27 Δεκεμβρίου, 2024

Σύγχρονη Οικονομική – Πνευματική κρίση, Πνευματικές και κοινωνικές διαστάσεις

Ομιλία Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου
σε Ἑσπερίδα του Τμήματος  Οικονομικών Επιστημών
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
31.3.2011

 

Αφού εκφράσω τις οφειλόμενες ευχαριστίες μου προς τους διοργανωτές για την τιμητική πρόσκληση και το προνόμιο να συμμετέχω σ  αυτή την Στρογγυλή Τράπεζα, θα ήθελα να στρέψω το βλέμμα σας σ  ένα σύνθημα που θαρρώ πως και εσείς θα έχετε δει γραμμένο σε κάποιο τοίχο: «κράτος εκκλησία, ίδια εξουσία». Δεν έχω πρόθεση να σχολιάσω την προέλευσή του, ούτε να υπεισέλθω στο περιεχόμενό του. Με έχει προβληματίσει όμως το υπόβαθρο αυτής της σκέψης, που νομίζω ότι παραπέμπει, επιτρέψτε μου να πω, σε μία παγιωμένη αντίληψη. Μια αντίληψη που κρατάει καλά στη σκέψη πολλών νεοελλήνων, σύμφωνα με την οποία το κράτος είναι δεκανίκι της Εκκλησίας και η τελευταία θεραπαινίδα της κρατικής εξουσίας. Μια τέτοια εκκλησία, λοιπόν, δι’  ενός εκπροσώπου της, τι έχει να πει για την οικονομική κρίση;

Αν βρίσκομαι απόψε μαζί σας για να καταθέσω μερικές σκέψεις προσέγγισης των κοινωνικών και πνευματικών διαστάσεων της ποικιλόμορφης κρίσης της σύγχρονης Ελλάδας, είναι διότι δεν πιστεύω σε μια τέτοια Εκκλησία. Ασφαλώς (για να μιλήσω αυτοκριτικά) στην ιστορική της διαδρομή, πρόσωπα και καταστάσεις δικαίωσαν την παραπάνω εξουσιαστική αντίληψη για την Εκκλησία. Ωστόσο, προσπαθώ να μη λησμονώ ότι η Εκκλησία, την οποία διακονώ και δεν αντιπροσωπεύω, συνεχίζει το έργο του Ιησού Χριστού στον κόσμο. Το συνεχίζει και δεν το υποκαθιστά ούτε το διορθώνει, για να θυμηθώ τον Ντοστογιέφσκι[1]. Το έργο του Χριστού ήταν κάλεσμα στην αγάπη του Θεού, που για να τη βιώσει ο άνθρωπος χρειάζεται πίστη σ’  Eκείνον που τον υπερβαίνει, ταπείνωση και μετάνοια.

Οι εισαγωγικές αυτές σκέψεις δεν είναι άσχετες με το θέμα. Και τούτο διότι είναι πλέον κοινός τόπος ότι η «ελληνική οικονομική κρίση» είναι πρωτίστως κρίση πνευματική, ηθική η αξιακή. Με άλλα λόγια είναι κρίση ανθρωπολογική. Και εδώ θα επικεντρωθεί η δική μου συμβολή στη συζήτηση, δηλαδή στη σημασία του ανθρώπινου προσώπου, καθώς τούτο εμπίπτει στην αποστολή της εκκλησίας. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο και έγινε άνθρωπος ακριβώς για να αναζητήσει τον πλανώμενο άνθρωπο. Και στο βαθμό που η Εκκλησία είναι πιστή σ’ αυτήν της την αποστολή και δεν εκπίπτει σε «κρατικό μόρφωμα» ή σε εθνοσωτήριο παράγοντα, όπως έχει κατηγορηθεί, δύναται να αρθρώσει λόγο για τη σημερινή κατάσταση της κοινωνίας μας.

Εδώ και δύο περίπου χρόνια, το ζήτημα της οικονομικής κρίσης συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο του ευρύτερου προβληματισμού τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας. Οι λαοί και οι κυβερνήσεις τους φαίνεται ότι βρίσκονται αντιμέτωποι με μία περίπλοκη κρίση, που οδηγεί σε οριακές καταστάσεις. Στην πατρίδα μας βιώνουμε ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα μια όντως δύσκολη κατάσταση, η οποία προκαλεί ποικίλες και αλυσιδωτές αντιδράσεις. Οι τελευταίες δημιουργούν εύλογο προβληματισμό για την κοινωνική συνοχή και συμπόρευση του λαού μας. Η πολιτική εξουσία και ο επιχειρηματικός κόσμος υιοθετούν και εφαρμόζουν προτάσεις και αποφάσεις, που είναι συχνά ανατρεπτικές αλλά και οπωσδήποτε οδυνηρές για την καθημερινή βιωτή των ανθρώπων. Ωστόσο, αν και δεν είναι αρμοδιότητα δική μας να τις κρίνουμε, δεν φαίνεται ότι αποτελούν αποκλειστική πρόταση για την απόπειρα υπέρβασης της κρίσης και την περαιτέρω πορεία.

