«Μεσότητι τῶν Νηστειῶν, τό Πανσέβαστον Ξύλον τούς πάντας εἰς προσκύνησιν προσκαλεῖται, τούς ὅσοι, τά ἑαυτῶν παθήματα, τοῖς τοῦ Χριστοῦ παθήμασι, ἀξίως συναφικνοῦσι. Δεῦτε πάντες οἱ πιστοί, προσκυνήσωμεν τό Ξύλον, τοῦ φρικτοῦ Μυστηρίου».
Μᾶς ἀξιώνει τό ἄπειρο ἔλεος καί ἡ φιλάνθρωπος συγκατάβαση τοῦ Ἁγίου Θεοῦ, ἀδελφοί μου, νά εὑρισκόμεθα στό μέσον τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Καί βιώνουμε ὅλοι μας τό ἐκκλησιαστικό συναίσθημα τῆς χαρμολύπης μέσα στήν εὐλογημένη καί κατανυκτική αὐτή περίοδο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μας ἔτους. Ὁ κόπος καί ὁ πνευματικός ἀγώνας εἶναι μεγάλος, ἡ προσπάθεια νά ἀνταποκριθοῦμε σέ ὅσα εὐλογημένα καί ἅγια προβάλλει αὐτές τίς ἡμέρες ἡ Μητέρα Ἐκκλησία μας, εἶναι ἐπίμονη καί ἐπίπονη. Οἱ πειρασμοί δυνατοί καί ὁ κίνδυνος τῆς κόπωσης ἐλλοχεύει.
Παράλληλα, ὁ ἀγώνας αὐτός δέν ἀποτελεῖ μόνον προσωπική μας ὑπόθεση. Ἡ πνευματική προκοπή, ἀλλά καί ἡ ἐνδεχόμενη ἀμέλεια ἤ ραθυμία τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς ἀντανακλᾶται σέ ὁλόκληρη τήν κοινωνία. Διότι τά πάντα πλέον ἀποδεικνύουν πώς ἡ κρίση, τήν ὁποία διερχόμεθα, οὔτε προεκλήθη οὔτε συντηρεῖται ἐκτός τῆς κοινωνίας. Ὁ καθένας μας ἔχει μερίδιο εὐθύνης καί ἄρα ὁ καθένας μπορεῖ, μέσω τῆς προσωπικῆς του ὡρίμανσης καί τῆς αὔξησης τῶν ἀρετῶν του, νά συμβάλλει σέ μία κοινωνική ἀναμόρφωση. Παράλληλα, ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία ἀναμένει ἀπό τόν καθένα μας ταπείνωση, συνέπεια καί ἐγρήγορση, προκειμένου νά στηρίξει τό ἱεραποστολικό της ἔργο ἐν μέσῳ νέων συνθηκῶν ἀλλά μέ διαχρονικό προορισμό τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ἔχουμε ἀνάγκη, λοιπόν, ἀπό τήν στήριξη καί τήν ἐνδυνάμωση, τήν εὐλογία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά συνεχίσουμε αὐτή τήν πνευματική πορεία τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ, τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης καί τῆς μυστικῆς ἀναδημιουργίας, δίνοντας συγχρόνως μαρτυρία ζωῆς στήν ταλαιπωρημένη ἀνθρωπότητα.
Καί νά, μπροστά μας σήμερα προβάλλεται ὁ Τίμιος Σταυρός τοῦ Κυρίου μας. «Προσέλθωμεν κεκαθαρμένοι, τῇ ἐγκρατείᾳ θερμῶς, προσπτυσσόμενοι ἐν αἰνέσει, Ξύλον τό Πανάγιον, ἐν ᾧ Χριστός σταυρούμενος, ἔσωσε κόσμον ὡς εὔσπλαγχνος».
Αὐτή εἶναι ἡ πρόσκληση τῆς Ἐκκλησίας μας. Πρόκληση νά προσέλθωμε καί νά προσκυνήσωμε τό Ζωηφόρο Ξύλο τοῦ Γολγοθᾶ, γιά νά ἀντλήσουμε δύναμη καί ἐλπίδα, πίστη καί ὑπομονή, καρτερία καί ἐπιστηριγμό. Τήν ὁδό αὐτή ἀνοίγει ἡ ἐγκράτεια, ἡ ὁποία δέν ἀποτελεῖ αὐτοσκοπό, ἀλλά μέσον προετοιμασίας, ὥστε νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Ζωηφόρου Σταυροῦ ἀπαλλαγμένοι ἀπό τό ἀχαλίνωτο σαρκικό φρόνημα καί ἕτοιμοι νά συμπορευθοῦμε μέ τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀπαρνήθηκε τό δικό Του θέλημα καί παραδόθηκε στό θέλημα τοῦ Πατρός Του.
Γνωρίζει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τήν ἀδυναμία τῆς σαρκός καί τό εὐμετάβλητο της θελήσεώς μας, γί αὐτό καί ἐπιδιώκει νά τήν σταθεροποιήσει καί νά τήν προσηλώσει στόν ἐπερχόμενο Γολγοθά, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τήν διαρκῆ διάσπαση στά ὁρατά καί στερώντας της τήν διαρκῆ ἱκανοποίησή της μέσω τῶν φθαρτῶν καί τῶν ματαίων.
Σέ ἕνα τροπάριο τῆς γ΄ Ὠιδῆς τοῦ Κανόνος τοῦ Ἁγίου καί Μεγάλου Σαββάτου, ὁ Ἱερός Ὑμνογράφος Μᾶρκος, Ἐπίσκοπος Ὑδροῦντος, λέγει: «Ἥπλωσας τάς παλάμας, καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα, καταστολῇ δέ Σῶτερ, τῇ ἐν σινδόνι καί μνήματι, πεπεδημένους ἔλυσας. Οὐκ ἔστιν ἅγιος, πλήν σου, Κύριε, κραυγάζοντας».
