Σεβασμιώτατε καί πολυσέβαστε Ποιμενάρχα τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως κ.κ. Ἰγνάτιε,
σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί,
Χριστός ἀνέστη!
Ἐπιτρέψτε μου, πρίν εἰσέλθω στό θέμα μου, νά εὐχαριστήσω θερμά ὅλους, ἰδιαίτερα ἐσᾶς, Σεβασμιώτατε, τόσο γιά τήν πρόσκληση, ὅσο καί γιά τή μεγάλη τιμή νά εἶμαι σήμερα κοντά σας, μεταξύ ἐκλεκτῶν πατέρων καί ἀδελφῶν, γιά νά σᾶς μεταφέρω σκέψεις καί προβληματισμούς ἀπό τή μικρή ἐμπειρία μου στόν τομέα τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν σύγχρονων αἱρέσεων. Ἡ Μητρόπολη στήν ὁποία βρισκόμαστε, ἔχει πλούσια ἐμπειρία στόν τομέα αὐτό καί σέ κάθε τομέα, βέβαια, τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀφοῦ τήν ἐλάμπρυναν μεγάλες καί ἱερές μορφές, ὅπως ὁ μακαριστός Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, καί τήν διακόνησαν ἄξιοι ἐργάτες τοῦ Εὐαγγελίου, οἱ ὁποῖοι σήμερα διαποιμαίνουν ἄλλες ἱερές Μητροπόλεις ἤ ὑπηρετοῦν σέ καίριες θέσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἕνα πολύπλευρο καί πολυσήμαντο ἔργο συνντελεῖται μέχρι τῶν ἡμερῶν μας, μέ τή σοφή καθοδήγησή σας, Σεβασμιώτατε, καί μέ τή συμβολή τῶν ἐκλεκτῶν συνεργατῶν σας. Γι’ αὐτό καί ἐγώ αἰσθάνομαι μικρός καί πτωχός ἐνώπιόν σας καί σᾶς παρακαλῶ νά μοῦ συγχωρήσετε κάθε σφάλμα ἤ ἔλλειψη.
Τό θέμα, πού θά μᾶς ἀπασχολήσει, εἶναι ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ἡ ὀργάνωση αὐτή θεωρεῖται, συνήθως, ὡς ἡ πιό γνωστή αἵρεση στήν Ἑλλάδα, ἴσως καί σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἡ δράση της δημιουργεῖ συνεχῶς προβλήματα σέ κάθε ἐκκλησιαστική κοινότητα, δηλαδή σέ κάθε Μητρόπολη ἤ Ἐνορία, ἀκόμη καί στίς πιό ἀπομακρσμένες. Στή χώρα μας ἐμφανίσθηκε πολύ νωρίς, στίς ἀρχές τοῦ περασμένου αἰῶνα[1], καί πολύ πρίν ἐμφανισθεῖ τό πλῆθος τῶν αἱρετικῶν καί παραθρησκευτικῶν ὁμάδων, πού κατακλύζει σήμερα τόν ἑλλαδικό χῶρο.
Ὅμως, τί ἀκριβῶς εἶναι αὐτή ἡ ὀργάνωση; Εἶναι μιά χριστιανική αἵρεση τοῦ εὐρύτερου προτεσταντικοῦ χώρου ἤ μιά στυγνή κερδοσκοπική ἑταιρία, πού ἐμπορεύεται θρησκευτικές ἀντιλήψεις καί ἐκμεταλλεύεται τήν πίστη τῶν μελῶν της; Συνήθως, ἐμφανίζεται ὡς θρησκευτική ὁμάδα μέ ἀντιλήψεις, στηριζόμενες, ὑποτίθεται, στήν Ἁγία Γραφή. Παράλληλα, ὅμως, διατηρεῖ στόν τίτλο της τόν ὅρο «ἑταιρία», πού παραπέμπει σέ ἐπιχειρηματικές δραστηριότητες, μάλιστα ἐξαιρετικά κερδοφόρες γιά ὅσους γνωρίζουν κάπως καλύτερα τά σχετικά μέ αὐτήν. Ἡ ἀπάντηση μᾶς ἐνδιαφέρει ἐδῶ περισσότερο γιά ποιμαντικούς λόγους: Ὅσο πιό καλά γνωρίζουμε τή φύση καί τόν χαρακτῆρα τῆς ὀργάνωσης αὐτῆς, τόσο πιό ἀποτελεσματικά μποροῦμε νά προστατεύσουμε τά μέλη τῆς λογικῆς Ποίμνης τοῦ Χριστοῦ ἀπό λύκους, ἐμφανιζόμενους μέ ἔνδυμα προβάτων.
Ὡστόσο, γιά νά ἔχουμε μιά ὀρθή εἰκόνα τῶν πραγμάτων, πρέπει νά ἀνατρέξουμε στήν ἱστορία τῆς ὀργάνωσης, στίς συνθῆκες ἵδρυσής της, καθώς στό περιβάλλον, μέσα στό ὁποῖο ἐμφανίσθηκε. Ὅπως εἶναι γνωστό, ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» ἐμφανίσθηκε στήν Ἀμερική στά τέλη τοῦ 19ου αἰῶνα, σέ ἕνα περιβάλλον, τό ὁποῖο φαίνεται νά ἐπηρέασαν καθοριστικά δύο τουλάχιστον βασικοί παράγοντες: ὁ εὐρωπαϊκός Διαφωτισμός καί ἡ θρησκευτική Μεταρύθμιση, ὁ Προτεσταντισμός, εἰδικότερα δέ, μία ἀπό τίς βασικές ἐκδοχές του, ἡ καλβινική[2]. Τό κλῖμα, πού εἶχε διαμορφωθεῖ ἀπό τόν 18ο αἰῶνα στόν Νέο Κόσμο, καθορίζοντας τήν πολιτιστική του ταυτότητα, εὐνόησε ἰδιαίτερα τήν ἀνάπτυξη τοῦ Προτεσταντικοῦ καί ὄχι τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι καί οἱ δύο αὐτοί παράγοντες, ὁ Διαφωτισμός καί ὁ Προτεσταντισμός, ἐπιτέθηκαν μέ σφοδρότητα ἐναντίον τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης, τῆς θείας λατρείας, τῶν ἱερῶν εἰκόνων, τῶν Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Ἐπισκόπων, τοῦ κλήρου κ.τ.λ. Ἡ λογοκρατία τοῦ Διαφωτισμοῦ καί ἡ γνωστή προτεσταντική ἀρχή «sola Scriptura» («μόνο ἡ Γραφή»), ἐπέβαλαν τήν αὐτονομία στήν ἑρμηνεία τῆς Βίβλου, σέ βαθμό ὥστε κάθε ἄτομο ἤ ὁμάδα, νά θεωρεῖται, λίγο – πολύ, αὐθεντία στό νά ἑρμηνεύει τήν Ἁγία Γραφή, μέ ἀποτέλεσμα τήν ἵδρυση κάθε φορά μιᾶς νέας αὐτοαποκαλούμενης «ἐκκλησίας». Ἡ ἀποκήρυξη τῆς Παράδοσης, ὁδήγησε ταχύτατα στήν ἐκκοσμίκευση. Ὡστόσο, ἡ βαθύτατα ἐκκοσμικευμένη ἀμερικανική κοινωνία διατήρησε ἕνα εἶδος ἀνώδυνου καί κοινωνικά ἀποδεκτοῦ Χριστιανισμοῦ, διαχωρισμένου πλήρως ἀπό κάθε κοσμική δραστηριότητα[3]. Ἔτσι, ὁ μέσος ἀμερικανός πιστεύει συνήθως στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, πηγαίνει, ἐνδεχομένως, κάθε Κυριακή στήν «ἐκκλησία» (στήν αἴθουσα τῆς προτεσταντικῆς ὁμάδας πού ἀνήκει), αἰσθάνεται ὅτι ἔτσι ἐκπλήρωσε ὅλες τίς θρησκευτικές ὑποχρεώσεις του καί, βγαίνοντας ἀπό ἐκεῖ, ζεῖ σάν νά μήν ὑπάρχει Θεός, ἕτοιμος νά χρησιμοποιήσει κάθε θεμιτό καί ἀθέμιτο μέσο γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ ἀμερικανικοῦ ὀνείρου, πού εἶναι τό χρῆμα, ὁ πλουτισμός. Παράλληλα, τά οὐτοπιστικά στοιχεῖα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Διαφωτισμοῦ ἔγιναν δεκτά μέ ἐνθουσιασμό στόν Νέο Κόσμο, καλλιεργώντας τήν ἀντίληψη ὅτι ἡ Ἀμερική θά γίνει ὁ «νέος παράδεισος», μέ προορισμό νά σώσει τόν κόσμο, ἀλλά καί νά κυριαρχήσει πάνω του. Οἱ ἀντιλήψεις αὐτές, καθώς καί ἡ καλβινική ἀντίληψη γιά τόν ἀπόλυτο προορισμό, διαμόρφωναν μεταξύ τῶν ὁπαδῶν τῶν διάφορων προτεσταντικῶν ὁμάδων τή συνείδηση τῆς ἐλίτ, τῶν «ἐκλεγμένων», τῶν ὀργάνων τοῦ Θεοῦ γιά τόν εὐαγγελισμό τοῦ κόσμου, ἀλλά καί ἐκείνων πού θά διασωθοῦν ἀπό μιά ἐπερχόμενη γενική καταστροφή.
Ἀπό τόν 19ο αἰῶνα ἄρχισαν νά ἐμφανίζονται ὁμάδες ἀσχολούμενες ἔντονα μέ τά ἔσχατα, μέ τήν ἔλευση τῶν τελευταίων γεγονότων καί τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐπικεφαλῆς τους ἐπιδίδονταν, συνήθως, σέ ὑπολογισμούς, μέ βάση βιβλικά χωρία, γιά τόν προσδιορισμό τοῦ χρόνου τῆς ἐλεύσεως τῶν ἐσχάτων γεγονότων. Μεταξύ αὐτῶν ἦσαν καί ὁμάδες Ἀντβεντιστῶν, σέ μία ἀπό τίς ὁποῖες ἀνῆκε ἀρχικά ὁ ἱδρυτής τῆς ὀργάνωσης τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ Κάρολος Ρῶσσελ (1852-1916). Ὁ Ρῶσσελ ἦταν γιός ἑνός ἐμπόρου ἀπό τό Πίττσμπουργκ καί ὁ ἴδιος εἶχε ἐξαιρετική ἐπιτυχία σέ ἐπιχειρηματικές δραστηριότητες[4]. Μετά ἀπό σχετικά μικρή θητεία στούς Ἀντβεντιστές, ἄρχισε νά διαφοροποιεῖται ὡς πρός τόν ὑπολογισμό τοῦ χρόνου ἐλεύσεως τῶν ἐσχάτων γεγονότων, δεδοδομένου ὅτι εἶχαν ἤδη διαψευσθεῖ κάποιοι ὑπολογισμοί τῶν Ἀντβεντιστῶν.
