκευτικότητα. Ας δούμε ωστόσο εκ του σύνεγγυς και περισσότερες λεπτομέρειες αυτά τα γνωρίσματα.

Ο δημόσιος χώρος είναι μια πραγματικότητα που προέκυψε στην Ευρώπη μέσα από μια μακραίωνη διαδικασία η οποία θα μπορούσε να πει κανείς ότι ανάγει καταρχάς την αφετηρία της στην μεσαιωνική, σε πολλές περιπτώσεις, συμπόρευση της Εκκλησίας με την κρατική εξουσία και εμφανίζεται ως απόρροια της κατάρρευσης του φεουδαρχικού αυτού συστήματος συγκρότησης της κοινωνίας,  αλλά και της σχετικής αδυναμίας της Εκκλησίας να κατανοήσει και να εγκολπωθεί τα νέα δεδομένα που αναδύθηκαν στον τρόπο θεώρησης του κόσμου με την έλευση των Νέων χρόνων και του Διαφωτισμού. Επιχειρώντας η Εκκλησία, στο βαθμό που νοσταλγούσε τη μεσαιωνική δόξα και ισχύ, να αντισταθεί με κάθε τρόπο στην αλλαγή του κοσμοειδώλου επιχείρησε να οικειοποιηθεί την κρατική εξουσία όχι βέβαια προς όφελος και προς υπεράσπιση των χριστανικών αξιών λ.χ. της ελευθερίας ή του απλού ανθρώπου, αλλά προκειμένου να προσφέρει νομιμοποίηση στην ελέω Θεού μοναρχία και στο ξεπερασμένο φεουδαρχικό μοντέλο, προκειμένου να διατηρήσει την δυναμική της παρουσία. Η σταδιακή ωστόσο, κατάρρευση αυτού του παρωχημένου και ανελεύθερου μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας σε συνάρτηση με την ανάδειξη της αστικής τάξης έδωσαν σε ορισμένο βαθμό ώθηση στην διαμόρφωση των αναγκαίων προϋποθέσεων για την ανάδειξη της δημοκρατίας και του φιλελεύθερου κράτους ως τον πλέον κατάλληλο νεωτερικό τρόπο οργάνωσης, έχοντας ως βασική επιδίωξη την ειρηνική συνύπαρξη των λαών, υπερβαίνοντας τη μισαλλοδοξία που γέννησαν οι χρόνιοι θρησκευτικοί πόλεμοι. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η απαρχή αυτή της ειρηνικής συμβίωσης και ενοποίησης της Ευρώπης θα θεμελιωθεί εξ αρχής στο αγαθό της θρησκευτικής ελευθερίας και ανεξιθρησκείας το οποίο θα διαφυλαχθεί έκτοτε λιγότερο ή περισσότερο ως κόρην οφθαλμού στις χώρες που πρωτοστάτησαν στον δημοκρατικό μετασχηματισμό της Ευρώπης. Αποτέλεσμα αυτής της μακραίωνης διαδικασίας ήταν αρχικά η ριζική διάκριση, και εν συνεχεία, ο χωρισμός μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας, με αποτέλεσμα η θρησκευτική πίστη, και η Εκκλησία ειδικότερα, να περιοριστεί στην ιδιωτική σφαίρα, έτσι ώστε να μην μπορεί η τελευταία να μεταχειρίζεται όπως στο παρελθόν την κρατική εξουσία προς ίδιον όφελος, ούτε να παρεμβαίνει και να κηδεμονεύει ή να ποδηγετεί τη δημόσια σφαίρα με θρησκευτικού τύπου αναφορές και κελεύσματα.