Ἁπλώνει τά χέρια Του ὁ Κύριός μας πάνω στόν Σταυρό καί ἑνώνει «τά τό πρίν διεστῶτα». Καί ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων λέγει: «Ἐγηγερμένου τοῦ σημείου, τοῦτ᾿ ἔστιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γέγονεν ἄφεσις τῶν ἐν αἰχμαλωσίᾳ, συνδρομή πρός ὁμοψυχίαν, σπουδή πρός ὁμόνοιαν καί ὁμοπιστίαν τῶν πάλαι διῃρημένων».
Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τήν ὑμνολογική αὐτή σοφία, ὁ Τίμιος Σταυρός οὐσιαστικά ἀποκαθιστᾶ τήν ποικιλόμορφη διάσπαση τῆς ἀρχέγονης ἑνότητας, ἡ ὁποία συνετελέσθη ἀμέσως μετά τό προπατορικό ἁμάρτημα. Μέ τήν σταυρική Του θυσία ὁ Χριστός ἑνώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο μέ τόν συνάνθρωπό του, τόν ἄνθρωπο μέ τόν ἑαυτό του καί τέλος, τόν ἄνθρωπο μέ τήν κτίση ὁλόκληρη.
Αὐτή εἶναι ἡ τετραπλή διάσταση τῆς ἑνοποιοῦ δυνάμεως, πού πηγάζει ἀπό τό «ἀήττητον τῆς Ἐκκλησίας τρόπαιον», τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας.
Γιά νά μπορέσουμε, ὅμως, νά διαπιστώσουμε τί ἑνώθηκε μέ τήν σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, θά πρέπει νά ἐξετάσουμε τί ἔχει διαχωρισθεῖ, ἀπό τή στιγμή πού ἡ διασπαστική ἐνέργεια τῆς ἁμαρτίας εἰσῆλθε στόν κόσμο.
Ἡ παρακοή καί ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων γέννησαν τήν ἁμαρτία, τή φθορά, τήν δουλεία, τόν θάνατο. Οἱ συνέπειές της ὑπῆρξαν τραγικές. Ἡ βρώση τοῦ ἀπαγορευμένου καρποῦ δέν ἦταν ἡ ἁπλή παράβαση μιᾶς ἐντολῆς, ἑνός νόμου, ἀλλά κάτι βαθύτερο καί σημαντικότερο· ἦταν ἡ ἀνώμαλη κίνηση τῶν φυσικῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος, ἐνῶ πλάσθηκε νά κινεῖται ἀδιάλειπτα πρός τόν Θεό, τήν πηγή τῆς ζωῆς καί τῆς θεώσεώς του, μετά τήν πτώση ἐγκλωβίζεται διά τῆς ἁμαρτίας καί ὑποχρεοῦται νά κινεῖται πρός τά αἰσθητά, ἀναζητώντας σέ αὐτά ἕνα ὑποκατάστατο τῆς θείας καί ζωηφόρου Πηγῆς, τοῦ ἴδιου του Δημιουργοῦ. Αὐτή εἶναι στήν οὐσία της ἡ ἁμαρτία: ἡ στέρηση τοῦ ἀγαθοῦ καί ἡ «ἐκ τῶν κατά φύσιν εἰς τό παρά φύσιν ἑκουσίως παραδρομή», κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Ἡ πληρότητα τῆς σχέσης Δημιουργοῦ-δημιουργήματος ἔδωσε τή θέση της σέ μία διαρκῆ ἔλλειψη, μία διαρκῆ πενία, καθώς τά αἰσθητά οὔτε εἶχαν οὔτε ἔχουν τήν δυνατότητα νά ἱκανοποιήσουν τίς βαθύτερες ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Ἰδού λοιπόν τό βαθύτερο νόημα τῆς ἐγκράτειας: Ὁ ἄνθρωπος μέ τή θέλησή του ἀπαρνεῖται ὅσο τό δυνατόν τήν μάταιη ἀναζήτηση πληρότητας στά φθαρτά, ἑτοιμάζοντας τόν Ἑαυτό του νά δεχτεῖ τήν ὄντως πληρότητα ἐκ μέρους τῆς Πηγῆς τῆς ἀφθαρσίας. Ἀπαρνεῖται τήν πλάνη καί ὑποδέχεται τήν ἀλήθεια.
Ἄς ἐξετάσουμε τώρα τίς τέσσερις διαστάσεις τῆς διασπαστικῆς ἐνέργειας τῆς ἁμαρτίας.
1. Διάσπαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία δημιουργεῖ μέγα χάσμα ἀνάμεσα στόν Πλάστη καί στό πλάσμα Του. Χωρίζεται ὁ οὐρανός ἀπό τή γῆ, ἀπομακρύνεται τό παιδί ἀπό τόν Οὐράνιο Πατέρα, χάνεται ἡ κοινωνία τῆς θείας ἀγάπης πού ὁ προπτωτικός ἄνθρωπος ἀπολάμβανε. Ὁ Θεός τώρα φαντάζει ὡς ἀπειλή καί τιμωρία. Γιά τοῦτο καί ὅταν καλεῖ τόν Ἀδάμ μέσα τόν Παράδεισο μέ τό «Ἀδάμ ποῦ εἶ;», ἐκεῖνος κρύβεται φοβισμένος καί ντροπιασμένος. Καί εἶναι φυσικό: ὅποιος ἐπιλέγει νά ζεῖ στό σκοτάδι τῆς ἀποστασίας, δέν μπορεῖ νά ἀτενίσει τό φῶς· ὅποιος προτιμᾶ νά ἐνδυθεῖ τά «φύλλα συκῆς» τῆς θνητότητος καί τῆς φθαρτότητος, δέν μπορεῖ νά κοινωνήσει τῆς ὄντως ζωῆς· ὅποιος ἐγκλωβίζεται στήν πλάνη τοῦ πονηροῦ, δέν μπορεῖ νά γευθεῖ τήν ἀλήθεια πού ἐλευθερώνει· ὅποιος πιστεύει τόν διάβολο, ἀγνοεῖ τόν Θεό καί λατρεύει τά εἴδωλα. Ἀκριβῶς ἐδῶ ἔγκειται ἡ μεγάλη «ἐπιτυχία τοῦ Πονηροῦ»: Παρουσιάζοντας τόν Θεό ως δυνάστη καί ὑπερασπιστή δῆθεν τῆς θεϊκῆς Του δυνάμεως, παρουσιάζει συγχρόνως τόν ἄνθρωπο στά μάτια τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας ὡς τόν μέγα ἡττημένο, ἄξιο κάθε περιφρόνησης καί καταδικασμένο σέ ἐξορία. Τό «Ἀδάμ ποῦ εἶ;», ἐνῶ προφέρεται ἀπό τό στόμα τοῦ Θεοῦ γεμάτο πατρικό πόνο καί ἀμείωτο ἐνδιαφέρον, παραμορφώνεται στά αὐτιά τοῦ Ἀδάμ, ἐξαιτίας τῆς ἀποδοχῆς τῆς διαβολῆς ως αἰτία τρόμου, ἐνοχῆς καί καταδίκης.
2. Διάσπαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν πλησίον του. Ἡ ἁμαρτία ἀλλοίωσε, ὑποβάθμισε τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ὁ συνάνθρωπος δέν εἶναι πιά εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀπειλή καί κίνδυνος. Ὁ Ἀδάμ βλέποντας τήν Εὔα μετά τή δημιουργία της χάρηκε καί εἶπε: «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστῶν μου καί σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου». Μετά τήν παράβαση, ὅμως: «Ἡ γυνή ἥν ἔδωκας μετ᾿ ἐμοῦ, αὕτη μοι ἔδωκεν ἀπό τοῦ ξύλου καί ἔφαγον». Πόσο ἡ ἁμαρτία τύφλωσε τόν ἄνθρωπο καί προκάλεσε ἀνεπανόρθωτη ζημία στίς διανθρώπινες σχέσεις, πού θεμελιώθηκαν στό «ὀφθαλμός ἀντί ὀφθαλμοῦ» καί διαποτίστηκαν ἀπό τό αἷμα τῆς ἀδελφοκτόνου καί στυγερᾶς πράξεως τοῦ Κάϊν. Αλλά και ποια μεγάλη αλήθεια κρύβεται πίσω από την ἀνθρώπινη εχθρότητα; Ο Θεός δέν ὑπήρχε μόνον ὡς Ζωοδότης, αλλά καί ὡς θεμέλιο τῆς ἀθρωπίνης ἀρμονίας. Μακριά ἀπ΄ Αὐτόν, καταρρέουν οἱ ἀνθρωπνες σχέσεις, μεταβάλλοντας τήν ἀνθρώπινη κοινωνία σέ πεδίο ἐπικράτησης, ἀρπαγῆς καί θηριώδους φιλαρχίας.
3. Ἐσωτερική διάσπαση τῶν ψυχικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου. Πρίν ἀπό τήν ἁμαρτία, ὅλες οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ἦταν ἑνωμένες, μέ κέντρο τους τόν Θεό. Μετά τήν ἁμαρτία, ἀποδιοργανώθηκαν: ἄλλα σκέπτεται ὁ νοῦς, ἄλλα ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά καί ἄλλα πράττει ἡ βούληση. Ὁ ἄνθρωπος παύει νά ἀγαπᾶ καί τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Ζεῖ ἐπιφανειακά καί ὑποκριτικά, ἀναζητώντας τή χαρά σέ ψεύτικες ἀπολαύσεις. Μακριά ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ κυριολεκτικά αὐτοκτονεῖ. Διότι μόνον ὡς αὐτοκτονία μπορεῖ νά νοηθεῖ ἡ ἐσωτερική του διάσπαση. Ὅσο ὁ νοῦς ἦταν πλημμυρισμένος ἀπό τό Θεῖο φῶς, οἱ σωματικές δυνάμεις καί τάσεις ἦταν ὑποταγμένες σέ ἕνα πνευματικό προορισμό: τήν διαρκῆ ἐνδυνάμωση τῆς σχέσης μέ τόν Θεό. Ὁ ἐσκοτισμένος ὅμως νοῦς ὁδήγησε τίς φυσικές δυνάμεις σέ πλήρη ἀποστασία. Καί μάλιστα ἡ ροπή τους πρός τό ὅμοιο, δηλαδή πρός τά φθαρτά, ἔγινε μέ τέτοια σφοδρότητα, ὥστε συμπαρέσυραν τίς ὅποιες πνευματικές ἐκλάμψεις εἶχαν διατηρηθεῖ στήν τραυματισμένη ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ὅσο καί ἄν τό ἀνθρώπινο πνεῦμα ἐμφανιζόταν πρόθυμο, ἡ σάρξ ὄχι ἀσθενής, ἀλλά πανίσχυρη ὄρθωνε τό ἀνάστημά της, ἀχρηστεύοντας κάθε ἀπόπειρα ἐπανόρθωσης.
4. Διάσπαση τοῦ συνδέσμου μεταξύ ἀνθρώπου καί φύσεως. Μετά τήν ἁμαρτία, ἀλλοιώνεται καί ὁ ἀρχεγονος προσαντολισμός τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τήν Κτίση. Ἐνῶ λαμβάνει τήν ἐντολή νά ἐργάζεται αὐτήν καί νά φυλάττει, ἐνῶ δηλαδή κατ’ οὐσία χρίζεται προστάτης καί οἰκονόμος της, μεταβάλλεται πλέον σέ στυγνό κυρίαρχό της. Ἐκτοπίζοντας τόν Θεό ἀπό τήν ζωή του, ἀποϊεροποιεῖ πλήρως τήν Δημιουργία, μεταβάλοντάς την σέ ἕνα λάφυρο, προρισμένο νά κορέσει τήν ἀσίγαστη ἁρπακτικότητά του. Ἡ ἀνθρώπινη ἐκτροπή παραβιάζει θεμελιώδεις φυσικούς νόμους. Ὁ ἀνυπόμονος ἄνθρωπος ἐκβιάζει τήν φύση νά δώσει καρπούς. Τά ζῶα πιέζονται νά παχυνθοῦν δυό καί τρεῖς φορές νωρίτερα ἀπό τό φυσιολογικό, οἱ θάλασσες δέν ἔχουν πλέον νά δώσουν τροφή. Ἡ δημιουργία ἀρνεῖται νά ὑποταχθεῖ στόν πρώην κύριό της, μέ δυσκολία τοῦ προσφέρει τούς καρπούς της γιά τά πρός τό ζῆν, τόν ἐχθρεύεται, γίνεται ἀπειλητική.