Πρόσφατα γράφηκαν τα εξής: «Μια οικονομική κρίση είναι εξ ορισμού κρίση αξιών. Κι αν οι αξίες είναι μόνο οικονομικές, τότε είναι μάλλον βέβαιο πως η λύση του προβλήματος θα ήταν και απλούστερη, πιο απτή εν πάση περιπτώσει. Όμως, η σημερινή κρίση μοιάζει να συμπαρασύρει ολόκληρο το οικοδόμημα της ευρωπαϊκής Ελλάδας: το πολιτικό σύστημα παραπαίει, η εκπαίδευση είναι ανύπαρκτη, η ζωή γίνεται όλο και πιο επισφαλέστερη, η αβεβαιότητα και ο φόβος του προσκαίρου υπονομεύουν κάθε απόπειρα δημιουργίας.»2 Οι διαπιστώσεις αυτές, που ανήκουν στον δοκιμιογράφο Τάκη Θεοδωρόπουλο, βρίσκουν σύμφωνους, όπως πιστεύω, τους περισσοτέρους από μας. Η κατάσταση είναι τόσο αποκαρδιωτική, που μπορεί να οδηγήσει στην απόλυτη απελπισία. Όμως δεν θα θέλαμε να προσεγγίσουμε έτσι τα πράγματα. Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι η μεγαλύτερη επιτυχία του διαβόλου είναι να οδηγήσει τον άνθρωπο στην πλήρη απελπισία, αφού τον πείσει ότι δεν υπάρχει καμιά ελπίδα σωτηρίας, ότι ο Θεός τον έχει διαγράψει. Αυτή η λογική, όμως, ακινητοποιεί και νεκρώνει. Πολλές φορές, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά, αποφασίζουμε να μην κάνουμε τίποτα. Και αυτό είναι το τραγικότερο λάθος μας.

Η εισήγηση αυτή δεν αποτελεί βέβαια μία τεχνικο-οικονομική προσέγγιση σε επίπεδο λογιστικό και αριθμών του όλου προβλήματος (χωρίς βέβαια να υποτιμάται μια τέτοιου είδους έρευνα). Επιδίωξή της είναι να φανερώσει ότι υφίσταται πράγματι εναλλακτική πρόταση διαχείρισης της κρίσης, προς όφελος του ανθρώπου, μακριά από ιδεολογικές και άλλες αγκυλώσεις. Η Εκκλησία του Χριστού έχει λόγο για τη σημερινή κρίσιμη κατάσταση, διότι δεν έπαψε να αποτελεί σάρκα του κόσμου, μέρος της ιστορίας. Γι  αυτό, οφείλει, κηρύττοντας «Ιησούν Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον»3, να επιδιώκει τη διαρκή και ανακαινιστική ενσάρκωση του Λόγου του Θεού στο εκάστοτε εδώ και τώρα του ιστορικού και κοινωνικού περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, όντας εντός του κόσμου αλλ’  «ουκ εκ του κόσμου τούτου»4, η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να φροντίζει, με κάθε δυνατό τρόπο, τον κόσμο, για τη σωτηρία του οποίου υφίσταται και εργάζεται.

Πολύ συχνά, τον τελευταίο καιρό, διαβάζουμε και ακούμε, από τα όσα γράφονται και λέγονται για την οικονομική κρίση, και φωνές συνετές που με ειλικρινή διάθεση αυτοκριτικής θίγουν τα χρονίζοντα «κακώς κείμενα» στην ελληνική κοινωνία. Εδώ και δεκαετίες στον τόπο μας διαπιστώνεται από ποικίλες πλευρές μια παθογένεια σύνολης της δημόσιας ζωής, με δεσπόζοντα στοιχεία τον ατομικισμό, την έκνομη δραστηριότητα, την αποθέωση του πλουτισμού, την τάση επίδειξης και την ηθική εξαχρείωση, τη ρηχότητα και αδιαφορία, την ιδιώτευση και τον «ωχαδερφισμό», τη διαφθορά και αναξιοκρατία, την έλλειψη αλληλοσεβασμού και τόσα άλλα. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, ιδιαίτερα τα τελευταία τριάντα χρόνια, μετά την μεταπολίτευση και την ένταξή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, επαναπαυτήκαμε στις δάφνες μας. Ξεχαστήκαμε και νομίσαμε ότι θα μπορούσαμε να απολαμβάνουμε χωρίς να δουλεύουμε. Και αναλογίζομαι ότι το μεγαλύτερο κακό προήλθε από την εμπέδωση της βιοθεωρίας ότι μπορείς να επιτύχεις και να απολαμβάνεις χωρίς κόπο, θυσία, δουλειά. Αυτό δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Μια διαφήμιση της coca-cola το διακήρυττε ρητά: χρήματα χωρίς δουλειά, σχέσεις χωρίς θυσίες, επιτυχία χωρίς κόπο, δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις. Στην Ελλάδα, όμως, αυτή η νοοτροπία απέβη η κυρίαρχη ιδεολογία. Γι΄  αυτό και αρχίσαμε να ζούμε με δανεικά, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Προσπαθήσαμε να βολέψουμε τα παιδιά μας στο δημόσιο. Θεωρούσαμε όποιον φοροδιαφεύγει, κλέβει, εξαπατά, παρανομεί, απαιτεί και φωνασκεί, έξυπνο, καταφερτζή και, επιτρέψτε μου τη λέξη, «μάγκα».