Ἔτσι, τό 1879 ὁ Ρῶσσελ ἄρχισε νά ἐκδίδει ἕνα δικό του θρησκευτικό περιοδικό, μέ τίτλο «Σκοπιά τῆς Σιών καί Κήρυξ τῆς Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ». Λίγο ἀργότερα, τό 1881, διαφοροποιήθηκε πλήρως καί ἵδρυσε μιά ἰδιωτική ἐπιχείρηση (Konzern) μέ τίτλο «Ἐκδοτική Ἑταιρία τοῦ Πύργου», τήν πρώτη μορφή τῆς ὀργάνωσης τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ[5]. Προφανῶς, οὔτε τήν ἐποχή ἐκείνη, οὔτε ἀργότερα ὁ Ρῶσσελ εἶχε τήν πρόθεση νά ἱδρύσει μιά νέα θρησκευτική ὁμάδα ἤ μιά νέα «ἐκκλησία»· ἔτσι ἐξελίχθηκαν τά πράγματα κυρίως μετά τόν θάνατό του. Ἵδρυσε μιά νέα προσωπική ἐμπορική ἐπιχείρηση μεταξύ τῶν ἄλλων, πού ἤδη εἶχε, ὅπως ἀκριβῶς σήμερα ἀνοίγει κάποιος ἕνα βιβλιοπωλεῖο ἤ ἱδρύει ἕναν ἐκδοτικό οἶκο καί ἐμπορεύεται θρησκευτικά βιβλία, μέσω τῶν ὁποίων, βέβαια, προβάλλει καί τίς προσωπικές του ἀπόψεις.
Τό 1884 ὁ Ρῶσελ μετέτρεψε αὐτή τήν ἰδιωτική ἐπιχείρηση σέ μετοχική ἑταιρία ἤ ἀκριβέστερα σέ ἀνώνυμη ἑταιρία (Incorporated), ἡ ὁποία λειτουργοῦσε πλέον ὡς νομικό πρόσωπο μέ τόν τίτλο «Φυλλαδική Ἑταιρία Σκοπιά τῆς Σιών». Τό 1896 μετονομάσθηκε σέ «Βιβλική καί Φυλλαδική Ἑταιρία Σκοπιά» καί ἀπό 1955 ἔχει τό σημερινό της ὄνομα: «Βιβλική καί Φυλλαδική Ἑταιρία Σκοπιά τῆς Πενσυλβανίας»[6]. Σ’ αὐτήν μποροῦσε νά μετέχει ὁποιοσδήποτε, προσφέροντας 10 δολάρια καί ἀποκτώντας τό δικαίωμα μιᾶς ψήφου. Κύριος μέτοχος ἦταν, βέβαια, ὁ ἴδιος ὁ Ρῶσσελ, ὁ ὁποῖος, ἀπό τήν πώληση ἄλλων ἐπιχειρήσεων, ἐξασφάλισε τό ποσό τῶν 350.000 δολαρίων καί τό μετέτρεψε σέ μετοχές στήν ἑταιρία, ἐνῶ ταμίας καί γραμματέας ἦταν ἡ τότε σύζυγός του[7]. Ὁ Ρῶσσελ ποτέ δέν ἀπέκρυπτε τόν ἐμπορικό χαρακτῆρα τῆς ἑταιρίας. Αὐτή, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, «εἶναι ἁπλῶς μιά ἐμπορική ἐπιχείρηση (Bussines Association) … Ἱδρύθηκε ὡς ἑταιρία στήν πολιτεία τῆς Πενσυλβανίας καί εἶναι ἐξουσιοδοτημένη νά διατηρεῖ καί νά διαχειρίζεται περιουσία … Δέν εἶναι πίστη (Creed) ἤ δόγμα (Confession). Εἶναι ἁπλῶς μιά ἐπιχείρηση (Bussines), κατάλληλη νά διαδίδει τήν ἀλήθεια … Καθένας πού θά προσφέρει 10 ἤ περισσότερα δολάρια στά κεφάλαια τῆς ἑταιρίας γιά τή διάδοση τῆς ἀλήθειας, εἶναι ἕνα μέλος μέ ψῆφο κι ἔχει δικαίωμα μιᾶς ψήφου γιά κάθε 10 δολάρια πού ἔχει προσφέρει»[8].
Αὐτά ἀναφέρει ὁ ἴδιος ὁ Ρῶσσελ τό 1891. Ἤδη, ὅμως, διαφαίνεται ὅτι μέσω τῆς ἑταιρίας κηρύσσεται μιά «ἀλήθεια», πού δέν ἦταν ἄλλη, βέβαια, ἀπό τίς θρησκευτικές ἀντιλήψεις τοῦ Ρῶσσελ, οἱ ὁποῖες ἐλάχιστα διέφεραν ἀπό αὐτές τῶν Ἀντβεντιστῶν τῆς ἐποχῆς του. Μέσῳ τῶν ἐντύπων της ὁ Ρῶσσελ ἄρχισε νά ἀποκτᾶ ὁπαδούς, οἱ ὁποῖοι τόν θεωροῦσαν κάτι σάν «προφήτη». Ἀλλά, καί ὁ ἴδιος ἀντιλαμβανόταν τόν ἑαυτό του σάν ἕνα εἶδος «προφήτη» τῶν ἐσχάτων καιρῶν, μέ «θεία» ἀποστολή στόν κόσμο. Πίστευε ὅτι ἦταν ὁ «πιστός καί φρόνιμος δοῦλος» τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς[9], μέ προορισμό νά μοιράζει κατάλληλη τροφή στόν κατάλληλο καιρό[10]. Ὡστόσο, οἱ ὁπαδοί του, οἱ «Σπουδαστές τῆς Γραφῆς» ὅπως ὀνομάζονταν τότε, δέν ἦταν ὀργανωμένοι. Σχημάτιζαν ὁμάδες ἤ «ἐκκλησίες» γιά τή μελέτη τῆς Βίβλου καί τῶν κειμένων τοῦ Ρῶσσελ, ἀλλά οἱ ὁμάδες αὐτές δέν ἦταν ὑποταγμένες στήν ἑταιρία[11]. Ὁ ἴδιος πίστευε ὅτι «ἡ Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ … δέν εἶναι ἀκόμη τελεία καί γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά ὀργανωθεῖ»[12]. «Δέν ὑπάρχει καμμία ὀργάνωση πού ἐκπροσωπεῖ τήν ἀληθινή Ἐκκλησία», σέ ἀντίθεση μέ ἄλλες ὁμάδες πού προσπαθοῦν νά ἐπιβάλλουν στά «τέκνα τοῦ Θεοῦ» τό «ὁλοκληρωτικό τους θρησκευτικό σύστημα» καί τά «ἄρθρα τῆς πίστεώς τους» σάν «ἀλάθητη ἀλήθεια»[13].
Ὡστόσο, μετά τόν θάνατο τοῦ Ρῶσσελ τό 1916 τά πράγματα ἄλλαξαν ριζικά. Ὁ ἐκτελεστής τῆς διαθήκης του Ἰωσήφ Ρόδερφορδ (1869-1942), κατόρθωσε μέ διάφορα νομικά τεχνάσματα νά ἐκτοπίσει τούς στενούς συνεργάτες τοῦ Ρῶσσελ, νά παραβιάσει τή βούλησή του καί νά γίνει ὁ διάδοχός του στήν ἡγεσία τῆς ἑταιρίας. Μέ τή νέα ἡγεσία ἡ ἑταιρία ἔλαβε τή μορφή πού ἔχει σήμερα. Μέ συστηματικό τρόπο ἡ διδαχή τοῦ Ρῶσσελ παραμερίστηκε, ἡ αὐθεντία του κλονίστηκε καί οἱ τελευταῖες ἐπιθυμίες του παραβιάστηκαν, ὅπως, γιά παράδειγμα, ὁ ὅρος νά μήν ἐκδοθεῖ κανένα νέο βιβλίο μετά τόν θάνατό του. Ὁ Ρῶσσελ ἔπαψε νά θεωρεῖται ὁ «πιστός καί φρόνιμος δοῦλος», πού μοίραζε τροφή «ἐν καιρῷ». Ὁ «δοῦλος» αὐτός ἦταν πλέον ὁ νέος πρόεδρος καί, ἀργότερα, ἡ ἴδια ἡ ἑταιρία, δηλαδή ἡ συλλογική ἡγεσία της. Φυσικά, ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα ἡ ἑταιρία τά ἀποκρύπτει καί βλέπει παντοῦ μιά ἑνότητα. Στήν ἐποχή τοῦ Ρῶσσελ κέντρο τῆς ζωῆς τῶν ὁπαδῶν ἦταν τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί ἡ «ἀνάπτυξη τοῦ χαρακτῆρος τοῦ Χριστοῦ», κάτι ἀνάλογο μέ ὅ,τι ἐμεῖς ἀποκαλοῦμε «ὁμοίωση Χριστοῦ». Αὐτό, ὅμως, θεωρήθηκε «ἀσέβεια»[14] ἀπό τόν Ρόδερφορδ καί τή θέση του κατέλαβε τό «ἔργο» ἤ ἡ «ὑπηρεσία» γιά τή διάδοση τῶν ἐντύπων τῆς ἑταιρίας. Ἀκόμη καί οἱ συναθροίσεις προσευχῆς καί μελέτης τῆς Γραφῆς ἔγιναν «ὑπηρεσιακές ὀργανώσεις», μέ σκοπό τόν συντονισμό τοῦ «ἔργου». Ἡ διάδοση τῶν ἐντύπων «ἀπό σπίτι σέ σπίτι» θεωρήθηκε ἕνα εἶδος λατρείας ἤ μᾶλλον ἡ μοναδική λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τό 1925 ἄρχισε μιά συζήτηση γιά τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κατέληξε τό 1934 στό ὅτι τό ὄνομα «Ἰεχωβᾶ» εἶναι τό ἀποκλειστικό ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Κατ’ ἐξοχήν ἔργο τῶν ὁπαδῶν ἔγινε στό ἑξῆς ἡ «δικαίωση» αὐτοῦ τοῦ ὀνόματος. Ὅ,τι ὁ Ρῶσσελ ἀποκαλοῦσε «Θεῖο Σχέδιο τῶν Αἰώνων» καί τό ὁποῖο συνίστατο στή σωτηρία τοῦ κόσμου, στήν ἔλευση τοῦ «εὐαγγελικοῦ αἰῶνος» καί στόν «θερισμό τῶν ἁγίων», ἀντικαταστάθηκε ἀπό τή «δικαίωση τοῦ ὀνομάτος τοῦ Ἰεχωβᾶ». Ἡ βιβλική διδασκαλία γιά τή σωτηρία ὑπέστη πλήρη ἀντιστροφή: δέν γινόταν λόγος πλέον γιά σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἀλλά γιά σωτηρία τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς ἀνθρώπους, γιά «δικαίωση τοῦ ὀνόματός» Του. Ἡ «δικαίωση» αὐτή ταυτίστηκε μέ τή «μαρτυρία» γιά τό ὄνομα «ἀπό σπίτι σέ σπίτι». Εὐνόητο ἦταν οἱ ὁπαδοί τῆς ἑταιρίας, οἱ «Σπουδαστές τῆς Γραφῆς», νά ὀνομαστοῦν στό ἑξῆς «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» (1931).