«Ἥπλωσας τάς παλάμας καί ἥνωσας τά τό πρίν διεστῶτα».
Ἡ ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ δέν ἐγκατέλειψε τόν ἄνθρωπο σ᾿ αὐτή τήν πτωτική καί φθοροποιό διασπαστική κατάσταση. «Ὅτε δέ ἦλθεν τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», «ἐκένωσε ἑαυτόν μορφήν δούλου λαβών» καί «κατελθών διά τοῦ Σταυροῦ εἰς τόν Ἅδην ἔλυσεν τάς ὀδύνας τοῦ θανάτου…». Ἀφοῦ ἡ ἐπιστροφή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατη, ἀναλαμβάνει Ἐκεῖνος νά διανύσει ὅλη τήν ἀπόσταση πού χωρίζει τό πλάσμα ἀπό τόν πλάστη. Καί ὄχι μόνον αὐτό. Ὁ Θεός ἐπωμίζεται τίς συνέπεις της ἀποστασίας. Γίνεται ἄνθρωπος, ὥστε νά ἑλκύσει στό ἔλεός Του ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, ψυχή καί σῶμα. Ὡς ἄνθρωπος ἔπεσε ὁ Ἀδάμ, ὡς ἄνθρωπος ἐπανορθώνει ὁ Θεάνθρωπος Χριστός.
Ἀπό ἀγάπη ὁ Χριστός «ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν» ὁδηγεῖται στόν Σταυρό καί θανατώνεται γιά νά ζήσουμε ἐμεῖς. Πάσχει γιά τήν δική μας ἀπάθεια. Κενώνεται γιά νά γεμίσουμε ζωή, δύναμη, ἁγιασμό, χάρη. Χάνει τήν ὡραιότητα καί τό κάλλος τῆς μορφῆς Του, ὁ «ὡραῖος κάλλει παρά πάντας βροτούς», γιά νά ἀποκαταστήσει τήν δική μας εἰκόνα στό ἀρχέγονο κάλλος της.
Ὁ Σταυρός τοῦ Κυρίου ἑνώνει πάλι τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό. Ἡ θυσία Του γκρεμίζει τό «μεσότοιχον τῆς ἔχθρας», συντρίβει τά δεσμά τοῦ δεσμωτηρίου τοῦ διαβόλου, ἀνοίγει τίς πύλες τοῦ Παραδείσου. Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ ἀγαπητική κίνηση τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Πάνω σ᾿ αὐτόν ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ τό Αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του ὑπογράφει τήν Καινή Διαθήκη, τή νέα συμφωνία πού ἑνώνει πάλι τή γῆ μέ τόν οὐρανό. Μά καί ὁ ἄνθρωπος ξαναζεῖ τήν ἕνωση μέ τόν Δημιουργό του, τόν Ὁποῖον τώρα βλέπει νά πάσχει πρός χάριν του, γιά νά τοῦ προσφέρει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, τό δῶρο τῆς ἀθανασίας, τήν οὐράνια υἱοθεσία. Ἡ σταυρική θυσία συντρίβει τήν διαβολή, ἀποκαλύπτοντας τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός σχετίζεται μέ τόν ἄνθρωπο: τρόπο ἀγάπης μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ.
«Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσιν». Κραυγή συγχώρησης μέσα σέ μιά ἐκδήλωση ὑπέρτατης ἀγάπης. Δέν ἀπευθύνεται μόνο στούς σταυρωτές Του ὁ Κύριος, ἀλλά στόν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς. Κάθε φορά πού ἁμαρτάνουμε, στήνουμε τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου στόν Γολγοθᾶ τῆς καρδιᾶς μας. Μέ τά παραπτώματά μας λογχίζουμε τήν πλευρά Του. Ἡ ἀνυπακοή μας γίνεται τά καρφιά τῶν χειρῶν καί τῶν ποδῶν Του. Ἡ ἀποστασία μας τό ἀκάνθινο στεφάνι Του. Τά πάθη καί ἡ κακία μας «ὄξος μετά χολῆς μεμιγμένον». Ἀλλά καί ἀπό κεῖ, ὑψωμένος στόν Σταυρό τῆς αὐτάρκειας καί τοῦ ἐγωισμοῦ μας ὁ Χριστός ἀναμένει τήν μετάνοιά μας. Μᾶς περιμένει σάν τόν ἐκ δεξιῶν ληστή, νά συναισθανθοῦμε τήν ἁμαρτωλότητά μας, νά ζητήσουμε τό ἔλεός Του, νά Τόν ὁμολογήσουμε ὡς Θεό, νά Τόν ἀγαπήσουμε ὡς Πατέρα μας, νά Τοῦ προσφέρουμε ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή μας.