Σ’ αυτή τη σχολή φοίτησαν και τα παιδιά μας με ιδιαίτερη δασκάλα την τηλεόραση. Αλήθεια, η σημερινή τηλεόραση των καυγάδων περί όνου σκιάς, του κουτσομπολιού, της διαλυμένης οικογένειας, της λεξιπενίας, της ψυχαγωγίας τύπου «μπουζουξίδικου», παρουσιάζει με τόση ενάργεια όλο το κατάντημά μας. Όλοι ανεξαιρέτως εθιστήκαμε στην αξία του εύκολου πλουτισμού και μιας αιώνιας, όπως νομίσαμε, ευδαιμονίας. Όπως έλεγε σοφά ο Γέροντας Παΐσιος, βάλαμε στη ζωή μας τόσες ευκολίες και όμως, την κάναμε τόσο δύσκολη. Τώρα πλέον βιώνουμε τις συνέπειες των επιλογών μας. Ποιός νοιάστηκε όμως για την αφύπνιση της κοινωνίας;

Ο λεγόμενος πνευματικός κόσμος, πλην εξαιρέσεων, δεν ξέφυγε από τα επιφαινόμενα και δεν προχώρησε στην ουσία των προβλημάτων μας, που είναι ο άνθρωπος και η νοηματοδότησή του. Οφείλω, όμως, να ομολογήσω ότι και η Εκκλησία, από ανθρώπινης βέβαια πλευράς, υστέρησε, μη έχοντας πολλές φορές τη δυνατότητα να δώσει ένσαρκη, έμπρακτη, απτή, φωτεινή μαρτυρία της πρότασης ζωής που κομίζει. Μια πρόταση που πηγάζει από το Ευαγγέλιο και πραγματώνεται στη ζωή των αγίων, δηλαδή των φίλων του Θεού.

Η ποιμαίνουσα Εκκλησία, πρέπει να σημειώσουμε, έκανε την αυτοκριτική της, όταν τον περασμένο Οκτώβριο ασχολήθηκε με το ζήτημα της σύγχρονης κρίσης κατά την τακτική σύγκληση της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσουμε τις δυσλειτουργίες και τις ελλείψεις μας, ως προς την ανθρώπινη πάντοτε παρουσία της Εκκλησίας, και κατόπιν να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν τούτες τις κρίσιμες στιγμές. Αναρωτηθήκαμε: Τι απέγινε το ορθόδοξο ήθος του λαού μας; Πόσο υστερήσαμε σε παραδείγματα ζωής και στην εμπέδωσή τους στην καθημερινή ζωή όλων μας; Είναι αλήθεια ότι η Εκκλησία λειτούργησε πιο πολύ σαν θεσμός και λιγότερο ως Σώμα Χριστού. Μεταβλήθηκε σ’ ἕνα σύστημα αυτοαναφορικό και κλειστό, που πορεύεται χωρίς να αφουγκράζεται την πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας ένα λόγο συχνά ξύλινο και ακατανόητο. Και ακόμη, δίχως να αντιλαμβάνεται τις ριζικές αλλαγές, που έχουν συντελεσθεί σε επίπεδο πρώτα κοινωνικό, όπως η πολυπολιτισμική σύνθεση της κοινωνίας, έπειτα σε οικονομικό, όπως το πέρασμα από την αγροτική πραγματικότητα στην ελεύθερη αγορά, και τέλος σε επίπεδο και πνευματικό, όπως  η ανάδειξη του εαυτού και του ατομικού εγώ έναντι κοινωνικών μοντέλων. Και ενώ συχνά πασχίζουμε με ζήλο να δημιουργήσουμε υποδομές και να προσφέρουμε πολύπλευρο κοινωνικό έργο, πολλές φορές τα εγχειρήματά μας παραμένουν άχρωμες και χωρίς πνοή χειρονομίες, οι οποίες απλώς επιζητούν να συνδράμουν τόσο στην αυταρέσκειά μας, όσο και στην κρατική πρόνοια. Έτσι, όμως, δεν αναδεικνύεται μια διαφορετική προοπτική, που να πείθει ότι ο χριστιανός είναι το «άλας» του κόσμου, το απαραίτητο εκείνο στοιχείο που τον διαφοροποιεί από κάθε άλλο κοσμικό η θρησκευτικό άνθρωπο.

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να επισημαίνουμε τις ελλείψεις και την αποτυχία μας. Αν καταγράφουμε τα κακώς κείμενα, είναι όχι για να εγκλωβιστούμε απελπιστικά σ’ αὐτά αλλά για να συνειδητοποιήσουμε τι πρέπει να αλλάξουμε. Το πρώτο βήμα για τη διόρθωση είναι πάντα η αποδοχή των σφαλμάτων μας. Και από αυτό πάσχει θανάσιμα η εποχή μας. Αρνείται πεισματικά να αναλάβει την ευθύνη της. Δείτε πως προσπαθούμε να βρούμε εξιλαστήρια θύματα. Πώς βαυκαλιζόμαστε ότι οι άλλοι φταίνε για το κατάντημά μας. Πώς αυτοδικαιωνόμαστε ότι η πολιτική εξουσία, η Ευρώπη και το ΔΝΤ είναι οι αιτίες της κακοδαιμονίας μας. Ξεχνούμε ότι εμείς επιλέγουμε τους άρχοντές μας (πράγματι με τι κριτήρια το κάνουμε;), ότι καρπωθήκαμε πλουσιοπάροχα τα ευρωπαϊκά εμβάσματα, ότι η διαφθορά δεν είναι μια αφηρημένη έννοια αλλά ότι ενσαρκώθηκε από τους ανθρώπους αυτής της χώρας, από εμάς.