Κάτω από την επίδραση κοσμικών διανοούμενων της πρώιμης φάσης της νεωτερικότητας (λ.χ. ο J. Lock) η θρησκεία θεωρήθηκε πλέον ότι ανήκει αποκλειστικά στον ιδιωτικό χώρο (τον χώρο εκείνο όπου κυριαρχεί η προσωπική επιλογή και τα ατομικά ή συλλογικά πιστεύω), ενώ ο δημόσιος χώρος ταυτιζόταν ακόμη αποκλειστικά με την κρατική εξουσία, όπου εξακολουθούσε σε ορισμένο βαθμό να διακρίνεται από το στοιχείο της επιβολής και του καταναγκασμού. Έπειτα από συνεχείς αμφιταλαντεύσεις, πισωγυρίσματα αλλά και βήματα προόδου η (γαλλική, ειδικά) νεωτερικότητα διαμόρφωσε τελικά έναν δημόσιο χώρο (την περίφημη laïcite, την ουδετεροθρησκία) ο οποίος στο βαθμό που εγγράφεται στο πλαίσιο διάκρισης ανάμεσα σε ιδιωτικό και δημόσιο, ώφειλε να παραμένει εξάπαντος ουδέτερος απέναντι σε κάθε μορφή θρησκευτικής παράδοσης. Για την laïcité, κατεξοχήν ιερός και άβατος τόπος για κάθε μορφής και προέλευσης θρησκεία θεωρήθηκε το σχολείο, και μάλιστα το δημόσιο σχολείο (κατ’ αντιδιαστολή προς το καθολικό ιδιωτικό σχολείο). Η διπλή αυτή διάκριση μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής σφαίρας δεν έμελλε ωστόσο να αποτελέσει και το τελικό στάδιο της μακραίωνης αυτής διαδικασίας μετασχηματισμού της οργάνωσης του κοινωνικού βίου. Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη με την κυριαρχία της εικόνας, η ανάδυση της κοινωνίας της πληροφορίας και των πολιτών ως συμπληρωματικές προς τις έννοιες του κράτους και του ατόμου θα οδηγήσουν στην ανάγκη προσδιορισμού ενός νέου χώρου που διακρίνεται τόσο απο την κρατική σφαίρα όσο και από την ιδιωτική. Παρά τις περί του αντιθέτου επιδιώξεις η revance της θρησκείας, η δυναμική επανεμφανισή της, συχνά μάλιστα με βίαιο τρόπο (πρβλ. Ισλάμ) ιδιαίτερα μάλιστα στην καρδιά του μετανεωτερικού κόσμου στην Ευρώπη και την Αμερική, ανέδειξε την ανεπάρκεια του διπολικού μοντέλου που είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο της νεωτερικής εποχής. Έτσι θα αρχίσει να διαμορφώνεται πλέον ο δημόσιος χώρος, ως ένας χώρος διακριτός τόσο απέναντι στην κρατική εξουσία (όπου συμποσούται οι επιβαλλόμενες κοινά αποδεκτές λειτουργικές υποχρεώσεις της κοινωνίας, λ.χ. νομικό πλαίσιο, φορολόγηση, παροχή υπηρεσιών παιδείας, υγείας κλπ) όσο και απέναντι στην ιδιωτική σφαίρα (όπου εγγράφονται οι προσωπικές επιλογές του ανθρώπου σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο), ως ένας χώρος δηλαδή όπου διακρίνεται για την πολυεπίπεδη (ιδεολογική, κλπ.) ουδετερότητά του και για την δυνατότητα που δίνεται σε κάθε ιδεολογία, θρησκευτική πίστη κλπ. να συμβάλλει ισότιμα με θεωρήσεις οι οποίες προβάλλουν επιμέρους μοντέλα ερμηνείας του κόσμου, στο βαθμό που κάθε μια από αυτές επιδεικνύει σεβασμό έναντι της ελευθερίας του κάθε διαφορετικού. Στο πλαίσιο του δημοσίου χώρου κάθε ιδιαίτερη ιδεολογία, και θρησκεία έχει όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρεώση να συμμετέχει στη δημόσια διαβούλευση και στον δημόσιο λόγο με προτάσεις και αντιλήψεις που εξάπαντος σέβονται την απρόσκοπτη λειτουργία του χώρου αυτού αλλά και την διαφορετικότητα του καθενός. Μια τέτοια κατανόηση του δημόσιου χώρου δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να είναι οριστικά απηρτησμένη και τελεσίδικη, στο βαθμό που εμπλουτίζεται διαρκώς με νέα στοιχεία. Συνεπώς στην προοπτική αυτή καθίσταται εμφανώς προβληματική η αξίωση, απο οποιαδήποτε πλευρά, για οικειοποίηση της διακριτής κρατικής σφαίρας με σκοπό την επιβολή μιας ορισμένης κοσμοθεωρίας ή η αξίωση για εξαναγκαστική ιδιώτευση μιας ορισμένης θρησκευτικής πίστης επειδή βρίσκεται αντίθετη με το πλειοψηφικό πιστεύω. Και τούτο διότι οποιαδήποτε τέτοιου είδους δυσλειτουργία συνεπάγεται την άμεση κατάργηση του δημόσιου χώρου και την επιστροφή σε παρωχημένα σχήματα.