Ὁ Ρόδερφορδ κατόρθωσε νά μετατρέψει σταδιακά τήν ἐμπορική ἐπιχείρηση τοῦ Ρῶσσελ σέ «θεοκρατική» ὀργάνωση, οἰκοδομώντας ἕνα ὁλοκληρωτικό καί ἀπολυταρχικό σύστημα, πού ἀσκεῖ ἀπόλυτη ἐξουσία στά μέλη του. Τό 1938 ὅλες οἱ ὁμάδες τῶν ὁπαδῶν σέ ὅλο τόν κόσμο ὑποχρεώθηκαν νά ὑπογράψουν μιά «ἀπόφαση», στήν ὁποία μεταξύ ἄλλων ὁμολογοῦσαν τό ἑξῆς: «ἀναγνωρίζομε ὅτι ἡ κυβέρνησις τοῦ Θεοῦ εἶναι καθαρή θεοκρατία … καί ὅτι ἡ ἑταιρία εἶναι ὁ ὁρατός ἐκπρόσωπος τοῦ Θεοῦ πάνω στή γῆ»[15]. Ἤδη ἀπό τό 1925 ἡ «Σκοπιά» διεκήρυττε ὅτι «ὅσοι ἀντιτίθενται ἤ ἀρνοῦνται νά δεχθοῦν τίς διδαχές της, γίνονται μέλη τῆς ὀργάνωσης τοῦ Σατανᾶ» καί ὅτι «ὅσοι ἀδελφοί διαφωνοῦν μέ τόν Ρόδερφορδ, εἶναι ὑπηρέτες τοῦ Σατανᾶ πού θά ὁδηγηθοῦν στή Γέεννα»[16].
Ὁ Ρόδερφορδ πέθανε τό 1942. Τόν διαδέχθηκαν οἱ Νάθαν Νόρρ (1942-1977), Φρέντερικ Φράνς (1977-1992), Μίλτον Χένσελ (1992-2003) καί Ντόν Ἄνταμς (2003-). Οἱ διάδοχοι ἀνέπτυξαν καί ἑδραίωσαν τή «θεοκρατία», πού οἰκοδόμησε ὁ Ρόδερφορδ. Στίς μέρες τους ἡ ἑταιρία ἀπέκτησε ἑκατομμύρια ὁπαδούς σέ ὅλο τόν κόσμο, ἐλέγχοντας ἀπόλυτα κάθε πτυχή τῆς ζωῆς τους. Τό 1944 ὁ Νάθαν Νόρρ τροποποίησε τό καταστατικό, μετατρέποντάς την σέ βορειοαμερικανική ἐπιχείρηση, κατά τά ἐκεῖ ἰσχύοντα νομικά δεδομένα. Ἡ «Βιβλική καί Φυλλαδική Ἑταιρία Σκοπιά τῆς Πενσυλβανίας» ἔπαψε πλέον νά εἶναι μετοχική ἀνώνυμη ἑταιρία, ἀναλαμβάνοντας τήν «πνευματική» ἡγεσία τῶν ὁπαδῶν, τή θέση της, ὅμως, κατέλαβε ἡ «Βιβλική καί Φυλλαδική Ἑταιρία Σκοπιά τῆς Νέας Ὑόρκης», ὡς μετοχική ἑταιρία, ἀναλαμβάνοντας τό οἰκονομικό καί ἐπιχειρηματικό μέρος. Ὡστόσο, τό «Συμβούλιο Διευθυντῶν» καί στίς δύο ἑταιρίες εἶναι κοινό[17].
* * *
Παρατηροῦμε ὅτι, ἄν καί ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» ἐξελίχθηκε σέ θεοκρατική ὀργάνωση, μέ συγκεκριμένη διδαχή καί μέ ἀπόλυτη ἀπαίτηση ἐπί τῶν μελῶν της, ποτέ δέν ἀπαλλάχθηκε ἀπό τό ἐμπορικό καί ἐπιχειρηματικό παρελθόν της. Ἄς δοῦμε, ὅμως, ὁρισμένα στοιχεῖα ἀπό τήν πρόσφατη κερδοσκοπική δραστηριότητά της, χρησιμοποιώντας τήν ψυχρή γλώσσα τῶν ἀριθμῶν.
Ὅπως εἴδαμε, ὁ Ρῶσσελ εἶχε ἐπενδύσει στήν ἑταιρία τό ποσό τῶν 350.000 δολαρίων. Ὅταν πέθανε, τό βασικό κεφάλαιό της εἶχε ἀνέλθη στό ὕψος τοῦ 1.500.000 δολαρίων[18]. Σύμφωνα μέ παλαιότερα στοιχεῖα τῆς ἴδιας τῆς ἑταιρίας, τό 1986 ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν «στά κυριότερα τμήματα», δηλαδή στίς ΗΠΑ, στή Γερμανία, στήν Ἰταλία, στήν Ἰαπωνία καί σέ «ἄλλες χῶρες», 43.958.303 Γραφές καί βιβλία[19]. Ἄν ὑπολογίσουμε τό καθένα μέ ἐλάχιστη τιμή πώλησης 300 δραχμές καί ἄν ἀφαιρέσουμε τό κόστος παραγωγῆς τους, τότε τό καθαρό κέρδος γιά τό ἔτος ἐκεῖνο, μόνο ἀπό τή διάθεση Γραφῶν καί βιβλίων ἀνερχόταν στό «ἀστρονομικό» ποσό τῶν 11.868.741.810 δραχμῶν μέ τήν τότε ἀξία τῆς δραχμῆς. Ὅμως, ἡ ἑταιρία, ὅπως εἶναι γνωστό, ἐκδίδει μεταξύ ἄλλων καί τά δύο δεκαπενθήμερα περιοδικά «Σκοπιά» καί «Ξύπνα». Σύμφωνα πάλι μέ παλαιότερα στοιχεῖα τῆς ἴδιας, τό 1988 τά περιοδικά αὐτά κυκλοφοροῦσαν σέ 48.790.000 τεύχη ἀνά μῆνα[20]. Κάθε τεῦχος στοίχιζε τότε 35 δραχμές. Ὑπολογίζοντας τά ἐτήσια ἔσοδα καί ἀφαιρώντας τό κόστος παραγωγῆς, προκύπτει τό ποσό τῶν 18.442.620.000 δραχμῶν, ὡς καθαρό κέρδος γιά τό ἔτος ἐκεῖνο καί μέ τίς τότε ἀξίες, μόνο ἀπό τά περιοδικά «Σκοπιά» καί «Ξύπνα». Ἀπό τότε τά στοιχεῖα αὐτά ἔχουν ἀλλάξει δραματικά, πρός ὄφελος, βέβαια, τῆς ἑταιρίας. Ὅπως συνηθίζεται στόν χῶρο τῶν ἐπιχειρήσεων, ἡ «Σκοπιά» θέτει στόχους, καί οἱ στόχοι αὐτοί εἶναι ἡ αὔξηση τῆς παραγωγῆς καί, κατά συνέπειαν, ἡ αὔξηση τῶν κερδῶν σέ ποσοστό 10% ἀνά ἔτος[21].
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι κανένα ἔντυπο δέν παρέχεται δωρεάν ἀπό τήν ἑταιρία. Ὅσα προσφέρονται στό «ἔργο ἀπό σπίτι σέ σπίτι» καί, γενικότερα, στίς προσηλυτιστικές ἐξορμήσεις τῶν ὁπαδῶν, ἀγοράζονται ἀπό αὐτούς. Βέβαια, ἡ δαπάνη τους εἶναι πολύ μικρή καί, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ ἑταιρία, προσφέρονται «σέ τιμή κόστους» ἤ καί «κάτω τοῦ κόστους»[22]. Ὅμως, αὐτό δέν ἀληθεύει. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες πρώην μελῶν, πού γνωρίζουν πράγματα καί καταστάσεις, τό συνολικό κόστος παραγωγῆς σέ ὅλες τίς ἐκδόσεις της ἀνέρχεται μόλις στό 10% τῆς τιμῆς πωλήσεως[23]. Αὐτό συμβαίνει, ἐπειδή ἡ ἑταιρία δέν καταβάλλει καθόλου ἀμοιβές ἐργαζομένων. Ἔξοδα διαθέσεως, ἐπίσης, δέν καταβάλλονται, ἔξοδα διαφημίσεως δέν ἀπαιτοῦνται. Ὅλα αὐτά προσφέρονται ἀπό ἀφιερωμένους ὁπαδούς, πού ἐργάζονται ἔναντι φαγητοῦ καί ὕπνου. Τό φαγητό προέρχεται ἀπό ἰδιόκτητες φάρμες, ὅπου τό προσωπικό ἐργάζεται, ἐπίσης, χωρίς ἀμοιβή[24]. Ἄμισθη ἐθελοντική ἐργασία, ὅμως, σημαίνει κέρδος, ἔσοδα γιά τήν ἑταιρία. Σύμφωνα μέ πρόσφατα στοιχεῖα τῆς ἴδιας ἀπό τό «Βιβλίο Ἔτους 2015», δίπλα στήν ἔνδειξη «Σύνολο Ὡρῶν πού Δαπανήθηκαν στόν Ἀγρό» γιά τό 2014 ἀναγράφεται ὁ ἀριθμός τοῦ 1.945.485.604 ὡρῶν[25]. Ἄς σημειωθεῖ, ἐπίσης, ὅτι τό χαρτί γιά τίς ἐκδόσεις της προέρχεται ἀπό ἐργοστάσια παραγωγῆς, μέ τά ὁποῖα ἡ ἑταιρία ἔχει συνάψει συμφωνίες, ὥστε νά τό προμηθεύεται σέ ἰδιαίτερα χαμηλές τιμές. Ἀπό τό ἔτος 1977 χρησιμοποιεῖ ὑπερσύγχρονο πολύγλωσσο ἠλεκτρονικό σύστημα, πού ἐκτυπώνει ἔντυπα σέ ἑκατομμύρια ἀντίτυπα, ταυτόχρονα σέ 250 γλῶσσες[26]. Ἐπιχειρηματικό ρίσκο στίς ἐκδόσεις της δέν ὑπάρχει. Ὁποιοδήποτε βιβλίο ἐκδοθεῖ, σέ ἑκατομμύρια ἀντίτυπα πάντοτε, ἔχει ἤδη πωληθεῖ ἀπό τή στιγμή πού βρίσκεται στό πιεστήριο, γιατί κάθε Μάρτυς τοῦ Ἰεχωβᾶ θά σπεύσει νά τό ἀγοράσει.