Ἡ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ὡστόσο, δέν εἶναι ἡ μόνη εὐεργεσία πού πηγάζει ἀπό τόν Τίμιο Σταυρό τοῦ Κυρίου μας. Τά ἁπλωμένα στό Ἅγιο Ξύλο χέρια Του ἑνώνουν τούς ἀνθρώπους καί μεταξύ τους. Διότι οἱ σχέσεις τους θεμελιώνονται τώρα πιά στήν ἀγάπη τοῦ «ἐσφαγμένου ἀρνίου», πού εἶναι ἀγάπη, ἐπειδή ταπεινώνεται καί θυσιάζεται γιά νά προσφέρει ζωή. Ὅποιος ἔχει τόν Ἐσταυρωμένο ὡς πρότυπο μαθαίνει νά ἀγαπᾶ χωρίς νά ζητεῖ ἀντάλλαγμα, χωρίς νά δεσμεύει, χωρίς νά κάνει διακρίσεις. Ἡ ἀγάπη του δέν ἐξαντλεῖται σέ φθηνούς συναισθηματισμούς, οὔτε ἐκπίπτει ὅταν ἀρχίζει νά ἔχει κόστος, κόστος μείωσης τῆς ἐγωπάθειας καί ἀποδοχῆς τῆς ἀλήθειας τοῦ ἄλλου.
Πόσο ανάγκη ἔχουμε, ἰδιαίτερα στίς μέρες μας, νά θεμελιώσουμε τίς σχέσεις μας στή σταυρωμένη ἀγάπη τοῦ Γολγοθᾶ! Πόσο πιό κοντά θά ἦταν οἱ καρδιές, ἄν τό στοιχεῖο τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς ἦταν γιά μᾶς φρόνημα καί τρόπος ζωῆς! Πόσο διαφορετικές θά ἦταν οἱ κοινωνικές δομές, ἄν οἱ ἄρχοντες ἀποζητοῦσαν τή δόξα τοῦ Σταυροῦ, τό πρωτεῖο τῆς διακονίας, τήν ὁλοκληρωτική προσφορά τῆς ἀγάπης! Πόσο αὐθεντική θά ἦταν ἡ Ἐκκλησία μας στό ἀνθρώπινο στοιχεῖο της, ἄν οἱ λειτουργοί της ἀναλαμβάναμε οὐσιαστικά τόν ρόλο τοῦ Καλοῦ Ποιμένος Χριστοῦ, πού «τήν ψυχήν του δίδωσιν ὑπέρ τῶν προβάτων», ἀναλαμβάνοντας ὡς ἔνδυμα τῆς διακονίας μας τήν ταπείνωση καί ἀπομακρύνοντας κάθε τάση αὐτοδικαίωσης καί κοσμικῆς διάθεσης! Πόσο γνήσια θά ἦταν ἡ πνευματική ζωή, ἄν βιώναμε τήν θεολογία τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ, τή δύναμη τῆς μετάνοιάς του, τό θάρρος τῆς προσωπικῆς του ἐπιστροφῆς, τήν ἀποφασιστικότητα τῆς δικῆς του ὁμολογίας!
Αὐτή τήν εὐλογημένη ἑνότητα τοῦ Σταυροῦ τήν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος καί μέσα του, μυστικά καί καρδιακά. Μποροῦμε καί πρέπει νά ἀναζητοῦμε τόν ἑαυτό μας πάνω στό ἰκρίωμα τοῦ «Κρανίου τόπου». Ὁ Χριστός μᾶς διδάσκει πάνω στό Σταυρό τόν τρόπο γιά νά νικοῦμε τήν ἁμαρτία, νά μετανοοῦμε γιά τά λάθη μας, νά μεταμορφώνουμε τά πάθη μας, νά ἐλπίζουμε γιά τή σωτηρία μας καί μέσω ὅλων αὐτῶν, νά ζοῦμε τήν χαρά καί τήν πληρότητα τῆς ζωῆς γιά τήν ὁποίαν μας προόρισε.
Μᾶς καλεῖ ἀκόμη νά σηκώσουμε τόν προσωπικό μας σταυρό καί νά βαδίσουμε τήν δική μας πορεία πρός τόν πνευματικό μας Γολγοθᾶ, γιά νά σταυρώσουμε ἐκεῖ τά πάθη καί τίς ἁμαρτωλές μας ἐπιθυμίες, μέ τό στόμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πού προτρέπει: «Νεκρώσατε τά μέλη ὑμῶν τά ἐπί τῆς γῆς». Σε τι συνίσταται η παρότρυνση αυτή; Τό «νεκρώσατε» ἀφορᾶ τήν αὐτονομημένη ἐπιθυμία. Τό σῶμα μας πρέπει πάλι νά ὑποταχθεῖ στόν νοῦ καί ἀπό ὄργανο ἁρπαγῆς καί ἐγωκεντρισμοῦ νά μεταβληθεῖ σέ ὄργανο προσφορᾶς καί ἀγάπης.
Αυτή η νέκρωση τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἡ ἀποτίναξη τοῦ ζυγοῦ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἐφικτή μόνο μέ τήν ταπείνωση καί τήν μετάνοια. Ἡ μετάνοια, ὡς τρόπος ζωῆς καί φρόνημα διαρκοῦς καί ἰσοβίου ἀσκήσεως, παραμένει ἀκατανόητη χωρίς τήν ταπείνωση. Ἡ ταπείνωση μᾶς ἀνοίγει τήν θύρα τῆς μετανοίας. Σέ τί συνίσταται; Στήν ἀναγνώριση τῆς ἀποτυχίας μας καί τῆς χρεωκοπίας τῶν προσωπικῶν, ἀλλά καί τῶν κοινωνικῶν μᾶς σχεδιασμῶν. Ἡ ἀποξενωμένη ἀπό τόν Θεό ὕπαρξη βιώνει ἕνα διαρκές ἀνικανοποίητο. Ἡ ἀποξενωμένη ἀπό τόν Θεό κοινωνία εἶναι καταδικασμένη νά σχεδιάζει διαρκῶς ἐπίγειους παραδείσους καί νά βιώνει διαρκῶς μία ὅλο καί ἐπιδεινούμενη κόλαση.