Αυτή η ορισμένη κατανόηση της δημόσιας σφαίρας αναδεικνύει νομίζουμε και τον υπαρξιακό χαρακτήρα της, που συχνά αν όχι πάντοτε λησμονείται. Στο βαθμό που για να υπάρξει, να λάβει το είναι της, θα λέγαμε σε οντολογική γλώσσα, μια θρησκευτική πίστη ή ιδεολογική πρόταση, οφείλει να διατυπωθεί και εκφραστεί με σαφήνεια στο πλαίσιο του δημοσίου χώρου, αυτός ο χώρος δίνει εξάπαντος υπόσταση στις επιμέρους αυτές εκδηλώσεις της θρησκευτικότητας, οι οποίες διαφορετικά αυτοακυρώνται στο βαθμό που αξιώνουν να προσδώσουν καθολικό νόημα ύπαρξης. Δεν θα πρέπει επομένως να μας διαφεύγει η υπαρξιακή αυτή διάσταση της έννοιας του δημόσιου χώρου, όταν γίνεται λόγος για την παρουσία των θρησκευτικών παραδόσεων και της Εκκλησίας σ’ αυτόν.

 

2. Προϋποθέσεις και όροι της παρουσίας της θρησκείας στον δημόσιο χώρο

   Μιλώντας για την θέση της θρησκείας στον δημόσιο χώρο και εν προκειμένω της (ορθόδοξης) Εκκλησίας οφείλουμε να προσδιορίσουμε τις θεολογικές εκείνες προϋποθέσεις που νομιμοποιούν την ενεργή παρουσία της στον χώρο αυτό και εξάπαντος υπερβαίνουν απολογητικές εξάρσεις, φοβικά σύνδρομα ή και αντι-θρησκευτικές ιδεολογικές αγκυλώσεις που εκφράζονται συχνά από εκκλησιαστικούς εκπροσώπους και κοσμικούς διανοούμενους σαν να μη έχει περάσει ούτε μέρα από το ιδεολογικοποιημένο και πολωτικό παρελθόν.