Τά παραπάνω στοιχεῖα εἶναι ἐνδεικτικά γιά τά ἔσοδα ἀπό μία μόνο, τή σημαντικότερη βέβαια, δραστηριότητα τῆς «Σκοπιᾶς», τήν ἐκδοτική. Αὐτή ὅμως, δέν εἶναι ἡ μόνη. Ἡ ἑταιρία ἔχει ἔσοδα καί ἀπό πολλές ἄλλες πηγές. Τέτοιες εἶναι, ἡ ἄμισθη ἐργασία τῶν ὁπαδῶν, στήν ὁποία ἤδη ἀναφερθήκαμε, τό ἐμπόριο προϊόντων ἤχου καί εἰκόνας θρησκευτικοῦ περιεχομένου, τά ἀγροκτήματα, γνωστά ὡς «Φάρμες τῆς Βασιλείας», ὅπου παράγονται διάφορα προϊόντα «τῆς Βασιλείας» (μία ἀπό αὐτές ἐκτείνεται σέ 688 ἐκτάρια καί εἶναι σχεδόν τέσσερες φορές μεγαλύτερη ἀπό τό Δουκᾶτο τοῦ Monaco)[27], ἔσοδα ἀπό ἐτήσιες συνελεύσεις τῶν ὁπαδῶν, εἰσφορές πού ἀναγκάζονται νά καταβάλλουν τά μέλη, ὅπως ἡ «δεκάτη», ἡ ὁποία δέν περιορίζεται ἀναγκαστικά στήν προσφορά τοῦ ἑνός δεκάτου μόνο τῶν εἰσοδημάτων στήν ὀργάνωση, ὅπως ἡ ἴδια προτρέπει. Ἐπίσης, «δωρεές ὑπό ὅρους», ἄλλου εἴδους προσφορές, ἀσφαλιστήρια συμβόλαια, διαθῆκες κ.ἄ.[28]
* * *
Ὡστόσο, θά ἦταν σφάλμα νά θεωρήσουμε ὅτι ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» εἶναι μόνο μιά κερδοσκοπική ὀργάνωση, πού ἐκμεταλλεύεται οἰκονομικά τά πλήθη τῶν ὁπαδῶν της σέ ὅλο τόν κόσμο. Κάτι τέτοιο θά σήμαινε ὅτι οἱ κίνδυνοι ἀπό αὐτήν εἶναι μόνο φυσικοί, ὅπως ἡ οἰκονομική καί ἡ κάθε εἴδους ἐκμετάλλευση, ἡ καλλιέργεια ἰσχυρῶν ἐξαρτήσεων, ἡ ἄσκηση ψυχολογικῆς βίας, οἱ ἀλλοιώσεις στήν προσωπικότητα τῶν μελῶν, ἡ πρόκληση κοινωνικῶν, οἰκογενειακῶν καί διάφορων ἄλλων προβλημάτων κ.τ.λ. Ὅμως, γιά μᾶς, γιά τήν Ἐκκλησία μας, ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος εἶναι ὁ πνευματικός, ὁ κίνδυνος ἔκπτωσης ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί, κατ’ ἐπέκτασιν, ἀπό τή σωτηρία. Αὐτός ἀκριβῶς ὁ κίνδυνος ἐνυπάρχει σέ κάθε αἵρεση ἤ μᾶλλον ἀποτελεῖ τήν οὐσία κάθε αἵρεσης. Ἄν ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου εἶναι ἡ ὁδός, πού ὁδηγεῖ σέ κοινωνία μέ τόν Θεό καί στή σωτηρία, ἡ αἵρεση εἶναι μιά ἀπολυτοποιημένη διδαχή, πού ἀκυρώνει τήν οὐσία τοῦ Εὐαγγελίου καί ὁδηγεῖ ἐκτός τοῦ Θεοῦ καί ἐκτός σωτηρίας. Ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» εἶναι φορέας ἀκριβῶς μιᾶς τέτοιας ἀπολυτοποιημένης διδαχῆς, πού ἀντλεῖ τό κύρος της, ὄχι βέβαια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά ἀπό τόν ὑποτιθέμενο μοναδικό ἀγωγό τοῦ Ἰεχωβᾶ[29], δηλαδή ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της. Ἄλλωστε, μέσω αὐτῆς τῆς ἀπολυτοποιημένης διδαχῆς ἡ ἑταιρία ἐπιβάλλεται στούς ὁπαδούς της.
Ἐξετάζοντας τά βασικά σημεῖα αὐτῆς τῆς διδαχῆς, πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἄλλα θέματα πίστεως εἶναι καίρια γιά τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καί ἄλλα εἶναι καίρια γιά τήν Ὀρθοδοξη Ἐκκλησία. Τά θεμελιώδη ἐκκλησιαστικά δόγματα, τό τριαδικό καί τό χριστολογικό, δέν βρίσκονται στό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος τῆς ἑταιρίας. Τό πρόσωπο καί τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, ἐπίσης, δέν βρίσκονται στό ἐπίκεντρο. Ἴσως γι’ αὐτό ἡ περί τοῦ Χριστοῦ ἀντίληψή της ἐμφανίζεται ἀσαφής καί συγκεχυμένη. Γι’ αὐτό, συζητώντας μέ ὁπαδούς τῆς «Σκοπιᾶς», θά ἦταν προτιμότερο νά ἀρχίζουμε ἀπό τά θέματα πού θεωροῦν ἐκεῖνοι σημαντικά, ὅπως τό «ἐπίμαχο ζήτημα», τό ὄνομα τοῦ Ἰεχωβᾶ, ἡ μάχη τοῦ Ἀρμαγεδῶνα καί ἡ χιλιετής βασιλεία. Ἄν ὡς πρός αὐτά κλονιστεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη τους στήν αὐθεντία τῆς ἑταιρίας, τότε ἔχει νόημα νά συζητοῦμε τά ὄντως σημαντικά. Διαφορετικά, ἡ προσπάθειά μας θά ἔχει πενιχρά ἀποτελέσματα.
Τό βασικότερο δόγμα τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ εἶναι τό λεγόμενο «ἐπίμαχο ζήτημα». Σύμφωνα μέ αὐτό, ὁ Σατανᾶς προκάλεσε τόν Ἰεχωβᾶ, ἰσχυριζόμενος ὅτι μπορεῖ νά τοῦ ἀποσπάσει τήν κυριαρχία ἀπό τόν κόσμο καί ὅτι οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά αὐτοκυβερνηθοῦν, χωρίς τή βοήθειά του. Ὁ Θεός μποροῦσε, βέβαια, νά ἀγνοήσει τόν Σατανᾶ ἤ καί νά τόν καταστρέψει. Ὅμως, ἐπειδή ἡ πρόκληση ἔγινε ἐνώπιον τῶν Ἀγγέλων, ὁ Ἰεχωβᾶ ἐκτέθηκε καί ἔπρεπε νά ἀποδείξει ὅτι ὁ ἰσχυρισμός τοῦ Σατανᾶ δέν ἰσχύει. Ἔτσι, τοῦ ἔδωσε διορία 6.000 ἐτῶν γιά νά ἀποδείξει τόν ἰσχυρισμό του[30]. Ἔκτοτε, ὁ Σατανᾶς κυριάρχησε στόν κόσμο, ἀλλά μόνο προσωρινά. Ἀπό τή στιγμή πού ἐμφανίστηκε ἡ «ὀργάνωση τοῦ Ἰεχωβᾶ», δηλαδή ἡ ἑταιρία «Σκοπιά», ὁ κόσμος χωρίζεται σέ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα: στήν ὀργάνωση τοῦ Ἰεχωβᾶ καί στήν ὀργάνωση τοῦ Σατανᾶ. Στήν πρώτη ἀνήκουν μόνο οἱ ὁπαδοί τῆς «Σκοπιᾶς», ὅσοι βρίσκονται μέσα στό «μοναδικό καταφύγιο» καί θά λυτρωθοῦν ἀπό τήν ἐπερχόμενη γενική καταστροφή. Στήν ὀργάνωση τοῦ Σατανᾶ ἀνήκουν ὅλοι οἱ ἄλλοι, δηλαδή τά ἔθνη, οἱ λαοί, οἱ ὀργανωμένες κοινωνίες, οἱ θρησκεῖες, οἱ διεθνεῖς ὀργανισμοί, οἱ στρατοί τῶν ἐθνῶν, οἱ ἀρχές, οἱ ἐξουσίες κ.λ.π[31].
Σκοπός τῆς ὀργάνωσης τοῦ Ἰεχωβᾶ εἶναι νά «δικαιώσει» τόν Θεό, δηλαδή νά τόν ἀποδείξει ἀληθή, καί παράλληλα νά ἀποδείξει τόν Σατανᾶ ψευδόμενο[32]. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται ὅσο ὑπάρχουν ἄνθρωποι στόν κόσμο, πού ἐγκαταλείπουν τήν ὀργάνωση τοῦ Σατανᾶ καί ἐντάσσονται ὁλόψυχα στήν ὀργάνωση τοῦ Ἰεχωβᾶ. Γι’ αὐτό κάθε ὁπαδός τῆς «Σκοπιᾶς» στρατεύεται στό ἔργο «ἀπό σπίτι σέ σπίτι», ὥστε νά πείσει τούς συνανθρώπους του νά ἐγκαταλείψουν τήν ὀργάνωση τοῦ Σατανᾶ. Τό ἔργο αὐτό θεωρεῖται ἐξαιρετικά ἐπεῖγον, διότι οἱ δύο κόσμοι ὁδηγοῦνται σέ μιά τελική σύγκρουση, σέ μιά ἔσχατη μάχη, πού θά ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν ὁλοκληρωτική καταστροφή τοῦ δαιμονικοῦ κόσμου καί τήν ἐπιβίωση μόνο τῶν ὁπαδῶν τῆς ἑταιρίας. Τόπος αὐτῆς τῆς τελικῆς μάχης θά εἶναι ὁ Ἀρμαγεδῶνας. Ἡ μεγάλη μάχη θά γίνει ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τά ἀγγελικά στρατεύματα τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τῆς ὀργάνωσης τοῦ Ἰεχωβᾶ καί ὅταν ὁ Σατανᾶς μέ τά δαινονικά στρατεύματα, ἀντίστοιχα, τεθεῖ ἐπικεφαλῆς τοῦ ὑπόλοιπου κόσμου. Ἡ μάχη αὐτή περιγράφεται μέ φοβερές εἰκόνες φρίκης. Ὁ Χριστός, «ἡ εἰρήνη ἡμῶν»[33], ὁ «εὐαγγελιζόμενος εἰρήνην»[34], προβάλλεται ὡς ὁ «μέγας σφαγεύς», πού θά καταστρέψει τόν ἁμαρτωλό κόσμο: «Ὅταν τό ἔργο τῆς μαρτυρίας τελειώσει», διαβάζουμε σέ ἔντυπα τῆς ἑταιρίας, «ὁ Χριστός θά προχωρήσῃ εἰς τήν ἀπερίγραπτον σφαγή ὅμοια τῆς ὁποίας δέν ἔχει γίνει. Τόσα πτώματα θά ὑπάρξουν ἀπό τό ἕν ἄκρον τῆς γῆς μέχρι τό ἄλλον, ὥστε οὐδείς θά θάπτει τούς νεκρούς»[35]. Ἡ περιγραφή συνεχίζεται μέ ἀκόμη ἐντονότερες εἰκόνες: «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὁ μέγας σφαγεύς καί τώρα περιζώνεται τήν μάχαιρά του καί ἐλαύνει νικηφόρος εἰς τόν πόλεμον»[36]. «Ἀπό τή φρικτή σφαγή θά γλιτώσουν μόνον … ὅσοι βρίσκονται μέσα στό καταφύγιον»[37]. «Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔξω ἀπό τό καταφύγιο θά ὁλολύζουν καί θά κυλίωνται στό χῶμα … θά θανατωθοῦν ἐξ αἰτίας τῆς γοερῆς ὀργῆς τοῦ Ἰεχωβᾶ»[38]. Ὅσοι ἐπιζήσουν, οἱ «ἐκλεκτοί», «θά ἐξέλθουν καί θά ἰδοῦν τά πτώματα ἐκείνων τούς ὁποίους ἐθανάτωσε ὁ Ἰεχωβᾶ, ἄταφα, βορά τῶν σκωλήκων πού δέν θά πεθαίνουν οὔτε θά παύσουν νά συρρέουν ἐπάνω στά ἀπεχθῆ πτώματα ὥσπου νά καταφάγουν τά ὀστά των»[39].