Ένας ασκητής Άγιος λέγει ότι αυτός που έχει γνωρίσει τον εαυτό του είναι ανώτερος από αυτόν που μπορεί να αναστήσει νεκρούς5. Και αυτό μας χρειάζεται πρώτα-πρώτα: το να αναγνωρίσουμε τα σφάλματά μας, να συνειδητοποιήσουμε την κατάντια μας. Είναι πρωταρχική ανάγκη η συγκαιρική εθνική αυτογνωσία, το παρ΄ αρχαίοις «γνώθι σαυτόν». Να απαγκιστρωθούμε από τις συλλογικές μας εμμονές και τους μύθους, που χρόνια ολάκερα ορίζουν το γίγνεσθαι στον τόπο μας. Για να το πούμε αλλιώς, να παραδεχθούμε την ηθική διάσταση της κρίσης.

Είναι παρήγορο ότι θύραθεν φωνές, όπως αυτή του συγγραφέα που προαναφέραμε, αναδεικνύει αφοπλιστικά την ηθική διάσταση: «Η Ελλάδα που οδηγήθηκε στην πανωλεθρία είναι μια χώρα που ερήμωσε ηθικά. Πολύ πριν ερημώσει οικονομικά, παραδόθηκε στην επικράτεια του κυνισμού, που τη μετέτρεψε σ’ αυτό το μικροχώραφο της σημερινής κοινωνικής αδιαφορίας.»6. Και επειδή μιλούμε για ηθική, μια λέξη φορτωμένη με τόσα σημαινόμενα, είναι χρήσιμο να πούμε ότι κατά την ορθόδοξη άποψη, σε αντίθεση με αυτή του δυτικού χριστιανισμού που επικράτησε και στα καθ’ ημάς, η ηθική μαρτυρεί το δόγμα της πίστης και το δόγμα καθρεφτίζει το ήθος. Δογματική και Ηθική έχουν κοινή προέλευση, είναι όψεις του αυτού νομίσματος, που είναι η αποκάλυψη του Θεού. Δυστυχώς, φτάσαμε άλλα να πιστεύουμε και άλλα να κάνουμε.

Είναι γνωστή η κινέζική παροιμία που λέγει ότι αντί να καταριέσαι το σκοτάδι άναψε ένα κερί. Αρκεί να έχεις ένα κερί και να ξέρεις να το ανάψεις. Θέλω να σας πω, χωρίς καμία αμυντική διάθεση, ότι η Εκκλησία είναι αυτό το κερί που αν ανάψει στη ζωή μας θα δώσει φως, όραμα που τόσο λείπει, έξοδο από το πανθομολογούμενο αδιέξοδο. Και αυτή η Εκκλησία δεν είμαι ούτε εγώ ούτε οι κατά τεκμήριο «καλοί χριστιανοί». Η Εκκλησία αυτή είναι ο Χριστός, οι άγιοι και όσοι αγωνίζονται να τους μοιάσουν. Χάρη σ’ αυτούς οι χριστιανοί τολμάμε να ελπίζουμε, διότι η δική μας η ελπίδα δεν είναι ιδέα, είναι θέα, είναι το πρόσωπο του Χριστού.

Εντούτοις, είναι λυπηρό ότι, εν πολλοίς σήμερα, οι ταγοί μας πιστεύουν πως με τη βοήθεια της ευρωπαϊκής τράπεζας και του ΔΝΤ και με τα επώδυνα μέτρα δε θα λύσουμε μόνο τα τρέχοντα και άμεσα προβλήματα οικονομικής ρευστότητας αλλά και ότι ταυτόχρονα θα απαλλαγούμε από την παγιωμένη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία, θα εκλείψει η αναξιοκρατία και ο νεποτισμός, θα διορθωθεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα, θα πάψουν να επιβάλλονται σε κάθε χώρο οι συντεχνίες και τα μικροσυμφέροντα. Για να δανειστώ και πάλι τα λόγια του δοκιμιογράφου Τάκη Θεοδωρόπουλου από το εξαιρετικό κείμενό του με τίτλο «Το μηδέν του ενός»: «Αυτά εμείς οφείλουμε να τα κάνουμε και για να τα κάνουμε οφείλουμε πριν από όλα να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη να τα κάνουμε. Την ανάγκη να αλλάξουμε ριζικά, να πετάξουμε στα σκουπίδια όλη αυτή τη μετριότητα που καταπλάκωσε όποιο δημιουργικό αντανακλαστικό εμφανίστηκε στην Ελλάδα τα τελευταία σαράντα χρόνια.»7 Αυτό που προτείνει ο Θεοδωρόπουλος είναι όσα δηλώνει η εκκλησιαστική λέξη μετάνοια. Ανάγκη μετάνοιας, αλλαγής, δηλαδή, νου, νοοτροπίας, πλεύσης είναι το μήνυμα που εκπέμπουν όσοι έχουν την ευαισθησία να δουν την ουσία των πραγμάτων. Αυτή τη μετάνοια διδάσκει η Εκκλησία του Χριστού δύο χιλιάδες χρόνια τώρα. Και τονίζει το εφικτό της μετάνοιας, αρκεί να υπάρξει η συνειδητοποίηση της ανάγκης της και η θέληση. Για το Χριστό δεν έχει σημασία το τι είσαι αλλά το τι μπορείς να γίνεις. Σκεφθείτε ο ληστής που σταυρώθηκε μαζί με το Χριστό ήταν ένας κοινός εγκληματίας και όμως χάρη στο «μνήσθητί μου», που είπε, είναι, σύμφωνα με το λόγο του Ιησού, ο μόνος σίγουρος κάτοικος του παραδείσου. Η μετάνοια χρειάζεται και κάτι ακόμα. Είναι η αποδέσμευση από το ενοχικό παρελθόν και η σταθερή απόφαση να κοιτάξεις μπροστά και όχι πίσω στα λάθη σου. Ο Απόστολος Παύλος έχει γράψει μία δυνατή φράση «ξεχνώ αυτά που είναι πίσω μου και κάνω ό,τι μπορώ για να φτάσω αυτά που βρίσκονται μπροστά μου»8.