Α. Στο πλαίσιο αυτό η έννοια της αυτο-Αποκάλυψης του Θεού στην Ιστορία, αποτελεί την πρωταρχική αξονική παράμετρο του ευαγγελικού κηρύγματος. Ο Θεός των Πατέρων που αποκαλύπτεται πολυμερώς και πολυτρόπως στην ιστορία του ανθρώπου επ’ εσχάτοις χρόνοις ολοκληρώσε την Αποκάλυψή του στο πρόσωπο του Χριστού, προσκαλώντας πάντοτε τον άνθρωπο σε έναν ελεύθερο και δημιουργικό διάλογο, με τελικό στόχο την μεταμόρφωση και σωτηρία ολάκερης της κτίσης. Στο βαθμό που ο ανθρώπινος βίος κυριαρχείται από τη σύγχυση και την διαίρεση της Βαβέλ, ως συνέπεια της εγωιστικής επιθυμίας του ανθρώπου για εξουσία και ισοθεία, ο Θεός αποφάσισε να ξεδιπλώσει στην ιστορία ένα σχέδιο που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ειρηνικής και αρμονικής συμβίωσης των ανθρώπων. Το γεγονός ότι το σχέδιο αυτό λαμβάνει χώρα δημόσια στο πεδίο της Ιστορίας και όχι έξω απ’ αυτήν καθιστά την παρουσία και την μαρτυρία της χριστιανικής Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο αναγκαία για την κήρυξη του ευαγγελίου, των καλών νέων χωρίς καμιά διάθεση επιβολής αλλά με απόλυτο σεβασμό στην ελευθερία του άλλου, όπως ο ίδιος ο Θεός αποδέχθηκε και σεβάστηκε το ξεστράτισμα το λαού του χωρίς διάθεση πειθαναγκασμού και εξουσιαστικής επιβολής αλλά με συγχωρητικότητα και αγάπη. Επομένως η αποκαλυπτική αφετηρία της χριστιανικής πίστης δεν συνάδει σε καμιά περίπτωση προς την νεωτερική αξίωση για ιδιώτευση και περιορισμό της θρησκευτικότητας στην ιδιωτική σφαίρα καθώς σε μια τέτοια περίπτωση αυτο-ακυρώνεται ως πρόταση νοήματος ζωής που επιδιώκει καθολικότητα.

Β. Την ίδια στιγμή η ενανθρώπιση του ίδιου του Υιού του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού αναδεικνύει μια ακόμη θεμελιώδη παράμετρο που καθιστά θεμιτή την παρουσία της χριστιανικής θρησκείας στο δημόσιο χώρο. Ο ίδιος ο Χριστός, ως άνθρωπος δεν απευθύνθηκε στην ιδιωτική σφαίρα της ζωής των ανθρώπων, ούτε σε καμιά περίπτωση αξίωσε να οικειοποιηθεί την συγκαιρινή του κρατική εξουσία για να επιβληθεί, αλλά αντίθετα τόλμησε να μαρτυρήσει δημόσια το μήνυμα του Πατέρα του, να κηρύξει το ευαγγέλιό του, ως μια μεταξύ πολλών σωτηριολογική πρόταση στο πλαίσιο του ελληνορωμαϊκού κόσμου, με τέτοια μάλιστα παρρησία ώστε να υποστεί ο ίδιος την μήνιν και την καταδίκη της θρησκευτικής εξουσίας με την αρρωγή του κρατικού βραχίονα. Η ίδια η βιοτή του Ιησού Χριστού προβάλλει επομένως, ως το πλέον κατάλληλο παράδειγμα δημόσιας μαρτυρίας της πίστης με απόλυτο σεβασμό στην διαφορετικότητα και συνύπαρξη των ποικίλων επιμέρους κοσμοθεωρήσεων.

Ακολουθώντας το πρότυπο αυτό, η Εκκλησία Του ως το Σώμα του οφείλει να μαρτυρεί την μόνιμη Παρουσία του στον κόσμο, προσφέροντας στον δημόσιο χώρο απροκατάληπτα και χωρίς φόβο ή πάθος αλλά με ακόρεστη αγάπη και σεβασμό στον άλλο, το ευαγγέλιο της σωτηρίας, σύμφωνα με τον λόγο Εκείνου: «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν». Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι η Εκκλησία μας (κλήρος και λαός) θα συνειδητοποιήσει έστω και καθυστερημένα την υφιστάμενη μεταβολή του κοσμοειδώλου, θα υπερβεί την εμμονή της σε προνεωτερικές μορφές συγκρότησης της κοινωνίας και θα σαρκώσει στο εκάστοτε νυν της ιστορίας το πνεύμα κένωσης, αυτοπροσφοράς και απόλυτου σεβασμού του άλλου, όπως μας δίδαξε ο Κύριος μας.