Αὐτός εἶναι ὁ «ὅμορφος» κόσμος, πού ὀνειρεύονται οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ μετά τήν μεγάλη μάχη τοῦ Ἀρμαγεδῶνα! Εἶναι αὐτονόητο, ὅτι μέ αὐτή τή διδασκαλία, ἀλλά καί μέ τόν τρόπο πού προβάλλεται ἀσκεῖται ἐντονότατου βαθμοῦ ψυχολογική βία καί τρομοκρατία στά μέλη, στοιχεῖα τά ὁποῖα ἐξασφαλίζουν, τελικά, τή συνοχή τῆς ὀργάνωσης: ὅποιος βρίσκεται ἔξω ἀπό τό «μοναδικό καταφύγιο», τήν ἑταιρία, καί δέν ἀκολουθεῖ πιστά τή γραμμή της, θά ὑποστεῖ ἀναπόφευκτα τή σφαγή στόν Ἀρμαγεδῶνα μαζί μέ τά τέκνα τοῦ διαβόλου. Ἐπίσης, ἄς σημειωθεῖ ὅτι καί ἐδῶ παρατηρεῖται ἡ πλήρης ἀντιστροφή τῆς περί σωτηρίας βιβλικῆς πίστης: ὁ Θεός ἐμφανίζεται νά ἐξαρτᾶται ἀπό τόν ἄνθρωπο, νά ἔχει τήν ἀνάγκη του, ὥστε νά ἀποδειχθεῖ ἀληθής ἔναντι τῆς προκλήσεως τοῦ Σατανᾶ.
Ἀμέσως μετά τόν Ἀρμαγεδῶνα θά ἐγκαθιδρυθεῖ ἡ χιλιετής βασιλεία τοῦ Χριστοῦ στή γῆ. Ὁ Ρῶσσελ διαβεβαίωνε ὅτι αὐτό θά γινόταν τό 1914. Ὅταν, ὅμως, τότε δέν συνέβη τίποτε, ἀναγκάστηκε νά μεταθέσει τήν ἔναρξη τῆς βασιλείας λίγο ἀργότερα, γύρω στό 1918[40]. Ὅμως, πέθανε τό 1916 καί δέν πρόλαβε νά δεῖ τή διάψευση καί τῆς νέας «προφητείας» του. Ὁ Ρόδερφορδ διακήρυττε ὅτι ἡ βασιλεία θά ἄρχιζε «τό ἔτος 1925, γύρω στό Φθινόπωρο»[41]. Ὅταν οὔτε τότε συνέβη κάτι, ὁ Ρόδερφορδ δέχθηκε «νέα ἀποκάλυψη», ἰσχυριζόμενος ὅτι τό 1914 ἡ βασιλεία ἱδρύθηκε ἀοράτως στούς οὐρανούς καί ἀποκρύπτοντας, βέβαια, ὅτι ὅλοι ὡς τότε μιλοῦσαν γιά βασιλεία ἐπίγεια καί ὁρατή. Ἀπό τότε ἡ ἑταιρία ἰσχυριζόταν ὅτι ἡ γενιά τοῦ 1914 θά ζοῦσε ὅλα τά ἔσχατα γεγονότα. Τό 1920 κυκλοφόρησε τό βιβλίο τοῦ Ρόδερφορδ μέ τόν χαρακτηριστικό τίτλο: «Ἑκατομμύρια ἤδη ζώντων οὐδέποτε θά ἀποθάνουν» καί πολύ ἀργότερα, τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1984, τό περιοδικό «Σκοπιά» κυκλοφόρησε μέ τόν ἐπίσης χαρακτηριστικό τίτλο: «1914. Ἡ γενιά πού δέ θά παρέλθει»[42]. Ἀλλοῦ ἡ ἑταιρία ἔκανε λόγο γιά ἀνθρώπους πού ἦσαν «ἀρκετά ἐνήλικοι» τό 1914 καί «θά ζοῦν ἀκόμη γιά νά ἰδοῦν τό τέλος τοῦ πονηροῦ αὐτοῦ συστήματος»[43]. Ὅμως, ἡ γενιά τοῦ 1914 ἔχει ἤδη πρό πολλοῦ παρέλθει. Ἀκόμη καί ὅσοι γεννήθηκαν τή χρονιά ἐκείνη ἀπό τούς τυχόν ἐπιζῶντες θά εἶναι σήμερα (2016) ἄνω τῶν 100 ἐτῶν![44] Τελευταία ἀπόπειρα προσδιορισμοῦ τοῦ χρόνου τῆς βασιλείας, ἔγινε ἀπό τόν Νάθαν Νόρ, κατά τόν ὁποῖο, ἡ χιλιετής βασιλεία στή γῆ θά ἄρχιζε, σύμφωνα μέ νέους ὑπολογισμούς, τό 1975. Ὅταν καί τό ἔτος ἐκεῖνο δέν συνέβη τίποτε, στήν ἑταιρία ἐπικράτησε ἔντονη ἀπογοήτευση καί τή συνετάραξε μεγάλη κρίση. Ἀπό τότε δέν τόλμησε νά ὁρίσει νέα χρονολογία, ἐπαναλαμβάνοντας ἁπλῶς ὅτι λίγος εἶναι ὁ καιρός μέχρι τόν Ἀρμαγεδῶνα[45].
* * *
Ἄς δοῦμε, ὅμως, τή διδασκαλία τῆς ἑταιρίας καί ἀπό τήν ἄποψη τῆς Ὀρθόδοξης χριστιανικῆς πίστης καί μέ βάση τά θέματα, τά ὁποῖα ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ πρωταρχικά. Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε, ἡ Ἐκκλησία πιστεύει στόν Τριαδικό Θεό. Σ’ Αὐτόν προσεύχεται καί Αὐτόν μόνο λατρεύει. Πιστεύει ὅτι, κατά τρόπο ἀπρόσιτο στήν ἀνθρώπινη λογική, ὁ Θεός εἶναι μία φύση καί τρία πρόσωπα: Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ἀντίθετα, ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» δέν δέχεται τήν ἀλήθεια γιά τήν Ἁγία Τριάδα. Πιστεύει ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή δέν εἶναι ἁπλῶς καί μόνο πλάνη, ἀλλά καί εἰσήγηση τοῦ διαβόλου. «Ἡ Ἁγία Γραφή ἀποδεικνύει πέραν πάσης ἀμφιβολίας ὅτι εἶναι διδασκαλία τοῦ διαβόλου ἡ διδασκαλία περί Τριάδος», διαβάζουμε σέ ἔντυπο τῆς ἑταιρίας[46]. Ἡ διδασκαλία αὐτή, «τήν ὁποίαν κανείς δέν ἠμπορεῖ νά κατανοήσει ἀτιμάζει τόν Ἰεχωβᾶ»[47] «καί δημιουργεῖ σύγχυση στούς ἀνθρώπους στρέφοντάς τους μακριά ἀπό ἕναν Θεό»[48]. «Τί εἶναι λοιπόν ἡ δοξασία τῆς Τριάδος;», διερωτᾶται ὁ συντάκτης κειμένου στό περιοδικό «Σκοπιά». Καί ἀπαντᾶ: «Στήν πραγματικότητα εἶναι μία εἰδωλολατρική δοξασία μεταμφιεσμένη σέ Χριστιανική, προωθήθηκε ἀπό τόν Σατανᾶ γιά νά ἐξαπατᾶ τούς ἀνθρώπους, νά κάνει τόν Θεό κάτι πιό συγκεχυμένο καί μυστηριῶδες γι’ αὐτούς»[49]. Κατά συνέπειαν, ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα δέν ὑπῆρχε στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, οὔτε ἀποτελεῖ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. «Οἱ πρῶτοι Χριστιανοί πού εἶχαν διδαχθεῖ ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Ἰησοῦ Χριστόν δέν πίστευαν ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριάς»[50].
Ἀναγκαῖες συνέπειες αὐτῆς τῆς πλάνης εἶναι οἱ πλάνες ὅτι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι πρόσωπα ὁμοούσια μέ τόν ἀληθινό Θεό, τόν Ἰεχωβᾶ. Τό Ἅγιο Πνεῦμα δέν εἶναι κἄν πρόσωπο, ἀλλά μιά ἀπρόσωπη δύναμη ἤ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ[51], ὅπως δέχονταν οἱ Δυναμικοί Μοναρχιανοί ἀπό τούς ἀρχαίους αἱρετικούς. Ὡς πρός τό πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ, ἡ ἑταιρία ἀκολουθεῖ πιστά τή ριζοσπαστικότερη αἵρεση τοῦ Χριστιανισμοῦ[52], τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Τό πρόσωπο τοῦ αἱρεσιάρχη Ἀρείου εἶναι ἰδιαίτερα συμπαθές σέ ὅσους ἀπό τούς Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ τό γνωρίζουν[53]. Ὁ Ἄρειος ἀπέρριπτε τό κέντρο τῆς χριστιανικῆς πίστης, δηλαδή τήν ἀλήθεια ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι Θεός ἀληθινός. Σήμερα ὅλες σχεδόν οἱ χριστιανικές αἱρέσεις ἀποδέχονται τουλάχιστον τόν Χριστό ὡς ἀληθινό Θεό, ἐνῶ ἐπιβιώσεις τοῦ ἀρχαίου Ἀρειανισμοῦ συναντᾶμε, συνήθως, μεταξύ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ. Κατά τήν ἑταιρία «Σκοπιά», ὅμως, ὁ Υἱός εἶναι τό πρῶτο καί ἄμεσο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς δίδασκε ὁ Ἄρειος. Διαφέρει ἀπό τά ἄλλα κτίσματα στό ὅτι δημιουργήθηκε ἀπ’ εὐθείας ἀπό τόν Θεό, ἐνῶ ἐκεῖνα δημιουργήθηκαν μέσω αὐτοῦ. Διαβάζουμε στό περιοδικό «Ξύπνα»: «Ὁ Ἰησοῦς ἦταν τό πρῶτο καί μοναδικό ἄμεσο δημιούργημα πού ἔφτιαξε ὁ Θεός στόν οὐρανό πρίν ἀπό ἀναρίθμητους αἰῶνες πρίν ἀπό τούς ἀγγέλους καί τό ὑλικό σύμπαν. Γι’ αὐτό ἀποκαλεῖται “μονογενής Γιός” τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά ἄλλα δημιουργήματα ἔγιναν μέσῳ αὐτοῦ τοῦ Γιοῦ τοῦ “δεξιοτέχνη ἐργάτη” τοῦ Θεοῦ»[54]. Κατά συνέπειαν, ὑπῆρξε χρόνος, κατά τόν ὁποῖο ὁ Υἱός δέν ὑπῆρχε («ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», ὅπως, ἐπίσης, ἔλεγε ὁ Ἄρειος[55]). «Ἕως τήν πρώτη του δημιουργία, ὁ Ἰεχωβᾶ Θεός ἦταν χωρίς υἱόν· δι’ αὐτοῦ ἔγινε πατήρ»[56]. «Κατ’ ἀνάγκην πρέπει νά ὑπῆρξε καιρός ὅτε ὁ Ἰεχωβᾶ Θεός ἦν μόνος»[57].