Στην περίπτωσή μας, όμως, η αλλαγή σημαίνει και μία επιστροφή όχι στα λάθη μας αλλά στο καλό παρελθόν μας. Κάτω από το βάρος της σοβούσης κρίσεως παρατηρούμε ότι έρχονται στο προσκήνιο λέξεις, σχεδόν αποκηρυγμένες άλλοτε, όπως αξίες, ιδανικά, παράδοση, καλλιέργεια, πατρίδα. Θεωρούμε ότι αυτό ανήκει στις θετικές συνέπειες της κρίσης. Χαιρόμαστε διότι πολλοί συμμερίζονται την ανάγκη επιστροφής στις αξίες και τα ιδανικά που χαρακτήριζαν του Έλληνες, στην ελληνικότητά μας, που ανταλλάξαμε αντί πινακίου φακής. Είναι επιτακτική όσο ποτέ άλλοτε η εκ νέου ανακάλυψη της ορθόδοξης πίστης και της ελληνικής παράδοσης που υπήρχαν στην εγχώρια κοινωνική και πνευματική μας ζωή, προτού την ισοπεδώσει το εκκοσμικευμένο «life style». Επειδή φρονούμε ότι δεν αρκεί να καταγράφουμε την παθογένεια και τα συμπτώματα δίχως να προβάλουμε τρόπους θεραπείας, στη συνέχεια θα προτείνουμε δυνατότητες αλλαγής, αναθεώρησης σε συγκεκριμένους τομείς.

 

1.      Ο άνθρωπος

Όπως τονίσθηκε στην αρχή και διαφάνηκε από τα παραπάνω, στην καρδιά του προβλήματος, που λέγεται κρίση, είναι ο άνθρωπος. Είμαι πεπεισμένος ότι αν ο άνθρωπος ιδωθεί στις πραγματικές του διαστάσεις, όπως τις προσδιορίζει η χριστιανική ανθρωπολογία, θα ανατραπούν άρδην οι πνευματικές και κοινωνικές διαστάσεις της κρίσης. Για την ορθόδοξη άποψη, ο άνθρωπος είναι δημιούργημα του Θεού, ελεύθερο, μοναδικό και ανεπανάληπτο με ψυχή και σώμα και με αιώνια προοπτική. Ο Θεός τον έθεσε βασιλιά και διαχειριστή του κόσμου, και του έδωσε τη δυνατότητα να Τον αγαπήσει ή να Τον απορρίψει. Η επίγνωση αυτή μπορεί να δώσει στον άνθρωπο αξιοπρέπεια και να τον κάνει να σεβαστεί τον κάθε άνθρωπο από όπου και αν προέρχεται, ό,τι και αν πιστεύει, να τον σεβαστεί, γιατί για μας είναι μια ζωντανή εικόνα του Θεού. Η θεώρηση του ανθρώπου ως προσώπου δεν επιτρέπει την έκπτωση σε άτομο. Σημασία δεν έχουν το έχειν και το φαίνεσθαι αλλά το είναι. Στην εποχή της εικόνας τα πάντα είναι για να φαίνονται˙ όμως πιο σημαντικό είναι αυτό που πράγματι είσαι.