Γ. Η σαρκωτική αυτή λογική που οφείλει να διατρέχει και να χρωματίζει σύνολη τη χριστιανική ύπαρξη οδήγησε και εξακολουθεί, αν και όχι πάντοτε φανερά, να οδηγεί στην δημιουργία κορυφαίων εκφράσεων πολιτισμού, στην ιστορική ανάδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας ολόκληρων εθνών, στην διαμόρφωση ενός διαχρονικού ηθικού αξιακού πολιτισμού, που βρίσκεται στον πυρήνα της ευρωπαϊκής κουλτούρας, έστω κι αν συνειδητά ή ασυνείδητα η Ευρώπη επιχειρεί στις μέρες μας να λησμονήσει την χριστιανική της ταυτότητα. Ωστόσο αξίες, όπως η θρησκευτική ανεξιθρησκεία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κοινωνική αλληλεγγύη, η αγάπη προς τον πλησίον κ.ά μαρτυρούν ότι στο υπόβαθρο του δυτικού πολιτισμού βρίσκεται η χριστιανική παράδοση. Στην προοπτική αυτή η συζήτηση που ξεκίνησε πρόσφατα στην Ευρώπη σχετικά με τη θέση των θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία, αλλά και ευρύτερα στα δημόσια καταστήματα, με αφορμή την υπόθεση Seler (Εσταυρωμένου) στην Ιταλία, θα μπορούσε να κατανοηθεί καλύτερα μέσα από μια άλλη προοπτική. Η σάρκωση της ευαγγελικής αλήθειας στον εκάστοτε τόπο και χρόνο δημιουργεί πολιτιστικά επιτεύγματα και θρησκευτικά σύμβολα, που αναδεικνύουν τις θεμελιακές αξίες του δυτικού πολιτισμού και σε καμιά περίπτωση δεν επιβάλλουν ή διακηρύτουν μια ορισμένη θρησκευτική πεποίθηση. Για παράδειγμα θα μπορούσε πράγματι να ισχυριστεί κανείς με σοβαρότητα ότι η εθιμική παρουσία του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες προσβάλλει το θρησκευτικό συναίσθημα αλλόδοξων μαθητών, όταν αυτό που προβάλλεται δεν είναι η ορθόδοξη πίστη (πως θα μπορούσε άλλωστε να συμβαίνει κάτι τέτοιο μακριά από το λειτουργικό-ευχαριστιακό πλαίσιο που είναι ο φυσικός χώρος μιας εικόνας) αλλά καταρχάς το πρότυπο της αυτοθυσίας και της απροϋπόθετης αυτοπροσφοράς και αλληλεγγύης, ένα πρότυπο που φαντάζει σήμερα πολύ περισσότερο από κάθε άλλη εποχή ιδιαίτερα χρήσιμο και επείγον στην περίπτωση της χώρας μας;

Χρειάζεται επομένως κι εδώ μια ιδιαίτερα προσεκτική ανάγνωση και του θέματος της παρουσίας των θρησκευτικών συμβόλων στον δημόσιο χώρο μακριά από ιδεολογικές αγκυλώσεις που απλά αναμασούν παρωχημένα θετικά ή απορριπτικά επιχειρήματα, καθώς είναι εξάπαντος σαφές ότι κάθε σύμβολο, πολύ δε περισσότερο το θρησκευτικό σύμβολο, αποτελεί όχι καταρχάς ιδεολογική κατασκευή αλλά μια πολιτισμική έκφραση και οργανική όσμωση με τις επιμέρους πτυχές του συλλογικού βίου των ανθρώπων. Ιδιαίτερα δε η παρουσία τέτοιων συμβόλων σε εκπαιδευτικούς χώρους καλείται να διαδραματίσει ρόλο ενοποιητικό, καλλιεργώντας όχι απλά μια παθητική ανοχή έναντι του άλλου, αλλά την ενεργητική αρμονική συνύπαρξη, ουσιαστική αλληλογνωριμία, αλλά και τον κριτικό διάλογο μεταξύ των διαφορετικών παραδόσεων.