Ἄν ὁ Υἱός γεννήθηκε καί δέν δημιουργήθηκε, ὅπως πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, τότε θά ἔπρεπε νά ὑπάρχει καί κάποια γυναίκα – σύζυγος τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ἑταιρία «Σκοπιά»! «Πῶς μποροῦσε ὁ Θεός νά ἔχει ἕνα “πρωτότοκο” ἀφοῦ δέν εἶχε σύζυγο στόν οὐρανό τότε;[58]. «Ὁ Ἰεχωβᾶ Θεός δέν ἐχρησιμοποίησε τίποτε τό θῆλυ, καμμία μητέρα, γιά νά παραγάγη τόν πρῶτο υἱό»[59]. Τό ἐπίπεδο τῆς ἐπιχειρηματολογίας ἐδῶ πέφτει πολύ χαμηλά, ἀφοῦ τά συμβαίνοντα στούς ἀνθρώπους καί στά ζῶα μεταφέρονται αὐθαιρέτως στή θεία καί ἄκτιστη φύση. Ὡστόσο, τό πιό παράδοξο εἶναι ὁ ἰσχυρισμός ὅτι, τελικά, ὁ Ἰεχωβᾶ ἔχει γυναίκα καί σύζυγο, ἔστω καί ἄν αὐτή κατανοεῖται κάπως «πνευματικά» ἤ «συμβολικά»![60]
Ἄν ὁ Υἱός δέν ἔχει τήν ἴδια φύση μέ τόν Ἰεχωβᾶ, τότε δέν ἔχει καί τίς ἴδιες ἰδιότητες. Ἔτσι, δέν ἔχει φυσική ἀθανασία, ἀλλά ἀθανασία τήν ὁποία κατέκτησε καί ἔλαβε «κατά χάριν», λόγῳ τῆς ὑπακοῆς του στόν Ἰεχωβᾶ[61]. Οὔτε παντοδυναμία ἔχει[62], οὔτε παντογνώστης εἶναι ἀπό τή φύση Του[63], οὔτε ἄλλες ἰδιότητες, πού ἀποδίδονται στόν Θεό, ἔχει. Ὅμως, τελικά, τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ; Βαθιά σύγχυση ὑπάρχει μεταξύ τῶν ὁπαδῶν τῆς «Σκοπιᾶς» ὡς πρός αὐτό τό θέμα. Ἡ βιβλική ἔκφραση «Υἱός τοῦ Θεοῦ» ἐπιτείνει τή σύγχυση αὐτή, γιατί σημαίνει κάποιον, ὁ ὁποῖος δέν δημιουργήθηκε, ἀλλά γεννήθηκε, καί, ἀφού γεννήθηκε, ἔχει τήν ἴδια ἀκριβῶς φύση μέ τόν γεννήτορά του. Ἴσως, ὁ Υἱός εἶναι ἕνας ἀπό τούς Ἀγγέλους. Ἀρχηγός τοῦ στρατεύματος, ἐκπρόσωπος, ἀρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης ἐργάτης, εἶναι ἰδιότητες πού τοῦ ἀποδίδονται συνήθως. Σέ πολλές περιπτώσεις ταυτίζεται μέ τόν ἀρχάγγελο Μιχαήλ. Ὅμως, ἐδῶ ἡ ἑταιρία ἔχει ἀλλάξει κατά καιρούς ἀπόψεις, δηλαδή ἔχει καταλήξει σέ ἀντιφάσεις: ἄλλοτε ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Υἱός ταυτίζεται καί ἄλλοτε ὅτι διακρίνεται σαφῶς ἀπό τόν Μιχαήλ[64].
Ὅπως διαστρέφεται ἡ ἀλήθεια γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι διαστρέφεται καί ἡ ἀλήθεια γιά τό ἔργο Του. Γενικά, ἡ ἑταιρία φαίνεται νά ἀποδέχεται τήν ἄποψη ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὅπως ἐμφανίστηκε ἀνάμεσά μας, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο, μέ τή θεμελιώθη διαφορά, βέβαια, ὅτι τό πρόσωπο αὐτό δέν εἶναι ἄκτιστο, ἀλλά κτιστό. Γιατί, ὅμως, ὁ Υἱός ἦλθε στόν κόσμο; Κατά τήν ἑταιρία, ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου δέν ἦταν ἡ πρώτη αἰτία τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ. Τό ἔργο τοῦ Ἰησοῦ κατανοεῖται στό πλαίσιο τῶν ἀντιλήψεων τῆς αἵρεσης γιά τή «δικαίωση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ»: «Ὁ κυριότερος λόγος καί σκοπός τῆς ἐλεύσεως τοῦ Ἰησοῦ εἰς τήν γῆ ἦτο νά φέρῃ μαρτυρίαν ὑπέρ τῆς ἀληθείας περί τοῦ Ἰεχωβᾶ. Παρεπιπτόντως ἦτο νά λυτρώσῃ τόν ἄνθρωπον»[65]. Ὁ πρῶτος λόγος, γιά τόν ὁποῖο ἦλθε ὁ Χριστός, «ἦτο διά νά διεκδικήσει τό ὄνομα τοῦ Ἰεχωβᾶ. Ὁ δέ δευτερεύων νά λυτρώσῃ τό ἀνθρώπινο γένος»[66].
Σέ ἀντίθεση μέ ὅ,τι πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος, ἔπαψε νά εἶναι καί ὅ,τι ἦταν πρίν τήν ἐνανθρώπησή Του. «Ὁ Ἰησοῦς δέν ἦτο κατά τό ἤμισυ Θεός καί κατά τό ἤμισυ ἄνθρωπος. Δέν ἦτο ὁ Θεός ἐν σαρκί. Γιά νά ἐξιλεώσῃ “τό ἁμάρτημα τοῦ ἑνός (τοῦ Ἀδάμ)” ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἔπρεπε ν’ ἀποτελεῖ τό ἀκριβές παράλληλο τοῦ ἄλλοτε τέλειου Ἀδάμ. Ἔπρεπε νά εἶναι ἕνας τέλειος ἄνθρωπος, τίποτε περισσότερο καί τίποτε λιγώτερο»[67]. Ὡς ἄνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν ἀναμάρτητος, ἀλλά ἔγινε ἀναμάρτητος, ἐνῶ εἶχε τή δυνατότητα νά ἁμαρτήσει. Κατέκτησε τήν ἀναμαρτησία του μέ ἀγῶνα καί προσπάθεια, ἀφοῦ, μεταξύ ἄλλων, ἦλθε στόν κόσμο γιά νά ἐξασκηθεῖ στήν ἀρετή καί στήν ὑπακοή[68]. Ἄν, ὅμως, ὁ Χριστός ἦταν μόνο ἄνθρωπος, τότε γιατί τοῦ ἀποδίδεται προσκύνηση καί λατρεία στήν Ἁγία Γραφή[69], ὅταν μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐντέλλεται σαφῶς: «Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις»[70]; Λατρεύεται ἤ δέν λατρεύεται ὁ Ἰησοῦς Χριστός; Ἡ ἑταιρία ἀδυνατεῖ νά ἀπαντήσει στό ἐρώτημα καί νά συμβιβάσει τά ἀσυμβίβαστα, μέ ἀποτέλεσμα νά ὁδηγεῖται συνεχῶς σέ ἀντιφάσεις: ἄλλοτε ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Χριστός λατρεύεται καί ἄλλοτε «κανείς δέν πρέπει νά λατρεύει τόν Χριστό»[71].
Γιά νά μήν μακρυγοροῦμε, ἡ ἀλήθεια γιά τά κορυφαῖα σωτηριώδη γεγονότα τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ, γιά τό Πάθος, τήν Ἀνάσταση, τήν Ἀνάληψη, τή Δευτέρα Παρουσία, διαστρέφεται πλήρως. Εἶναι γνωστή ἡ διδασκαλία τῆς ἑταιρίας ἀπό τό 1936 καί ἔπειτα[72], ὅτι ὁ Χριστός δέν σταυρώθηκε σέ Σταυρό, ἀλλά σέ ὄρθιο πάσαλλο, διδασκαλία πού κατατάσσει τούς ὁπαδούς της μεταξύ τῶν «ἐχθρῶν τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ», «ὧν τό τέλος ἀπώλεια», κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο[73]. Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει καί μέ τήν Ἀνάσταση, ἀφοῦ ἡ ἑταιρία πιστεύει ὅτι ἡ ψυχή δέν εἶναι ἀθάνατη, ἀλλά πεθαίνει μαζί μέ τό σῶμα. Ὁ Χριστός θά ἐπανέλθη στόν κόσμο στή μάχη τοῦ Ἀρμαγεδῶνα, ὡς «μέγας σφαγεύς», γιά νά καταστρέψει τόν ἁμαρτωλό κόσμο. Ἔπειτα θά ἐγκαθιδρύσει ἐγκόσμια χιλιετή βασιλεία στή γῆ, ὄχι βέβαια, βασιλεία αἰώνια, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος»[74], ἀλλά βασιλεία προσωρινή, μέ ἀρχή καί τέλος. Ἄς σημειωθεῖ, ὅτι ἡ βασιλεία αὐτή, ὅπως περιγράφεται ἀπό τούς ὁπαδούς τῆς «Σκοπιᾶς», προσιδιάζει περισσότερο στή βασιλεία τοῦ Ἀντιχρίστου, παρά στή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ[75].
Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο, δέχεται συνεχῶς τίς σφοδρές ἐπιθέσεις τῆς ἑταιρίας. Ἡ ἑταιρία διδάσκει ὅτι κάποια ἐποχή, τόν δ’ μ.Χ. αἰ., ἤ καί ἐνωρύτερα, μετά τήν κοίμηση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, «ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἀπεστάτησε καί ἐπλανήθη ἀπό τόν Διάβολο, ἔγινε μέρος τῆς ὀργανώσεώς του»[76]. Τώρα ἡ ἐκπεσοῦσα Ἐκκλησία ἀνήκει πλέον στό κράτος τοῦ διαβόλου. Στά ἔντυπα τῆς αἵρεσης ἀποκαλεῖται «πόρνη ἡ μεγάλη», «Βαβυλῶνα», «γόνος τοῦ Σατανᾶ», «κατοικητήριο δαιμόνων», οἱ δέ κληρικοί της θεωροῦνται ὡς «ὁ ὁρατός σύνδεσμος μεταξύ τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀοράτων δαιμόνων»[77]. Κατά συνέπειαν, γιά πολλούς αἰῶνες αὐθεντική Ἐκκλησία δέν ὑπῆρχε. Ἐπανεμφανίσθηκε τό 1884, ὅταν ἱδρύθηκε ἡ ἑταιρία «Σκοπιά», ἡ ὁποία, ὑποτίθεται, τήν ὑποκαθιστᾶ.