Επίσης, η μετατροπή από hominem cogitantem σε μονάδα κατανάλωσης με ανύπαρκτες ανάγκες που συντηρούν απλά το σύστημα της αγοράς, είναι στο χέρι του καθενός να ακυρωθεί. Αν πιστεύαμε ότι ο άνθρωπος έχει ψυχή αιώνια, πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή μας; Φανταστείτε τη ζωή μας χωρίς shopping therapy, όταν αντλεί χαρά επειδή ζει και μπορεί να βλέπει τον άλλο. Και αυτό το ζούσαμε κάποτε και στον τόπο μας και όχι μόνο. Ενώ τον περασμένο αιώνα ο γάλλος φιλόσοφος Σαρτρ παραδέχονταν ότι ο άλλος είναι η κόλασή του9, λίγο νωρίτερα ένας άγιος στη Ρωσία, ο Σεραφείμ στην έρημο του Σάρωφ, αποκαλούσε όποιον άνθρωπο έβλεπε «χαρά μου». «Η ουσία της πνευματικής κρίσης είναι η απουσία νοήματος ζωής και ο εγκλωβισμός του ανθρώπου στο ευθύγραμμο παρόν, δηλαδή ο εγκλωβισμός του στο εγωκρατούμενο ένστικτο. Ένα παρόν χωρίς μέλλον, χωρίς όραμα. Ένα παρόν καταδικασμένο στο ανιαρό και μονότονο. Η μετατροπή της ζωής σ’ ένα χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο ημερομηνίες, αυτές, της γέννησης και της ταφής, με άγνωστο το μεταξύ τους διάστημα. Σε μία τέτοια προοπτική, το άσκοπο συναγωνίζεται το παράλογο και τον αγώνα τον κερδίζει πάντα το τραγικό. Όταν απευθύνεσαι σε νέους ανθρώπους και τους ερωτάς: «γιατί παιδί μου παίρνεις ναρκωτικά;» και σου απαντούν: «πέστε μου σεις γιατί να μην πάρω; Δεν ελπίζω τίποτα, δεν περιμένω τίποτα, η μόνη μου χαρά είναι όταν τρυπάω την ένεση και ταξιδεύω» ή όταν επισημαίνεις σε ένα νέο άνθρωπο ότι, παίρνοντας ναρκωτικά θα πεθάνει και εκείνος σου απαντά με ένα τραγικό χαμόγελο: «σεις δεν καταλαβαίνετε ότι εγώ παίρνω ναρκωτικά για να ζήσω», τότε αντιλαμβάνεσαι πόσο απίστευτα αληθινά και πόσο τραγικά επίκαιρα είναι τα παραπάνω λόγια. Αντί, λοιπόν, για νόημα ζωής κυνηγήσαμε την ευμάρεια, την καλοπέραση, την οικονομική ισχύ. Όταν, όμως, δεν υπάρχει άλλο όραμα ζωής πέρα από την κατανάλωση, όταν η οικονομική δύναμη και η επίδειξη της γίνεται ο μόνος τρόπος κοινωνικής καταξίωσης, τότε η διαφθορά είναι ο μόνος δρόμος ζωής, διότι διαφορετικά, αν δεν είσαι διεφθαρμένος, είσαι ανόητος. Έτσι σκέφθηκαν και έπραξαν πολλοί, έτσι φθάσαμε στη διαφθορά και της εξουσίας, αλλά και μέρους του λαού μας. Το ερώτημα – δίλημμα του Ντοστογιέφσκι «ελευθερία η ευτυχία;» το ζούμε πλέον σε όλη του την τραγικότητα10.

Ας απορρίψουμε όμως την πλαστή ευμάρεια και ας βρούμε την ευτυχία στην ευθύνη, την αγάπη, τον σεβασμό, στην ομορφιά, στην άσκηση. «Το αντίδοτο της κατανάλωσης ως τρόπου ζωής υπάρχει και αυτό είναι η άσκηση. Και εάν η κατανάλωση είναι το τέλος, γιατί η ζωή δεν έχει νόημα, η άσκηση είναι δρόμος, γιατί οδηγεί σε ζωή με νόημα. Η άσκηση δεν είναι στέρηση της απόλαυσης, αλλά εμπλουτισμός της ζωής με νόημα. Είναι η προπόνηση του αθλητή που οδηγεί στον αγώνα και στο μετάλλιο και αυτό το μετάλλιο είναι η ζωή που νικά το θάνατο, η ζωή που πλουτίζεται με την αγάπη. Η άσκηση είναι τότε οδός ελευθερίας, εναντίον της δουλείας του περιττού. Είναι αυτή η δουλεία που σήμερα μας ευτελίζει»11

 

2.      Η κοινωνία

Η αξία του προσώπου φανερώνεται πάντα στην κοινωνία, στη σχέση, στην αλληλεξάρτηση. Η λέξη πρόσωπο αυτό σημαίνει. Γίνεσαι πρόσωπο, δηλαδή άνθρωπος, την ώρα που συναντάς τον άλλο άνθρωπο. Το υπάρχειν ταυτίζεται με το κοινωνείν12. Στην Ελλάδα χάσαμε τις κοινότητες, αποξενωθήκαμε και πάθαμε κατάθλιψη. Μπορούμε, όμως, να ξαναβρούμε τη σύναξη, το αντάμωμα, αλλάζοντας π.χ. τον τρόπο που διασκεδάζουμε. Ένας νέος μου είπε ότι «όταν γυρίζω τα ξημερώματα από το κλαμπ, νιώθω άδειος και μόνος». Κάποτε, όμως, οι γονείς μας με το τίποτα έστηναν χορό και πανηγύρι και χαίρονταν που ήταν όλοι μαζί. Σε κάποιες ενορίες μας διοργανώνουν γεύματα, οικογενειακές συγκεντρώσεις, ακριβώς γιατί είναι υπαρκτική ανάγκη να μοιραζόμαστε τη ζωή μας. «Μακάριον εστί διδόναι η λαμβάνειν»13. Ό,τι κρατάμε για τον εαυτό μας το χάνουμε, ό,τι δίνουμε είναι αυτό που έχουμε πραγματικά. Η κοινωνία μας δεν θα διορθωθεί έτσι μαγικά. Για να γίνει όντως κοινωνία πρέπει να εφαρμόσουμε τον κοινοτικό, συλλογικό, αλληλέγγυο τρόπο ζωής, αφού πρώτα εκτιμήσουμε την αξία του ανθρώπου.