Δ. Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία, ως κοινότητα αντλεί την ταυτότητά της από την ερχόμενη Βασιλεία. Πρόκεται για μια πρόταση που αναδεικνύει δύο εξέχοντα γνωρίσματα της προσωπικής και συλλογικής εκκλησιαστικής υπάρξεως. Σύμφωνα με ένα αρχαίο λατινικό ρητό «ένας χριστιανός σημαίνει κανένας χριστιανός». Το ρητό αυτό επιθυμεί να υποδηλώσει τον κοινωνιακό-σωματειακό χαρακτήρα της χριστιανικής πίστης, η οποία στέκεται στον αντίποδα κάθε ατομοκεντρικής, εγωιστικής και συχνά ψυχοπαθολογικής ιδιωτικοποίησης της θρησκευτικότητας. Η Εκκλησία αποτελεί έναν οργανισμό που θεμελιώνεται στο μοντέλο της κενωτικής και θυσιαστικής ζωής του Ιδρυτή και Κυρίου της Ιησού Χριστού και αποτελεί Εκκλησία στο βαθμό που συγκροτείται ως κοινότητα προσώπων στο κοινό ευχαριστιακό δείπνο, όπου υπερβαίνονται κάθε είδους αποκλεισμοί που βασίζονται σε φυλετικά, κοινωνικά κ.ά κριτήρια. Επομένως η Εκκλησία όχι μόνο δεν μπορεί να αντιτίθεται στον δημόσιο χώρο, φοβούμενη τάχατες την ισότιμη αναμέτρηση με τις όποιες άλλες κοσμοθεωρίες, αλλά αντίθετα σε ορισμένο βαθμό λειτουργεί στον πυρήνα της με τη λογική του δημοσίου χώρου, καθώς κάθε μέλος της διαθέτει παρρησία απέναντι στους ισότιμους αδελφούς του αλλά και έναντι του Θεού και το μοναδικό κριτήριο για την ύπαρξή της είναι η αμοιβαιότητα, η αγάπη, η συγχωρητικότητα και η ελευθερία μεταξύ τους.

Την ίδια στιγμή η εσχατολογική ταυτότητα της Εκκλησίας την προφυλάσσει από τον διαχρονικό πειρασμό να εποφθαλμιά την κρατική αρωγή προκειμένου να επιβάλλει τις επιταγές της στο σύνολο της κοινωνίας. Στην περίπτωση αυτή οικειοποιείται παρωχημένες αυταρχικές νοοτροπίες καθώς θεωρεί ότι η εκκλησιαστική κοινότητα και η ευρύτερη σύγχρονη κοινωνία των πολιτών υποχρεούνται να ταυτίζονται και να αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Θα μπορούσε άραγε μια τέτοια θεώρηση να βρίσκεται στις προδιαγραφές του θείου σχεδίου για τη σωτηρία του ανθρώπου; Επομένως η εσχατολογική ένταση του «ήδη και όχι ακόμη», (ο Βασιλιάς ήρθε αλλά η Βασιλεία δεν έχει εγκαθιδρυθεί πλήρως ακόμη), διασώζει την εκκλησιαστική κοινότητα απο επικίνδυνες ατραπούς ουτοπικών θεωρήσεων και ανελεύθερων ιδεολογιών που τόσο κακό προκάλεσαν στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η Εκκλησία συνεχίζει να βρίσκεται καθ’ οδόν προς την ερχόμενη Βασιλεία που σημαίνει ότι διαρκώς οφείλει να μαρτυρεί την κατά Χριστόν αλήθεια όντας έτοιμη να θυσιαστεί, όπως Εκείνος, στο όνομα του αρχαιότερου νόμου που δημιούργησε ο Θεός για τον άνθρωπο, του νόμου της ελευθερίας. Η προσωπική ετερότητα και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο ως παράμετροι για την εύρυθμη λειτουργία του δημόσιου χώρου, αποτελούν καταστατικές αρχές για την ίδια την ύπαρξη της Εκκλησίας, στο βαθμό που αυτή οφείλει να είναι πόλος ενότητας και συνεκτικός κρίκος για ολάκερη την κοινωνία και σε καμιά περίπτωση υποκατάστατο της. Στην προοπτική αυτή όχι μόνο δεν νομιμοποιείται η απόσταση και η ανασφάλεια της Εκκλησίας έναντι του δημόσιου χώρου αλλά αντίθετα καθίσταται αναγκαία η παρουσία της σ’ αυτόν, καθώς θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως υγιές ανάχωμα (ως ο κατάλληλος θεματοφύλακας) απέναντι σε τάσεις που συχνά αναδύονται στην κοινωνία με αφορμή συγκυριακά γεγονότα (πρβλ. την ανάδυση της νεοναζιστικής ιδεολογίας στο πλαίσιο ή με αφορμή την πολύπλευρη κρίση που βιώνει η χώρα μας) και οι οποίες τάσεις θα επιθυμούσαν το γλίστρημα σε προνεωτερικά εξουσιαστικά μοντέλα οργάνωσης του ανθρώπινου βίου.