* * *
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες καί ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ἐπιστρέφοντας στό ἀρχικό ἐρώτημα γιά τό τί τελικά εἶναι οἱ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, θρησκεία ἤ κερδοσκοπική ἐπιχείρηση, νομίζω ὅτι ἀπ’ ὅσα προηγήθηκαν προκύπτει ὅτι ἡ ὀργάνωση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ εἶναι ἀμφότερα, καί κερδοσκοπική ἐπιχείρηση καί θρησκεία, δηλαδή αἵρεση. Ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» εἶναι μιά ὁλοκληρωτική ὀργάνωση, ἀπό τήν ὁποία προέρχεται διπλός κίνδυνος, φυσικός καί πνευματικός. Ὁ πρῶτος εἶναι ἡ στυγνή οἰκονομική ἐκμετάλλευση καί ἡ ἀλλοίωση τῆς προσωπικότητας τῶν μελῶν της, καί ὁ δεύτερος εἶναι ὁ κίνδυνος ἔκπτωσης ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τή σωτηρία, ἀφοῦ ἡ ἑταιρία διδάσκει ἕναν ἄλλο Χριστό καί ἕναν ἄλλο Θεό, πού δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τόν Χριστό καί τόν Θεό τῆς Βίβλου καί τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσα προαναφέρθηκαν, εἶναι ἐνδεικτικά ὄχι μόνο γιά νά κατανοήσουμε τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ἑταιρία «Σκοπιά», ἀλλά καί γιά νά ἀξιοποιήσουμε κάποια ἀπό αὐτά στό ποιμαντικό μας ἔργο, ἀποφεύγοντας ἀτοπήματα καί σφάλματα. Γιά νά ἐπιτευχθεῖ, βέβαια, αὐτό, δέν ἀρκεῖ ἡ καλή πρόθεση, ἀλλά ἀπαιτοῦνται καί συγκεκριμένες γνώσεις. Κατανοοῦμε πόσο ἐσφαλμένος ἦταν ὁ τρόπος πού χρησιμοποιούσαμε κάποιοι ἀπό μᾶς παλαιότερα, ὅταν λέγαμε σέ κάποιον Μάρτυρα τοῦ Ἰεχωβᾶ: «Προδότη! Πόσα χρήματα πῆρες γιά νά προδώσεις τήν πίστη τῶν πατέρων σου;». Καί ἐκεῖνος, πού γνώριζε καλά ὅτι δέν πῆρε καθόλου χρήματα, ἀλλά μᾶλλον προσέφερε, σχημάτιζε ἐντός του τήν ἑδραία πεποίθηση ὅτι οἱ παπάδες εἶναι ψεῦστες, ἀπατεῶνες, ὄργανα τοῦ Σατανᾶ κ.λπ. Εἶναι γεγονός, ὅτι ἡ ἑταιρία «Σκοπιά» δέν προσφέρει, ἀλλά μαζεύει χρήματα καί ἐκμεταλλεύεται συνανθρώπους μας καί αὐτό πρέπει νά τό ἀξιοποιήσουμε κατάλληλα στό ποιμαντικό μας ἔργο. Ἄν σέ σπάνιες περιπτώσεις ἐνισχύει κάποιους οἰκονομικά, αὐτό τό κάνει ἀποβλέποντας σέ μεγαλύτερο μελλοντικό κέρδος. Ἐνδεχομένως δανείζει, ἀλλά δέν χαρίζει, ὅπως ἀκριβῶς μιά τράπεζα δέν δανείζει ἐπειδή ἀγαπᾶ τόν δανειολήπτη, ἀλλά δανείζει ἀποβλέποντας στό κέρδος ἀπό τούς τόκους τοῦ δανείου.
Ἄν εἶναι ἔτσι τά πράγματα, τότε ὁ Μάρτυς τοῦ Ἰεχωβᾶ πού κτυπᾶ τήν πόρτα μας γιά προσηλυτισμό, παρά τό γεγονός ὅτι εἶναι ἱκανός νά προκαλέσει τεράστια πνευματική ζημιά, ἄν τυχόν τόν ἐμπιστευθοῦμε, δέν εἶναι ὁ πραγματικός ἐχθρός μας. Εἶναι κι αὐτός τό θύμα, ἕνα ἀπό τά πολλά θύματα, μιᾶς ὁλοκληρωτικῆς καί ἐπικίνδυνης παγκόσμιας ὀργάνωσης. Ὁ πραγματικός ἐχθρός μας στή συγκεκριμένη περίπτωση εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἑταιρία, ἡ διδασκαλία της καί οἱ μεθοδεύσεις της. Ἐνεργώντας στό πνεῦμα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, μισοῦμε τήν αἵρεση, ἀλλά ἀγαπᾶμε τόν αἱρετικό. Τόν ἀγαπᾶμε, ὄχι βέβαια ὡς ἀληθεύοντα, ἀλλά ὡς πεπλανημένο, ὡς ἀσθενῆ, ὡς χρήζοντα θεραπείας. Ἀσκώντας τό ποιμαντικό μας ἔργο ἐν ἀγάπῃ, ἀλλά καί ἐν ἀληθείᾳ, δηλαδή «ἀληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ»[78], ἐνεργώντας μετά ταπεινώσεως, μετά διακρίσεως, ἀλλά καί μετ’ ἐπιστήμης, δέν ἀποβλέπουμε μόνο στό νά προστατεύσουμε τή λογική Ποίμνη τοῦ Χριστοῦ «ἐκ λύκων λυμαινομένων αὐτήν»[79], ἀλλά καί στό νά λυτρώσουμε ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ διαβόλου πεπλανημένα πρόβατα, ὁπαδούς τῆς ἑταιρίας «Σκοπιά», πρώην ἀδελφούς μας ἐν Χριστῷ, ὥστε νά ἐπιστρέψουν στήν Κιβωτό τῆς σωτηρίας, στή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστόλική Ἐκκλησία, νά γίνουν καί πάλι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ ζῶντος Χριστοῦ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ»: Βιβλίο Ἔτους τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ 2015, Σκοπιά (περιοδικό), Ξύπνα (περιοδικό), Ρόδερφορδ Ἰω., Ἀπελευθέρωσις, ἔκδ. 1926, Ρόδερφορδ Ἰω., Δημιουργία, ἔκδ. 1927, Ρόδερφορδ Ἰω., Διεκδίκησις, τ. Α’, ἔκδ. 1932, Ρόδερφορδ Ἰω., Καταλλαγή, ἔκδ. 1928, Ρόδερφορδ Ἰω., Κυβέρνησις, ἔκδ. 1928, Ρόδερφορδ Ἰω., Προφητεία, ἔκδ. 1929, Ρόδερφορδ Ἰω., Φῶς, τ. Α’, ἔκδ. 1930, Ἀγαθά νέα, ἔκδ. 1976-1978, Ἀπό τόν ἀπολεσθέντα Παράδεισο στόν ἀποκατεστημένο Παράδεισο, ἔκδ. 1958-1960, Ἔστω ὁ Θεός ἀληθής, ἔκδ. 1950, Ἐχθροί, ἔκδ. 1930, Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς, ἔκδ. 1943, Ἡ ἀλήθεια πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή, ἔκδ. 1968, Νέοι Οὐρανοί καί Νέα Γῆ, ἔκδ. 1953-1957, Πλούτη, ἔκδ. 1936, Πράγματα εἰς τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νά ψευστεῖ ὁ Θεός, ἔκδ. 1965, Τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ἡ δύναμις πίσω ἀπό τήν ἐπικείμενη Νέα Τάξη, ἔκδ. 1976.
ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ: Ἀθανασούλια Σωτ. Πρωτ., «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ αἵρεση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», στό Ἐξωχριστιανικές, αἱρετικές καί ἀποκρυφιστικές θεωρήσεις περί τοῦ Χριστοῦ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Φθιώτιδος, Λαμία 2014, σ. 205-251. Ἀλεβιζοπούλου Ἀντ. Πρωτ., Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 19943, Ἀλεβιζοπούλου Ἀντ. Πρωτ., Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Α’: Παλαιότερη καί νεότερη ἱστορία μέ βάση γνωστές καί ἄγνωστες πηγές, Ἀθῆναι 1993, Ἀλεβιζοπούλου Ἀντ. Πρωτ., Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Β’: Μιά δικτατορία στό Μπρούκλιν, Ἀθῆναι 1994, Ἀλεβιζοπούλου Ἀντ. Πρωτ., Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Γ’: «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» καί Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1995, Ἀλεβιζοπούλου Ἀντ. Πρωτ., Οἱ Χιλιαστές μᾶς γράφουν, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 19852, «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ στήν Ἑλλάδα», στό Βικιπαίδεια, «https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%81%CF%84%CF%85%CF%81%CE%B5%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%99%CE%B5%CF%87%CF%89%CE%B2%CE%AC_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1, Μαυρομάγουλου Νικ., Ἀναζητώντας τήν ἀλήθεια. Ἕνα βιβλίο πού πρέπει νά διαβάσετε πρίν ἐνταχθεῖτε στήν ἑταιρεία «Σκοπιά», ἔκδ. Ἱ. Βασιλική καί Σταυροπηγιακή Μονή Μαχαιρᾶ, Κύπρος 2004, Μπουρδάκου Ἀ., «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Ἀπό τό Α στό Ω, ἔκδ. Π.Ε.Γ., Ἀθήνα 2008, Παπαδοπούλου Στ., Πατρολογία, τ. Β‘. Ὁ τέταρτος αἰῶνας (Ἀνατολή καί Δύση), Ἀθήνα 19992, Schaeffr Fr., Ἀναζητώντας τήν Ὀρθόδοξη πίστη στόν αἰῶνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν. Χορεύοντας μόνος, μτφρ. Ἀρχιμ. Αὐγ. Μύρου, ἔκδ. Μακρυγιάννης, Κοζάνη 2000, Φειδᾶ Βλ., Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α‘, Ἀθῆναι 19942, Χατζῆ Ἐλ. Ἱερ., Τό ξεσκέπασμα τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Μιά ἀποκαλυπτική μελέτη γιά τό σκοτεινό καί ὕπουλο ρόλο τους, ἔκδ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα 1990.
Πρωτ. Σωτήριος Ὀ. Ἀθανασούλιας
2016
* Εἰσήγηση στήν Ἱερατική Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος καί Ἀλμυροῦ τῆς 17ης Μαΐου 2016.
[1] «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ στήν Ἑλλάδα», Βικιπαίδεια, «https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AC%CF%81%CF%84%CF%85%CF%81%CE%B5%CF%82_%CF%84%CE%BF%CF%85_%CE%99%CE%B5%CF%87%CF%89%CE%B2%CE%AC_%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD_%CE%95%CE%BB%CE%BB%CE%AC%CE%B4%CE%B1.
[2] Fr. Schaeffr, Ἀναζητώντας τήν Ὀρθόδοξη πίστη στόν αἰῶνα τῶν ψεύτικων θρησκειῶν. Χορεύοντας μόνος, μτφρ. Ἀρχιμ. Αὐγ. Μύρου, ἔκδ. Μακρυγιάννης, Κοζάνη 2000, σ. 174-175.
[3] Στό ἴδιο, σ. 176.
[4] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Α’: Παλαιότερη καί νεότερη ἱστορία μέ βάση γνωστές καί ἄγνωστες πηγές, Ἀθῆναι 1993, σ. 14.
[5] Στό ἴδιο, σ. 27.
[6] Στό ἴδιο, σ. 27.
[7] Στό ἴδιο, σ. 27, 30.
[8] Στό ἴδιο, σ. 27-29.
[9] Ματθ. 24, 45-47.
[10] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, ὅ.π., σ. 52, 54.
[11] Στό ἴδιο, σ. 40-42.
[12] Στό ἴδιο, σ. 41.
[13] Στό ἴδιο, σ. 41.
[14] Στό ἴδιο, σ. 137.
[15] Στό ἴδιο, σ. 147.
[16] Στό ἴδιο, σ. 148.
[17] Στό ἴδιο, σ. 226-227.
[18] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Β’: Μιά δικτατορία στό Μπρούκλιν, Ἀθῆναι 1994, σ. 399.
[19] Στό ἴδιο, σ. 402.
[20] Στό ἴδιο, σ. 403.
[21] Στό ἴδιο, σ. 400-401.
[22] Στό ἴδιο, σ. 400.