Γι΄ αυτό τον λόγο, στήν ἀσκητική ὀρθόδοξη παράδοσή μας δέν νοεῖται ταπείνωση χωρίς αὐτογνωσία. Καί αὐτογνωσία, βέβαια, δέν σημαίνει κάποια ἁπλή ψυχολογική ἀνάλυση καί προσέγγιση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά βαθιά αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος καί τῆς ἀδυναμίας μας, χωρίς, ὡστόσο, ἀπελπισία καί ἀποθάρρυνση. Μέ αὐτή τήν ἔννοια, αὐτογνωσία σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπό τό βασανιστικό «ἐγώ», τήν ἐπάρατη φιλαυτία, τήν θρασεῖα ὑποκρισία καί τήν ἀνθρωπαρέσκεια, αλλά καί ἀγαπητική στροφή πρός τόν Θεό, ἀποδοχή τῆς χάριτος τοῦ Πνεύματος καί δίψα τοῦ ἐλέους Του.
Ἡ ταπείνωση ριζωμένη στήν αὐτογνωσία εἶναι τό ὅπλο καί τό μέσον γιά νά κυριαρχήσουμε ἐπί τοῦ ἀποστάτη ἑαυτοῦ μας, νά ἀσκήσει ὁ πεφωτισμένος νοῦς τό «βασιλικό» του ἀξίωμα, ὥστε νά ἐνεργοποιήσουμε ἐκ νέου τήν θεία εἰκόνα μέσα μας καί ὡς κατά χάριν θεοί νά ὁδηγηθοῦμε ὄχι σέ μία κυριαρχία, ἀλλά πρόσληψη, φροντίδα καί διαμόρφωση τῆς δημιουργίας, ὅπως αὐτή πού εἶχε ὁ Ἀδάμ πρό τῆς πτώσεως. Ἡ φανέρωση τῆς ἀρχέγονης εἰκόνας ἐξηγεῖ καί τήν διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου: «Σ᾿ αὐτόν πού γνωρίζει τόν ἑαυτό του», διδάσκει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος, «δίδεται ἡ γνώση τῶν πάντων. Γιατί τό νά γνωρίζει κανείς τόν ἑαυτό του εἶναι τό πλήρωμα τῆς γνώσεως ὅλων. Στήν ὑποταγή τῆς ψυχῆς σου θά σοῦ ὑποταχθοῦν τά πάντα. Κατά τό διάστημα πού ἡ ταπείνωση βασιλεύει στή συμπεριφορά σου, ὑποτάσσεται σέ σένα ἡ ψυχή σου καί μ᾿ αὐτήν θά σοῦ ὑποταχθοῦν τά πάντα».
Καλούμαστε συνεπώς νά ἄρουμε τόν Σταυρό τῆς μετανοίας. Ὁ Σταυρός μᾶς ἀπογυμνώνει ἀπό κάθε ἀνθρώπινη αυταπάτη, αποκαλύπτει κάθε ἀποτυχία μας, φανερώνει τά ἀδιέξοδά μας. Ὁ Χριστός όμως ως εσταυρωμένος άνθρωπος, αλλά και Θεός, νικᾶ κάθε ἀποτυχία μας, θραύει τά ἀδιέξοδα και τελικώς καταδικάζει τήν καταδίκη μας.
Στόν Θεό πηγαίνουμε μέσω τοῦ Θεοῦ, δηλαδή μέσω τῆς ἀνάνηψης πού Ἐκεῖνος μᾶς προσέφερε μέ τή θυσία Του, μέ ἐπίγνωση τῆς δυνάμεώς Του, μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στήν φιλανθρωπία Του καί κυρίως μέ τήν μετάνοια, δηλαδή στήν ἀποδοχή τοῦ δικοῦ Του τρόπου ὕπαρξης, τοῦ καρποῦ τῆς ἀγάπης καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς προσφορᾶς. Ὁ όσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνός συμβουλεύει «ἀνακαλέσασθαι τό θεῖον Βάπτισμα διά τῆς μετανοίας, ἧς χωρίς οὐδείς δύναται σωθῆναι». Σωτηρία δέν εἶναι τά ἔργα μας, ἀλλά ὁ Θεός ὅπως ἀποκαλύφθηκε πάνω στόν Σταυρό, ὅπως Τόν πίστεψε καί Τόν ὁμολόγησε ὁ ληστής, μεταβάλλοντας σέ ἐλάχιστο χρόνο τόν τρόπο σκέψης καί ζωῆς του. Καί ἄν ἀκολουθήσουν τόν θεῖο Πατέρα, ὁ ληστής δέχεται στόν Σταυρό βάπτισμα μετανοίας, διότι οὐσιαστικά τό βάπτισμά μας ἀποτελεῖ πράξη ἐπιστροφῆς τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας στήν ὁδό τῆς σωτηρίας.
Ἡ ὁμολογία τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ μᾶς ἀποκαλύπτει πώς ὁ Χριστιανισμός δέν διαδραματίζεται ἀνάμεσα στό καλό καί στό κακό τῆς ἠθικῆς, ἀλλά ἀνάμεσα στή μετάνοια καί στήν ἀμετανοησία τῶν ἀνθρώπων. Ὅλοι εἴμαστε σταυρωμένοι καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα ὅλοι εἴμαστε ληστές. Ἐκεῖνο πού μᾶς διαφοροποιεῖ εἶναι ἡ ἐπίγνωση τῶν ἐγκλημάτων μας, ἡ δίψα τῆς μετάνοιάς μας, ἡ φλόγα τῆς πίστεώς μας στόν Θεό, ἡ ἀγάπη μας στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἡ τόλμη τῆς ὁμολογίας μας.
Στή θύρα τοῦ Παραδείσου δέν μᾶς ὑποδέχεται ὁ Πέτρος, ἀλλά ὁ ληστής μέ τόν σταυρό του, πού ἁγιάσθηκε ἀπό τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.