 

3.      Η Παιδεία

Όταν θα αναθεωρήσουμε το μοντέλο του ανθρώπου και της κοινωνίας θα αναγεννηθεί η ελπίδα για την Παιδεία. Και αυτό είναι το τρίτο στοιχείο στο οποίο θέλω να σταθώ. «Σήμερα ο άνθρωπος δικαίως ίσως τρέμει μήπως μειωθεί το εισόδημά του, αλλά δεν ανησυχεί το ίδιο για το έλλειμμα Παιδείας που αφορά στα παιδιά του.»14 Η Εκκλησία κατηγορείται ότι θέλει να παρεμβαίνει σε όλα. Μα πείτε μου, ποιό όραμα υπάρχει σήμερα για το νέο; Τι ανθρώπους θέλει να διαμορφώσει η σχολική αγωγή; Αλλά ακούμε μόνο για εκπαίδευση. Ξέρετε ότι εκπαίδευση λαμβάνουν και τα σκυλάκια. Δυστυχώς, θεωρήθηκε η ιστορία περιττή, ο σεβασμός στην πατρίδα ιδεοληψία, το θρησκευτικό μάθημα αναχρονισμός, η παρουσία ιερέα-εξομολόγου άχρηστη. Ποιό έρμα θα συγκρατήσει αυτά τα παιδιά; Οι νέοι μας πριν δύο χρόνια δικαίως επαναστάτησαν, αλλά, όμως, αυτή η διαμαρτυρία δεν τελεσφόρησε, ίσως διότι ήταν θολό το όραμά τους για την Παιδεία. Είναι λυπηρό ότι τα αιτήματα των εμπλεκομένων στην εκπαίδευση αφορούν μισθούς και δικαιώματα κεκτημένα. Δεν ακούμε για δικαιοσύνη, ανατροπή των ιδιοτελειών, ποιοτική αναβάθμιση αλλά αναμηρυκάζουν ό,τι τους έμαθε ο σημερινός πολιτισμός ως ζωή, δηλαδή την χωρίς κόπο και αγώνα καλοπέραση. Υπάρχει ωστόσο και δω ελπίδα. «Όπου και να θολώνει ο νους σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»15 μας συμβουλεύει ο Ελύτης. Στη λογοτεχνία και την ποίηση, στη γνώση της ιστορίας, στο παραδοσιακό και διαχρονικό ήθος του έλληνα, στο θρησκευτικό του βίωμα βρίσκεται το χαμένο αξιακό μας σύστημα. Ας αναδείξουμε τα πολιτισμικά μας κοιτάσματα και μακάρι να αξιοποιηθεί κάθε ελπιδοφόρα δύναμη. Γιατί όχι και η Εκκλησία;

Ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό παρενθετικά ένα σύντομο σχόλιο. Μας θλίβει τα τελευταία χρόνια η υποτίμηση της σημασίας και της προσφοράς της Εκκλησίας. Χωρίς να θέλω να εξιδανικεύσω πράγματα η να αμνηστεύσω τα ανθρώπινα λάθη, φαίνεται ότι επιζεί ένα μεταπολιτευτικό σύνδρομο που θέλει την Εκκλησία κατεστημένο, ένα φορέα οπισθοδρόμησης, και συντηρούνται μύθοι ώστε κάθε τι εκκλησιαστικό να χλευάζεται. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίφημη εκκλησιαστική περιουσία. Όλοι οι πολίτες είναι σίγουροι ότι η Εκκλησία κατέχει μία αμύθητη περιουσία, λίγοι, όμως, γνωρίζουν ότι από συστάσεως του ελληνικού κράτους το 96% αυτής της δήθεν τεράστιας περιουσίας έχει αφαιρεθεί από το κράτος σε διάφορες περιστάσεις. Και καλώς η Εκκλησία προσέφερε, έτσι οφείλει να κάνει, αλλά γιατί, διερωτώμαι, όλοι αναρωτιούνται: τι έκανε και τι κάνει η Εκκλησία; Ενημερωτικά καταγράφω ότι για το φιλανθρωπικό της έργο η Εκκλησία της Ελλάδος συνολικά δαπάνησε το 2010 περίπου το ποσό των εκατό εκατομμυρίων ευρώ (100.000.000)16 ενώ η τοπική μας Εκκλησία το ποσό των 2.859.210€. Στην Μητρόπολή μας, για παράδειγμα, προσπαθούμε να ανταποκριθούμε στις δύσκολες περιστάσεις προσφέροντας 1.200 και πλέον μερίδες φαγητού καθημερινά, με οικονομικά βοηθήματα, με φροντίδα για φυλακισμένους, άστεγους, φοιτητές, συμπαράσταση στα ιδρύματα με εθελοντές και, τελευταία, με την ίδρυση Συμβουλευτικού Σταθμού και Κοινωνικού Φαρμακείου, χάρη στη συνεργασία με τους φορείς της πόλης μας. Αυτά, όμως, η Εκκλησία καλώς δεν τα διαφημίζει αλλά αναγκάζεται, ενίοτε, εξαιτίας της παραπληροφόρησης να τα θυμίσει.

 

4.      Η Ευρώπη

Τελευταίος σταθμός στην πορεία της ανασυγκρότησής μας είναι η παρουσία μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Δεν θα ανοίξουμε το μεγάλο αυτό θέμα, θα αρκεσθούμε μόνο σε μία παρατήρηση. Είναι κοινή παραδοχή ότι η ελληνική κρίση είναι, από κοινωνική και πνευματική σκοπιά, και ευρωπαϊκή, ασχέτως αν η οικονομία τους διατηρεί την αντοχή της. Το οικοδόμημα της Ευρώπης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο με τα οικονομικά μέσα. Πολιτικά παραπαίει και υπαρξιακά αναζητεί την ταυτότητά της, αφού απαρνήθηκε τις χριστιανικές της καταβολές. Η χώρα μας έχει χρέος και μπορεί από το να είναι το παράδειγμα προς αποφυγή να γίνει ένας πνευματικός πνεύμονας στην πολυπολιτισμική και αποπροσανατολισμένη Ευρώπη. Να κομίσει πρόταση νοηματοδότησης του βίου, να διδάξει το φιλότιμο και την αλληλεγγύη, μακριά από ξενοφοβίες και ρατσισμούς, γιατί εγγενώς η ελληνικότητα κρύβει μέσα της την οικουμενικότητα.