 

Αντι συμπερασμάτων

Στο πλαίσιο του σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους και της μετανεωτερικής δημοκρατίας η απαίτηση για ειρηνική συνύπαρξη των διαφορετικών ανθρώπων και η αποφυγή οπισθοδρόμησης στη θρησκευτική μισαλλοδοξία αποτέλεσε τον καταλύτη για τη διαμόρφωση ενός χώρου, όπου άπαντες θα διαθέτουν ισότιμη πρόσβαση στη δημόσια επιχειρηματολογία. Στη συνάφεια αυτή κορυφαίοι εκπρόσωποι της σύγχρονης πολιτικής σκέψης (λ.χ. Χάμπερμας) όχι μόνο δεν απορρίπτουν την παρουσία της θρησκείας στο δημόσιο χώρο αλλά πολύ περισσότερο τη θεωρούν επιβεβλημένη λόγω του φόβου, μήπως η απόσυρση της θρησκείας στην συχνά σκοτεινή ιδιωτική σφαίρα σημάνει ταυτόχρονα κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή αλλά και αποκοπή της κοσμικής κοινωνίας από σημαντικές πηγές δημιουργίας νοήματος και ταυτότητας. Το ζητούμενο επομένως σήμερα είναι οι θρησκείες, και ειδικότερα η Εκκλησία μας, να διαμορφώσουν τον αναγκαίο λόγο και την κατάλληλη πρακτική που θα συμβάλει αποφασιστικά στην εδραίωση και προστασία του δημόσιου χώρου, ως του κατεξοχήν τόπου όπου θα μπορεί να κηρυχθεί η ευαγγελική αλήθεια. Στην προκειμένη περίπτωση η γνωστή ευαγγελική φράση «Αποδότε ουν τα Καίσαρος Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ» (Ματ. 22,21) υποδηλώνει με τον καλύτερο τρόπο την υποχρέωση που έχουν οι χριστιανοί και η Εκκλησία να περιφρουρήσουν όχι μόνο την παρουσία τους στον δημόσιο χώρο αλλά και τον ίδιο τον χώρο αυτό, διαφορετικά υπάρχει ο κίνδυνος όχι απλά για επιστροφή στην ιδιωτική σφαίρα αλλά για γλίστρημα στον τόπο του α-νόητου της υπάρξεώς της, στο βαθμό που δεν θα μπορεί να νοηματοδοτεί τον πραγματικό βίο των ανθρώπων. Η παρουσία της Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο προϋποθέτει τον απολύτο σεβασμό στους όρους λειτουργίας του χώρου αυτού (δηλ. στην ιδεολογική, θρησκευτική και αξιολογική ουδετερότητα και αλληλοσεβασμό), και μόνο τότε αυτή η παρουσία νομιμοποιείται, όταν εξάπαντος ενσαρκώνει το σταυρικό ήθος του Ιησού Χριστού, ως λόγος μαρτυρίας για την Καινή Κτίση αλλά και λόγος διαμαρτυρίας απέναντι σε κάθε μορφής κακό, αδικία, εξουσιασμό, αλλοτρίωση και εξαχρείωση της μοναδικότητας του ανθρώπινου προσώπου.

Related posts