Αὐτή εἶναι ἡ πραγματική ἐσωτερική ἑνότητα μέ τόν ἑαυτό μας, γιά τήν ὁποία κάθε ἄνθρωπος πρέπει νά ἐργάζεται καί νά μοχθεῖ. Στόν ἄνθρωπο τοῦ Σταυροῦ ἡ ταπείνωση, ἡ αὐτογνωσία καί ἡ μετάνοια εἶναι μιά συνεχής σταυροαναστάσιμη πορεία. Ἡ ἄρση τοῦ Σταυροῦ εἶναι πολύτιμο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο, προϋπόθεση τῆς σωτηρίας μας, πρόσκληση σε έναν νεό τρόπο ύπαρξης, ὅπως μᾶς την ἀπεκάλυψε ὁ Ἐσταυρωμένος.
Τέλος, μέ τήν σταυρική Του θυσία ὁ Χριστός ἑνώνει πάλι τόν ἄνθρωπο μέ τήν δημιουργία. Ὁλόκληρη ἡ κτίση ὑποδέχεται ξανά τόν ἀρχέγονο προστάτη καί φροντιστή της, παραδίδεται μέ ἐμπιστοσύνη στόν ἐξουσιοδοτημένο ἀπό τόν Θεό θεματοφύλακά της, συμφιλιώνεται μέ τόν ὁδηγό της πρός μία συμπαντική ἀναγέννηση, καθώς καί ἐκείνη, σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο, συστενάζει καί συνοδυνᾶται. Πόσο ἔντονα ψηλαφοῦμε στίς μέρες μας τίς ὀδύνες της! Αὐτή σηκώνει, ὡς μή ὤφειλε, τά ὀδυνηρά ἀποτελέσματα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας, κατασπαταλώμενη, βασανιζόμενη, τυραννούμενη ἀπό τήν καταναλωτική πλεονεξία, τήν ἀδηφαγία καί μανία τοῦ ἀνθρώπου γιά ἰσχύ· μιά μανία πού τόν ὁδηγεῖ μέ ξέφρενους ρυθμούς στή σπατάλη τῶν πόρων της, στήν ἐξαφάνιση τῶν σπάνιων εἰδῶν τοῦ ζωικοῦ καί φυτικοῦ βασιλείου της, στή μόλυνση καί στήν καταστροφή της, πρός χάριν ἑνός ἄνομου κέρδους.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ καθιστᾶ ἐπιτακτική τήν ἀνάγκη μετάνοιας γιά τά ἐγκλήματα πού μέ ἀχαριστία διεπράξαμε εἰς βάρος τῆς ὑλικῆς δημιουργίας, τήν ὁποία δέν ἀγαπήσαμε σάν νά ἦταν τό σπίτι μας καί δέν μεταχειρισθήκαμε μέ σεβασμό, ὅπως θά ὀφείλαμε, ὡς μέσο ἀναγωγῆς μας πρός τόν κοινό μας Δημιουργό. Ἡ πρόσκληση τοῦ Ἐσταυρωμένου νά Τόν μιμηθοῦμε, ζώντας σταυρικά σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ἐπίγειας πορείας μας, περιλαμβάνει καί τήν ἀποκατάσταση τῶν σχέσεών μας μέ τή φύση, τῆς ὁποίας πλασθήκαμε νά εἴμαστε οἰκονόμοι καί προστάτες, καί ὄχι ἐκμεταλλευτές καί δυνάστες. Ἄλλωστε, τό πανάγιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀφορᾶ καί ὅλη τήν ὑλική Κτίση, καθώς ἁγίασε καί τό ἀνθρώπινο σῶμα, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ μέρος της.
Ἰδιαίτερα οἱ Ἕλληνες ἔχουμε τό προνόμιο ἀπό τόν Θεό νά ζοῦμε σέ ἕνα μοναδικό φυσικό περιβάλλον, σέ ἕνα γεωγραφικό χῶρο νευραλγικό, πλούσιο σέ φυσικούς πόρους καί ὀμορφιές, ὅπου στεριά, θάλασσα καί οὐρανός «διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ». Ἔχουμε, λοιπόν, εὐθύνη μεγάλη καί ὡς ὀρθόδοξοι Χριστιανοί καί ὡς Ἕλληνες νά διαφυλάξουμε τό προνόμιο αὐτό, προστατεύοντας τή φύση πού μᾶς περιβάλλει, διαχειριζόμενοι μέ σωφροσύνη, γιά τήν αὐτάρκειά μας καί ὄχι γιά τήν ὑπερκατανάλωση, διδάσκοντας καί τά παιδιά μας τόν σεβασμό καί τήν συνετή διαχείριση, τήν μέ ἀγάπη προστασία τῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὄχι σπάνια, ἡ φύση ἐκδικεῖται σκληρά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν σέβεται τό περιβάλλον μέσα στό ὁποῖο καλεῖται νά ζεῖ ὄχι ἁπλά καί μόνο γιά νά ἱκανοποιεῖ τίς βιολογικές του ἀνάγκες, ἀλλά καί γιά νά συνεχίζει δημιουργικά τό ἔργο τοῦ Θεοῦ μέσα στόν κόσμο.
Σεβαστοί Πατέρες, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί.
Σήμερα προβάλλεται ἐνώπιόν μας ὁ Τίμιος Σταυρός τοῦ Κυρίου μας. Μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς μας βλέπουμε τά καρφωμένα στόν Σταυρό χέρια Του νά γίνονται μιά ἀγκαλιά, μέσα στήν ὁποία ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό, οἱ ἄνθρωποι μεταξύ τους, ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό καί μέ τήν κτίση ὁλόκληρη.
Σήμερα, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἐποχή, ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό τήν ἑνωτική αὐτή δύναμη τοῦ Σταυροῦ. Σήμερα πού τά προβλήματα συσσωρεύονται καί πού ἡ κοινωνία, ἡ οἰκογένεια καί ἡ πατρίδα μας διέρχονται μιά κρίση, ὅπως λέγεται, οἰκονομική, ἀλλά στήν οὐσία της πνευματική.