 

Αγαπητοί μου,

 

Σκοπός της παραπάνω απόπειρας ανίχνευσης των πνευματικών και κοινωνικών διαστάσεων στάθηκε η ανάδειξη μιας ελπιδοφόρας προοπτικής, μέσα από την επισήμανση του λάθος δρόμου και τον επαναπροσδιορισμό της πορείας μας. Στο πνεύμα αυτό υποστηρίξαμε ότι η Εκκλησία, ιδωμένη απροκατάληπτα και χωρίς ιδεοληψίες, συνιστά την ελπίδα και ενότητα της κοινωνίας και τη νοηματοδότηση της ζωής του ανθρώπου. Η κρίσιμη αυτή εποχή επιβάλλει να υπερβούμε την αντίληψη που αναφέραμε στην αρχή και θέλει την Εκκλησία ως ένα συντηρητικό φορέα κοινωνικής ευταξίας, ταυτόσημο με την κρατική εξουσία. Η Εκκλησία, παρά τις υπαρκτές αλλοιώσεις αυτού του αυθεντικού της φρονήματος, μόνο ως διακονία μπορεί να νοηθεί, η οποία πρέπει πρωτίστως να επιτελεί την καθαρά πνευματική της αποστολή. Παράλληλα, όμως, παραμένει διαχρονικά η ενοποιός δύναμη του έθνους μας και η μάνα του λαού μας, χωρίς εθνικιστικές κορώνες και χωρίς να εξαντλεί το λόγο της ύπαρξής της σ  αυτό. Πόσο επιζήμιο θα είναι για το μέλλον αυτού του λαού η αποτίναξη κάθε στοιχείου της ορθόδοξης παράδοσης, ως μουσειακού απολιθώματος;

Η Εκκλησία στην Ελλάδα θα συνεχίζει το τεράστιο κοινωνικό της έργο, χάρη στους εθελοντές της, γιατί δεν μπορεί να μη συμπαρασταθεί στα χειμαζόμενα παιδιά της και γιατί για τον αληθινό χριστιανό κάθε έργο αγάπης είναι έκφραση και απόδειξη της πίστης του. Το φιλανθρωπικό έργο έρχεται να ανακουφίσει από τα συμπτώματα της οικονομικής κρίσης αλλά το πνευματικό-ιεραποστολικό προσφέρει κάτι ουσιαστικότερο: προσπαθεί να θεραπεύσει τις πνευματικές της αιτίες. Η υπέρβαση του προβλήματος βρίσκεται στη μεταμόρφωση του ανθρώπου και της κοινωνίας. Απαιτείται Παιδεία, επιστήμη, πνευματική καλλιέργεια, πολιτισμός. Όμως, οι αρχαίοι μας πρόγονοι, δια στόματος Σωκράτη, μας υπενθυμίζουν μία εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση: «πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής, πανουργία αλλ΄ ου σοφία φαίνεται».17 Δεν φτάνει η επιστήμη, μας χρειάζεται και αρετή. Η αρετή μας έχει αποκαλυφθεί στον ορθόδοξο τρόπο ζωής. Ας τον αξιοποιήσουμε και ας προσπαθήσουμε συλλογικά να μετανοήσουμε. Με τη στάση μας αυτή η κρίση θα καταστεί ευλογία και θα ευγνωμονούμε τον Θεό για την ευκαιρία που μας χάρισε.

Σας ευχαριστώ.

 

 

————————

1.Φ.Ντοστογιέφσκη, Αδελφοί Καραμαζώβ, (μτφρ Α.Αλεξάνδρου) τ. Β ,εκδ. ΓΚΟΒΟΣΤΗ, 1990 σ.158

2.Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Υπό το μηδέν», στο Υπό το μηδέν, τέσσερα σχόλια για την κρίση, εκδ. ΩΚΕΑΝΙΔΑ, 2010, σ.129-130

3.Α Κορ. 2,2

4.Ιωάν. 8,23

5.Αγιος Ισαάκ ο Σύρος, Οι Ασκητικοί Λόγοι, εκδ. Απόστολος Βαρνάβας, Αθήνα χ.χ. Λόγος Δ σ.133

6.Τ.Θεοδωρόπουλου οπ.π. σ. 103-104

7. οπ.π. σ.138

8.Φιλιπ.3,13

9.Ζαν Πωλ Σαρτρ, Κεκλεισμένων των θυρών («L’enfer, c’ est les autres»)

10.Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, «Η Εκκλησία απέναντι στη σύγχρονη κρίση», ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ 44, Νοέμβριος 2010

11.οπ.π.

12. βλ. Ηλ. Βουλγαράκη, Σχεδίασμα για την αγάπη, εκδ. Μαΐστρος, Αθήνα, 2004 σ.13 κ.εξ.

13.Πραξ.20,35

14.ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ, οπ.π.

15.Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 20033 , «Άξιόν Εστι», ΙΑ, σ. 157

16.βλ. Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, Η φιλανθρωπική διακονία της Εκκλησίας, ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ 45, Φεβρουάριος 2011

17.Πλάτωνος, Μενέξενος 247 a-c

Related posts