[23] Στό ἴδιο, σ. 400.
[24] Στό ἴδιο, σ. 400.
[25] Βιβλίο Ἔτους τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ 2015, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., σ. 176.
[26] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Β’: Μιά δικτατορία στό Μπρούκλιν, Ἀθῆναι 1994, σ. 403.
[27] Στό ἴδιο, σ. 405.
[28] Στό ἴδιο, σ. 404-431.
[29] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Α’: Παλαιότερη καί νεότερη ἱστορία μέ βάση γνωστές καί ἄγνωστες πηγές, Ἀθῆναι 1993, σ. 150. Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 19943, σ. 464.
[30] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 19943, σ. 466.
[31] Πρωτ. Σωτ. Ἀθανασούλια, «Ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ἡ αἵρεση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ», στό Ἐξωχριστιανικές, αἱρετικές καί ἀποκρυφιστικές θεωρήσεις περί τοῦ Χριστοῦ, ἔκδ. Ἱ. Μ. Φθιώτιδος, Λαμία 2014, σ. 237.
[32] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 19943, σ. 466-467.
[33] Ἐφ. 2,14.
[34] Πράξ. 10,36.
[35] Ἰω. Ρόδερφορδ, Φῶς, τ. Α’, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1930, σ. 371.
[36] Ἰω. Ρόδερφορδ, Διεκδίκησις, τ. Α’, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1932, σ. 279.
[37] Σκοπιά, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1962, σ. 172.
[38] Σκοπιά, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1/4/1978, σ. 16.
[39] Νέοι Οὐρανοί καί Νέα Γῆ, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1953-1957, σ. 370-371.
[40] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 19943, σ. 462.
[41] Στό ἴδιο, σ. 463.
[42] Σκοπιά, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 15/9/1984, ἐξώφυλλο.
[43] Ἱερ. Ἐλ. Χατζῆ, Τό ξεσκέπασμα τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. Μιά ἀποκαλυπτική μελέτη γιά τό σκοτεινό καί ὕπουλο ρόλο τους, ἔκδ. Ν. Παναγόπουλος, Ἀθήνα 1990, σ. 228.
[44] Ὡστόσο, τό 1914 συνεχίζει νά κατέχει πρωταρχική θέση στή διδασκαλία καί στή συνείδηση τῶν Μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ! (βλ. Νικ. Μαυρομάγουλου, Ἀναζητώντας τήν ἀλήθεια. Ἕνα βιβλίο πού πρέπει νά διαβάσετε πρίν ἐνταχθεῖτε στην ἑταιρεία «Σκοπιά», ἔκδ. Ἱ. Βασιλική καί Σταυροπηγιακή Μονή Μαχαιρᾶ, Κύπρος 2004, σ. 178 ἑξ.
[45] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἐγχειρίδιο αἱρέσεων καί παραχριστιανικῶν ὁμάδων, Ἀθήνα 19943, σ. 624.
[46] Πλούτη, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1936, σ. 198.
[47] Πράγματα εἰς τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατον νά ψευστεῖ ὁ Θεός, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1965, σ. 256.
[48] Σκοπιά, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 15/8/1999, σ. 13.
[49] Σκοπιά, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1/8/1992, σ. 23.
[50] Ἡ ἀλήθεια πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνια ζωή, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1968, σ. 22.
[51] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Γ’: «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ» καί Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1995, σ. 131.
[52] Στ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τ. Β‘. Ὁ τέταρτος αἰῶνας (Ἀνατολή καί Δύση), Ἀθήνα 19992, σ. 114.
[53] Στήν ἀγγλική ἔκδοση τοῦ Ζ’ τόμου τῶν «Γραφικῶν Μελετῶν» τοῦ Καρόλου Ρῶσσελ τοῦ ἔτους 1918, ὁ συγγραφέας τοῦ τόμου καί ἱδρυτής τῆς αἵρεσης εἰκονίζεται δίπλα στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, στόν ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά καί στόν Ἄρειο, σέ ἔνδειξη, προφανῶς, τῆς συγγένειας ἤ τῆς ταυτότητας τῶν ἀπόψεών του μέ ἐκεῖνες τοῦ αἱρεσιάρχη τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας (Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Α’: Παλαιότερη καί νεότερη ἱστορία μέ βάση γνωστές καί ἄγνωστες πηγές, Ἀθῆναι 1993, σ. 56).
[54] Ξύπνα, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 8/12/1998, σ. 8.
[55] Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α‘, Ἀθῆναι 19942, σ. 386.
[56] Νέοι Οὐρανοί καί Νέα Γῆ, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1953-1957, σ. 25.
[57] Ἰω. Ρόδερφορδ, Ἀπελευθέρωσις, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1926, σ. 16.
[58] Τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1976, σ. 25.
[59] Νέοι Οὐρανοί καί Νέα Γῆ, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1953-1957, σ. 25-26.
[60] «Ἡ γυνή τοῦ Οὐρανίου Πατρός, ἡ “Ἄνω Ἱερουσαλήμ” ἐγέννησε τό πρῶτον τοῦ σπέρματός της, ἕνα πνευματικό σπέρμα» (Νέοι Οὐρανοί καί Νέα Γῆ, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1953-1957, σ. 158). Τό κείμενο ἀναφέρεται στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, κάνοντας λόγο καί γιά γέννηση καί γιά ὕπαρξη γυναικός τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοῦ διαβάζουμε ἄλλα ἀσεβῆ καί παράδοξα: «Τό 1914 ὁ Θεός διήνοιξε τήν μήτρα τῆς γυναικός του καί ἔτσι αὐτή ἐγέννησε τό βασιλικό ἄρρεν, τήν οὐρανία θεοκρατική βασιλεία» (στό ἴδιο, σ. 225). «Γιατί ἡ γυνή τοῦ Θεοῦ στόν οὐρανό παρέμεινε στεῖρα; Γιατί ὅπως στήν περίπτωση τῆς Σάρρας ὁ Θεός σύζυγος εἶχε σάν νά ποῦμε κλείσει τήν μήτρα τῆς ὀργανώσεώς του διότι δέν ἦταν ὁ καιρός νά γεννήσει» (στό ἴδιο, σ. 207).
[61] «Ἦτο ὁ Υἱός ἀθάνατος; … Ὅτι, δέν κατεῖχε τήν ἰδιότητα αὐτήν καί δέν ἦτο ἀθάνατος ἀποδεικνύεται ὑπό μεταγενεστέρων γεγονότων ὡς ἐπίσης καί ὑπό τῆς Γραφῆς. Ἀτέρμων ζωή ἐξαρτᾶται ἐκ παντοτινῆς ὑπακοῆς εἰς τόν Θεόν. Διά τῆς πιστῆς καί τελείας ὑπακοῆς ὁ Υἱός θά ἔζη … Ὁ καιρός ἦλθεν, ἐν τούτοις, καθ’ ὅν ὁ Ἰεχωβᾶ Θεός ἤνοιξε εἰς τόν Υἱόν του τήν εὐκαιρίαν ὅπως κερδίσῃ ἀθανασίαν» (Ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1943, σ. 41). «Ἕνεκα τῆς πιστότης τοῦ Ἰησοῦ εἰς τάς δοκιμασίας … ὁ Θεός ἀντήμειψεν αὐτόν διά τοῦ μεγίστου βραβείου τῆς ἀθανασίας. Ὁ Ἰησοῦς δέν κατεῖχε τήν ἀθανασία πρό τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ» (Ἰω. Ρόδερφορδ, Καταλλαγή, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1928, σ. 84-85).
[62] «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ … ὑπῆρχε πρίν ἀπ’ ὅλα τά ἄλλα πράγματα, ἦταν Θεός, ἀλλά ὄχι ὁ Παντοδύναμος Θεός ὁ Ἰεχωβᾶ» (Ἔστω ὁ Θεός ἀληθής, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1950, σ. 35).
[63] Ὁ Ἰησοῦς π.χ. ἀγνοοῦσε ὅτι ἐπρόκειτο νά πεθάνει: «Δέν ὑπάρχει ἀπόδειξις ὅτι στόν Ἰορδάνη ποταμό ὁ Ἰησοῦς, γνώριζε ὅτι ἔμελλε νά ἀποθάνῃ» (Ἰω. Ρόδερφορδ, Δημιουργία, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1927, σ. 228). «Ὁ Ἰησοῦς, δέν ἠννόει ὅτι ἔμελλε νά ἀποθάνῃ» (Ἰω. Ρόδερφορδ, Καταλλαγή, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1928, σ. 226). Στό Βάπτισμα φωτίστηκε καί θυμήθηκε γεγονότα, πού εἶχε ξεχάσει! «Φανταστῆτε τήν πληθώρα τῶν ἀναμνήσεων πού κατέκλυσαν τό μυαλό του ὅταν ἐπανῆλθαν στή μνήμη του οἱ ἀναρίθμητες χιλιετίες κατά τίς ὁποῖες εἶχε ὑπηρετήσει δίπλα στόν Πατέρα του ὡς δεξιοτέχνης ἐργάτης, ἐκπρόσωπος, ἄρχοντας τοῦ στρατεύματος τοῦ Θεοῦ» (Σκοπιά, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 15/6/ 1998, σ. 25).
[64] Πρωτ. Σωτ. Ἀθανασούλια, ὅ.π., σ. 225-226.
[65] Ἐχθροί, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1930, σ. 117-118.
[66] Πλούτη, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1936, σ. 22.
[67] Ἀγαθά νέα, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1976-1978, σ. 118.
[68] Ἀπό τόν ἀπολεσθέντα Παράδεισο στόν ἀποκατεστημένο Παράδεισο, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1958-1960, σ. 142. Ἰω. Ρόδερφορδ, Κυβέρνησις, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1928, σ. 105).
[69] Ματθ. 2,11, Ματθ. 14,33, Ἰω. 9,38, Μάρκ. 5,6-7, Ἰω. 5,23, Φιλιπ. 2,10-11.
[70] Ματθ. 4,10. Πρβλ. Δευτ. 6,13.
[71] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ λατρεία τῆς Σκοπιᾶς, τ. Β’: Μιά δικτατορία στό Μπρούκλιν, Ἀθῆναι 1994, σ. 130, ὅπου καί σχετικές παραπομπές. Σκοπιά, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 15/1/1992, σ. 23.
[72] Πλούτη, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1936, στό Ἀ. Μπουρδάκου, «Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ». Ἀπό τό Α στό Ω, ἔκδ. Π.Ε.Γ., Ἀθήνα 2008, σ. 344.
[73] Φιλιπ. 3,18-19.
[74] Σύμβολο Πίστεως.
[75] Πρωτ. Σωτ. Ἀθανασούλια, ὅ.π., σ. 245.
[76] Ἰω. Ρόδερφορδ, Προφητεία, ἔκδ. Μ.τ.Ἰ., 1929, σ. 171.
[77] Πρωτ. Ἀντ. Ἀλεβιζοπούλου, Οἱ Χιλιαστές μᾶς γράφουν, ἔκδ. Ἀποστολική Διακονία, Ἀθήνα 19852, σ. 337.
[78] Ἐφ. 4,15.
[79] ΙΑ’ Ἑωθινό Δοξαστικό, Παρακλητική. Περιέχουσα ἅπασαν τήν ἀνήκουσαν αὐτῇ Ἀκολουθίαν, ἔκδ. Φῶς, Ἀθῆναι 1959, σ. 468.