Ἑνωμένοι μέ τόν Θεό, πιστεύοντας ἀκλόνητα σέ Ἐκεῖνον καί τηρώντας τό ἅγιο θέλημά Του, θά μπορέσουμε νά ἀνακτήσουμε τήν ἐλπίδα μας, νά μήν παρασυρθοῦμε στήν ἀπαισιοδοξία, νά μήν συντριβοῦμε κάτω ἀπό τά συντρίμια μιᾶς οἰκονομικῆς καί ἠθικῆς βαβέλ πού καταρρέει, νά μήν χάσουμε τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου μας καί νά μή λησμονήσουμε τήν εὐθύνη τῆς ἀποστολῆς μας.
Ἑνωμένοι μέ τούς ἀδελφούς καί συνανθρώπους μας μποροῦμε νά βγοῦμε νικητές ἀπό τήν δοκιμασία. Ἄς πάψουμε νά σκεπτόμαστε καί νά ζοῦμε ἐγωκεντρικά. Ἄς ἀγαπήσουμε μέ τήν ἀγάπη τῆς θυσίας, τοῦ Σταυροῦ. Στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ὅποιος κι ἄν εἶναι αὐτός, ἄς ἀναζητήσουμε τόν Θεό. Ὁ Χριστός γκρέμισε τό μεσότοιχο τῆς ἔχθρας. ἐμεῖς δέν ἔχουμε δικαίωμα νά ὑψώνουμε τείχη πού διαχωρίζουν τούς ἀνθρώπους, φυλετικά ἤ θρησκευτικά. Ἡ Ἐκκλησία καλεῖται σάν μάνα νά ἑνώσει μέ στοργή καί ἀγάπη, νά ὑποδεχθεῖ, νά ἀποδεχθεῖ, νά διδάξει καί νά κατηχήσει, νά προστατέψει καί νά ἑνώσει «τά τό πρίν διεστῶτα», κατανοώντας τή σταυρική ἀποστολή της μέσα στόν κόσμο.
Ἡ ἐσωτερική μας ἑνότητα ὡς προσώπων καί ὡς ἔθνους εἶναι ἀκόμη μιά προϋπόθεση γιά νά μείνουμε ὄρθιοι καί δυνατοί. Σήμερα πού ἡ πατρίδα μας διασύρεται διεθνῶς, ἔχοντας ἐκπέσει τῆς ἐμπιστοσύνης καί τῆς ἐκτιμήσεως τῶν λαῶν, σήμερα πού, ἀντί νά σκορπίζει τό φῶς τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, παρέχει φθηνή τροφή εἰρωνείας καί ἐμπαιγμοῦ στά εὐρωπαϊκά καί παγκόσμια ΜΜΕ, εἶναι ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη νά ξαναβροῦμε τόν χαμένο ἑαυτό μας, νά μετανοήσουμε γιά τά λάθη καί τίς μικρότητές μας, καί νά ἐκμεταλλευθοῦμε θετικά τά χαρίσματα πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός.
Καλούμαστε νά ἀποδείξουμε στήν πράξη τό ὀρθόδοξο φρόνημά μας καί τήν προσήλωσή μας στήν ἑλληνορθόξοξη παράδοσή μας καί τήν ἁγία μας πίστη. Νά εἴμαστε πιστοί ὄχι στά λόγια ἀλλά στίς πράξεις καί τήν καθημερινή μας ζωή. Μποροῦμε καί πρέπει νά οἰκειοποιούμαστε ὅ,τι καλό ἔρχεται καί νά ἀποβάλλουμε ὅ,τι κακό μᾶς ἀπειλεῖ.
Ἡ ἑνότητα πού προβάλλει ἡ σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου εἶναι ὑπόθεση ἐθνική, ἐκκλησιαστική, κοινωνική καί οἰκογενειακή. Ἡ οἰκογένεια ὡς κατ᾿ οἶκον Ἐκκλησία νά ἐπανεύρει τήν ἀγάπη, τήν συγχωρητικότητα, τήν ἀλληλοπεριχώρηση τῶν μελῶν της.
Ἡ κοινωνία νά προασπίσει τήν ἐλευθερία τῆς προσωπικότητας, τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, τήν εἰρηνική συνύπαρξη, τήν ἰσότητα, τήν ἰσονομία, τήν δικαιοσύνη.
Ἡ Ἐκκλησία νά παραμείνει μητέρα στοργική, θυσιαζόμενη γιά τήν πρόοδο τῶν τέκνων της, μακριά ἀπό ἐξουσιαστικές τάσεις καί κοσμικές διεκδικήσεις, μή λησμονώντας ὅτι τό πολίτευμά της εἶναι σταυρικό, στηρίζεται στόν Σταυρό καί διαποτίζεται ἀπό τό πνεῦμα του. Ὁ ὀρθόδοξος χριστιανός εἶναι καί αὐτός σταυροφόρος καί ταυτόχρονα σταυρωμένος. Ἐπί τοῦ Σταυροῦ καί μέ τόν Σταυρό αἰσθάνεται ἀναπαυμένος καί γι᾿ αὐτό πραγματικά ἐλεύθερος.
Ἄς εὐχηθοῦμε, ἀδελφοί μου, ἡ ἀήττητος καί ἀκατάλυτος καί θεία δύναμις τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ νά μᾶς συνοδεύει καί στό ὑπόλοιπο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὥστε νά μᾶς δώσει ὁ Ἅγιος Θεός «τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἀγωνίσασθαι, τόν δρόμον τῆς νηστείας ἐκτελέσαι, τήν πίστιν ἀδιαίρετον τηρῆσαι, τάς κεφαλάς τῶν ἀοράτων δρακόντων συνθλάσαι, νικητάς τε τῆς ἁμαρτίας ἀναφανῆναι καί ἀκατακρίτως φθάσαι καί προσκυνῆσαι καί τήν Ἁγίαν Ἀνάστασιν».